Σελίδες

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Αρχή χρόνου ''ξανά'' -Καλή Χρονιά

Ο χρόνος είναι....
'Ενα απο τα μεγαλύτερα μυστήρια του σύμπαντος. Δεν υπάρχει ανθρώπινο πλάσμα που να έχει περπατήσει σ'αυτόν τον κόσμο και να μην έχει αναρωτηθεί σχετικά με τη φύση και τα παράδοξα του χρόνου.
Ερωτήματα όπως :''τι είναι χρόνος''; ''υπάρχει πραγματικά ο χρόνος'';  ''πότε ξεκίνησε και πότε θα τελειώσει''; ''μπορούμε να ταξιδέψουμε στο χρόνο''; βασάνιζαν το μυαλό των ανθρώπων απο την αυγή της ιστορίας.

Τα ίδια ερωτήματα  κι ακόμη περισσότερα βασάνιζαν και βασανίζουν τα μυαλά των συγγραφέων, που επιχείρησαν ο καθένας με το δικό του τρόπο να ρίξουν ''κάποιο φως'' στα μυστήρια του χρόνου. 

Μας μίλησαν -για χρονικά παράδοξα και μαύρες τρύπες, ταξίδια στο χρόνο και χρονοπύλες, χρονοταξιδιώτες και ναυάγια του χρόνου, κβαντική τηλεμεταφορά, βιορυθμούς, συμπτώσεις και συγχρονικότητα, άγνωστα ημερολόγια και χρονολογικές απάτες.

Αν,απαρνηθούμε για λίγο τις όποιες θέσεις, απόψεις, θεωρίες, τις διανοητικές μας ''άγκυρες'',  δεν θα αργήσουμε να καταλάβουμε πως: ''ο χρόνος είναι παιδί που παίζει,κι εμείς είμαστε το παιχνίδι του''(Gi..ψυχεδελικός καλλιτέχνης).
Τι είναι ο χρόνος;

Εχουν γίνει εικασίες, υποθέσεις και στοχαστικές δηλώσεις πάνω στο ζήτημα, αλλά η ουσία παραμένει άγνωστη.
Ισως, το μόνο που έχουμε,είναι η εμπειρία του περάσματος του χρόνου ,τον βιώνουμε, βλέπουμε στον καθρέπτη τα σημάδια του, αλλά ο χρόνος παραμένει το υπέρτατο Αίνιγμα των Αιώνων.

Πολλές απόψεις και ιδέες ακούστηκαν μέσα στους αιώνες.
Ο Αριστοτέλης έδωσε αυτόν τον ορισμό:''Τούτο γαρ εστίν ο χρόνος, αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον'' - Ο χρόνος είναι ο αριθμός(μέτρο /ρυθμός)της κίνησης ως προς το παρόν ,και το μέλλον, ή ''Ο χρόνος είναι το μέτρο της κίνησης απο το πριν, στο μετά, ενώ σημείωνε ό,τι: ''είναι φανερό πως χωρίς κίνησης, μεταβολή, δεν υπάρχει χρόνος''

Αλλοι πάλι κατέφυγαν σε μη απάντηση.''Αν κάποιος με ρωτούσε (θα του έλεγα) τον γνωρίζω αλλά αν μου ζητούσε να τον εξηγήσω, θα έλεγα, θα έλεγα δεν μπορώ''(Αυγουστίνος) .
Μια ενδιαφέρουσα άποψη διατύπωσε ο γνωστός ερευνητής κ Γ.Ν Μπαλάνος στο βιβλίο του ''Οι Αμμοι του χρόνου'' λέγοντας ''ο χρόνος είναι η συνδετική ύλη των γεγονότων'' ενώ άλλοι βλέποντας το ζήτημα από μια αντίθετη γωνιά, είπαν ό,τι:''O χρόνος είναι αυτό που διαχωρίζει τα γεγονότα''.

Ο Χρήστος Ζ.Κώνστας -συγγραφέας-αναφέρει:Δυστυχώς απο τους πολλούς ορισμούς που δόθηκαν, όσο έξυπνοι και βαθυστόχαστοι κι αν ακούγονται, τελικά κανένας -μέχρι τώρα- δεν αποδείχτηκε απόλυτα ικανοποιητικός.  'Ετσι, το γεγονός παρέμεινε ''μυστήριο''δεν είμαστε καθόλου σίγουροι , τι είναι χρόνος.

