Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014
Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014
Ο Γλάρος Ιωνάθαν -Ρίτσαρντ Μπάχ.
Αφιερωμένο, σε όσους χαράζουν τις διαδρομές τους πάνω στο χάρτη των ονείρων και της καρδιάς τους, πέρα απο τα ορόσημα και τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη.
Αρμενίζουν τις θάλασσες της ζωής, με ξεναγό την ψυχή εκεί που το αδύνατο φαντάζει δυνατό, το ανέφικτο, εφικτό, με την πυξίδα στραμμένη στο μέρος της καρδιάς.
Ακολουθούν τις γραμμές ενός ορίζοντα,αψηφώντας τα σημάδια ενός προδιαγεγραμμένου τέλους.
Αφήνονται στο κύμα , δεν κυνηγούν χίμαιρες, μόνο την πορεία των γλάρων, σαν μια μοίρα αλήτισσα δεμένη στου χρόνου το κατάρτι.{Mαρία Λαμπράκη}who lives within us all.
Στoν πραγματικὸ Γλάρο Ἰωνάθαν,
που ζει στον καθένα μας.
Αποσπάσματα απο το βιβλίο-Ο Γλάρος Ιωνάθαν -Ρίτσαρντ Μπάχ.
«Γιατί Ἴων, γιατί;» ρωτοῦσε ἡ μάνα του. «Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο, Ἴων, νὰ εἶσαι ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλα πουλιὰ στὸ σμῆνος;
Γιατί δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!»
Γιατί δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!»
«Μάνα, δὲ μὲ πειράζει νἆμαι φτερὸ καὶ κόκαλο. Θέλω μόνο νὰ ξέρω τί μπορῶ καὶ τί δὲ μπορῶ νὰ κατορθώσω στὸν ἀέρα. Τίποτ᾿ ἄλλο. Θέλω νὰ ξέρω».
Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά.Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή!
Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!
"Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει σε τι ύψη μπορείτε να πετάξετε. Ούτε και εσείς οι ίδιοι δεν θα το ξέρετε, προτού ανοίξετε τα φτερά σας." -Τζον Μέισον-
Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014
Δέκα άγνωστα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου
Ο Ποιητης τα έγραψε στη δεκαετία '80 και δόθηκαν στη δημοσιότητα ξανά με έγκριση της κόρη του Ερσης.
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
Τ΄ΑΣΠΡΑ ΒΟΤΣΑΛΑ
Ετούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΟΕτούτα τ΄άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι/ λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει/ από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας/ δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες/ καταδύσεις τ΄ανέβασες. Με τι / στερήσεις κι αρνήσεις τ΄απέσπασες/ από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι΄αυτό/ λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια/ ν΄αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ/ να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες/ διαδοχικές αναιρέσεις , σφαλερές διαισθήσεις./ Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο./ Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο/ πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. / Η νύχτα/ διαστέλλονταν πάνω απ΄την πόλη./ Κι εσύ/ απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,/ έχοντας μόνο άλλοθι το άστρο.
ΧΩΡΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ
Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.
ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως , προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
ΥΑΛΟΥΡΓΕΙΑ
Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Πίσω απ΄τη μάντρα ,σπασμένα γυαλιά,/ σπασμένες στάμνες και κονσερβοκούτια,/ τα λυπημένα σκυλιά, οι άγριες γάτες, / πλήθος τσουκνίδες κι ανάμεσά τους/ ένα μικρό λουλούδι κίτρινο,/ σαν άστρο παραμελημένο,/ έχει αναλάβει να πληρώσει όλα τα σπασμένα./ Μαζί κι εγώ.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
Πριν από εσένα ήσουν εσύ;/ Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας./ Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα/ τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι/ μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι/ πέταξα το ποτήρι απ΄το παράθυρο./ Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο: «υπάρχουμε».
ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ
Τα πιο πολλά, τα πιο ωραία,/ τα΄δες απ΄την κλειδαρότρυπα- λουλούδια πεσμένα στο πάτωμα/ και μέσα στα παπούτσια σου. / Καλύτερα λοιπόν/ να περπατάς ξυπόλητος/ μη σ΄ακούσουν.
ΤΟ ΑΔΙΑΒΑΤΟ
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν./ Δεν το περηφανεύονταν ωστόσο./ Έσπασε το θερμόμετρο,/ ο υδράργυρος σκόρπισε./ Σαν φτάσαμε στα σύνορα/ μας σταμάτησαν./ Τα ψεύτικα διαβατήρια / ήταν έγκυρα./ Εμείς δεν περάσαμε.
ΔΗΜΟΣΙΟ ΠΑΡΚΟ
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος./ Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της / λάμπουν ωραία. Όμως , προπάντων, αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου/ να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Οι φούρνοι των υαλουργείων. Φλόγες, διαθλάσεις,/ κρυστάλλινες μορφές, αγαλμάτια, δοχεία./ Το σώμα της Άρτεμης διάφανο,/ ο κλόουν, ο υπνοβάτης, η θλιμμένη χελώνα,/ τα δίδυμα άλογα. Σχήματα οικεία-/ μακρινές μνήμες επιστρέφοντας στον εαυτό τους, / πραγματωμένη διαφάνεια. Πρόσεχε- είπε- /αχ, η ονειρεμένη, η εύθραυστη, διαψευσμένη, / η προδοτική.