Σ'ένα πράγμα βέβαια συμφωνούμε όλοι:Μπροστά σ' ένα καθρέπτη ο χρόνος αποδεικνύεται ο ''Μεγάλος μπελάς'' 
Σε κάθε περίπτωση, επιστήμη,και η ζωή συμφωνούν για ένα τουλάχιστον πράγμα.  Ο Χρόνος είναι σχετικός.

Μήπως ''τελικά ''ο χρόνος είναι προσωπική υπόθεση; είναι οι αναμνήσεις μας;
Ο Λουί Αραγκόν αναφέρει :''...Ο Χρόνος είμαστε εμείς αγαπημένη μου..Εγώ-Εσύ-όταν σε κοιτάζω στα μάτια''.
Αρχή χρόνου ''ξανά''
Οι συγκομιδές κάηκαν, σε μας τώρα η ανανέωση....άνθος και καρπός μνήμης έχουν δικαιοδοσία μέλλοντος... _Π. Ελυάρ
Αρχή χρόνου ''ξανά''
Ο Φιλόσοφος των επιστημών από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα, Michel Serres (αναγνωρίζεται ως ένας από τους ανανεωτές της γαλλικής επιστημολογίας), το 1969 έγραψε:"Στο εξής όλος ο κόσμος θα έχει ένα ρολόι, αλλά κανείς δε θα έχει χρόνο''.
Ανταλλάξτε το ένα με το άλλο.
Γιατί  όταν ο χρόνος γίνεται στιγμή
Ζεις την αιωνιότητα.

Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ -Δημοσθένης Βουτυράς


Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. 
Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
– Νά τες!...
– Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
– Μη φας, εσύ!...
– Χριστουγεννιάτικα!...
– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
– Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
– Δε θα φας; τον ρώτησα.
– Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
– Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
*
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
– Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38.
ΠΗΓΗ
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως ''ο Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας''.Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του. 
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