Ο ΩΡΑΙΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Φτηνό το φως, φτηνά μαγαζιά, φθηνότερα λόγια./ Άλλοι έφυγαν, άλλοι κοιμούνται, άλλοι πεθάνανε./ Κι αυτοί κι εκείνοι το ίδιο γερνάνε./ Εσύ αρνήθηκες τον γενικό κανόνα./ Άφησες πλαγιασμένο στο κρεβάτι σου το ομοίωμά σου/ μην καταλάβουν πως εσύ πλανιέσαι/ στο μέγα δάσος, άοπλος κυνηγός,/ φορώντας τις λευκές σου μπότες.
Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014
Τζιάνι Ροντάρι (Gianni Rodari) ''Δε διευθύνει κανείς''
«Τον κόσμο μπορείς να τον κοιτάξεις από το ύψος ενός ανθρώπου αλλά
και από εκείνο ενός σύννεφου. Στην πραγματικότητα, μπορείς να μπεις από
την κεντρική πόρτα ή να χωθείς -είναι πιο διασκεδαστικό- από ένα
παραθυράκι.»
“La fantasia fa parte di noi
come la ragione:
guardare dentro la fantasia
è un modo come un altro
per guardare dentro noi stessi”.
(Gianni Rodari)
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Τζιάνι Ροντάρι γεννήθηκε στο Πιεμόντε το 1920 και πέθανε στη Ρώμη το 1980.
Eργάστηκε για αρκετά χρόνια ως δάσκαλος, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με
τη δημοσιογραφία, την οποία υπηρέτησε ως διευθυντής εφημερίδων και
περιοδικών.
Η ιδιότητα με την οποία έγινε γνωστός τόσο στη χώρα του όσο και
διεθνώς είναι αυτή του συγγραφέα παιδικών βιβλίων.
Τα έργα του έχουν
μεταφραστεί σε ολόκληρο τον κόσμο (πολλά από αυτά κυκλοφορούν και στα
ελληνικά) και έχουν διαβαστεί από εκατομμύρια παιδιά.
Το 1970 του
απονεμήθηκε το βραβείο Άντερσεν, η μεγαλύτερη διάκριση διεθνώς για
συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας.
|
Απόσπασμα από βιβλίο του Τζιάνι Ροντάρι, Ιταλού δάσκαλου και συγγραφέα παιδικών βιβλίων.
Ρώτησα ένα κοριτσάκι:
- Ποιος διευθύνει στο σπίτι;
Αυτή σωπαίνει και κοιτάζει.
- Λέγε ποιος είναι ο αρχηγός; Ο μπαμπάς ή η μαμά;
Το κοριτσάκι με κοιτάζει και δεν απαντά.
-Λοιπόν, θα μου πεις; Πες μου ποιος είναι ο αρχηγός;
Με ξανακοιτάζει με αμηχανία.
- Δεν ξέρεις τι θα πει «διευθύνω»;
Και βέβαια το ξέρεις.
- Δεν ξέρεις τι θα πει «αρχηγός»;
Κια βέβαια το ξέρεις.
- Λοιπόν;
Με κοιτάζει και σωπαίνει.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Να θυμώσω; Κι αν η καημένη είναι μουγκή;
Τώρα, να, το βάζει στα πόδια.
Τρέχει μέχρι την άκρη του λιβαδιού, γυρνάει απότομα, μου βγάζει τη γλώσσα και μου φωνάζει γελώντας:
- Δε διευθύνει κανείς, γιατί στο σπίτι μας όλοι μας αγαπιόμαστε.
Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014
Μάτια μου μεσ΄ τα μάτια σου...
|
|
Αν κανείς είναι έτοιμος ν'αγαπήσει /ας αγαπήσει με την πρώτη ματιά(William Shakespeare) |
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες... (Γιώργος Σεφέρης)
|
Αμοργός(απόσπασμα) -Νίκος Γκάτσος Tι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου; Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του |
Xρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Mε το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Mιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Eγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Kαι με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομένο τριφύλλι.
Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ορκίστηκα στα μάτια σου
που τα ‘χα σαν βαγγέλιο
τη μαχαιριά που μου ‘δωκες
να σου την κάμω γέλιο(Νίκος Γκάτσος)
|
Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014
Οταν, βρέχει στην πόλη
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή η μνήμη, πού να ξέρω; (Κική Δημουλά)
Bρέχει στην Πόλη
Μια σπασμένη ομπρέλα...
Μια αγκαλιά /καταφύγιο...
Υποσχέσεις/ που έμειναν/ μισές...
Λίγα βήματα /πριν τον Παράδεισο...
Λίγα φιλιά/πριν το αντίο...
Τα χέρια /που σφίγγουν /την αλήθεια ...
Το ρολόι /σταμάτησε στη λύπη...
Μια συγνώμη /που δεν ήρθε ποτέ...
Τι να σου γράψω ; /Τώρα που το μελάνι /σώθηκε;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)