«Ενα ταξίδι με το τραμ»- 'Αγνωστα διηγήματα του Γιάννη Ρίτσου

«Βραδιάζει. Τα πρόσωπα κουρασμένα. Το φως κουρασμένο. Οι φωνές πιο μακρυνές, γιομάτες μνήμη και σιωπή. 
Δυο - τρία παιδιά παίζουν κάτου απ' τις σκονισμένες πιπεριές κλωτσώντας ένα άδειο κουτί τσιγάρα. Εδώ στη στάση λίγος κόσμος. Δε σκόλασαν ακόμα απ' τη δουλιά.
 Μια αντιφεγγιά κυκλαμινιά στα τζάμια. Μια σιωπηλή κοπέλα πλάι μας. Κρατάει μέσα στα μάτια της λίγο όνειρο, έτσι που μια μάνα κρατάει ένα δέμα για το γιο της που βρίσκεται στη φυλακή κάπου τρεις μήνες τώρα.
Να κι αυτός που ψαχουλεύει μ' ανοιχτή παλάμη απ' έξω την τσέπη του. Θάχει κει μέσα μιαν εφημερίδα. Δε μπορεί να την ξεδιπλώσει φανερά και να διαβάσει. Αμα φτάσει σπίτι του.
 Το τραπέζι, το φως, ο κόσμος. «Πρόσεξε μη χτυπήσουν την πόρτα. Ξέρεις πόσα φύλλα σκίσανε σήμερα; Ξυλοκόπησαν κι άλλους. Τι πες; Ναι βέβαια. Δημοκρατία».
Τα πρόσωπα ξεχνιούνται. Να, το τραμ. Μένουν μονάχα τα βασανισμένα χέρια πάνου στα γόνατα να συλλογιούνται το μόχτο τους. Γυρνάς κατά μέσα τη ματιά. Ψαχουλεύεις. Μια μέρα έφυγε. Λοιπόν; Α, τίποτα.
 Πούναι τώρα κείνος ο γυμνός χώρος «ο ανιδιοτελής», όπου καρδιά και στοχασμός δίνουν τα χέρια, εκεί που το χτες και το αύριο σμίγουν σ' ένα χαμόγελο, κι η ψυχή ξανασαίνει ξεπληρώνοντας με μια χούφτα άστρα όλα της τα χρέη; Κι ακόμα παραπέρα, πούναι η ανυποψία αυτού του χώρου, η πριν απ' τη γνώση απλότητα, τα πράγματα σκέτα χωρίς βαθμούς και συγκρίσεις, ζεστά μέσα στην ύπαρξή τους, αδιαίρετα στην πράξη μας...
Θάχει μπουνάτσα κάτου η θάλασσα. Ενα πανί ψαρόβαρκας θα χαζεύει στον ορίζοντα. Ενα ποτήρι νερό που λάμπει στο πράσινο τραπεζάκι της ακρογιαλιάς. Λίγη χαρά. Η ώρα που πέφτει τρυφερή - τρυφερή, ήσυχη, σαν τη στάχτη του τσιγάρου στη βραδυνή θάλασσα...
Κάποιος ανέβηκε στο τραμ. Λιοκαμένο πρόσωπο. Παράξενα ρούχα. Δυο σταγόνες αίμα νωπό στο σακάκι του. Κοντοζυγώνει το γέρο εισπράχτορα.
- Να μείνω; Δεν έχω να πληρώσω, λέει.
- Από πού έρχεσαι;
- Απ' την Ελ-Ντάμπα.
- Και ρωτάς, λεβέντη μου; Και δε ντρέπεσαι να με ρωτάς; Κάτσε γιόκα μου. Δυο - τρεις θέσεις γουστάρεις; Ούλο το τραμ δικό σου. Απλωσε και τα πόδια σου. Σε χτύπησαν; Τι δε μιλάς;
Του βάζει ένα τσιγάρο στο στόμα. Του τανάβει.
- Φχαριστώ, λέει, το παιδί. Φχαριστώ παππού.
- Το λοιπόν, έτσι, συρματόπλεγμα, ε;
- Ναι, συρματόπλεγμα, μα καρδιά λεύτερη. Δω πέρα δεν έχει συρματόπλεγμα, μα...
- Εχει κ' εδώ, έχει...
- Εκεί απ' το πρωί ως το βράδι, δίναν και παίρναν τα τραγούδια του αγώνα μας. Ως κι οι αραπάδες. Ω... ξέρεις... να! κάθε που μας δίνανε παντζάρια δεν έτρωγε κανένας μας.
- Τι; απεργία πείνας;
- Οχι. Μα... με το κοκκινοζούμι βάφαμε τις σημαίες μας.
- Α, χα... γελάει ο γερο-εισπράχτορας κάτου απ' τ' άσπρο μουστάκι του. Φεγγοβολάει το πρόσωπό του σάμπως εξοχικό τοπίο γιομάτο στουρναρόπετρες κάτου απόνα ανοιξιάτικο άσπρο συγνεφάκι.
Γελάνε κι όλοι γύρω. Ξεθαρρεύονται. Ενα κοριτσάκι ως οχτώ χρονώ τρίβεται στα γόνατα του Ελνταμπίτη.
- Είναι κι ο πατέρας μου κει πέρα. Μπας και τον είδες;
- Πώς τόνε λένε;
- Γιώργο.
- Ου, και βέβαια, τόνε ξέρω τον πατέρα σου το Γιώργο. Οπου νάναι θάρθει.
"Τέρμα. Τέρμα". "Στο καλό, στο καλό". "Φχαριστώ".
- Στο καλό, κι όπως είπαμε λέει ο γερο-εισπράχτορας. Θα το κόψουμε το συρματόπλεγμα.
- Το κομένο λογαριάζεις.
Κατεβαίνουμε απ' το τραμ. Τι καθάριο το βράδι. Και το παιδί, να. Τον γνωρίσανε. Πόσοι φίλοι, θε μου. Πώς αγαπιούνται τούτοι οι άνθρωποι. Τρεις - πέντε - δέκα, του σφίγγουνε τα χέρια. Δεν προφτάνει ποιο χέρι να πρωτοχουφτώσει. Ενας γλόμπος ανάβει μονομιάς πάνω τους, φωτίζονται τα τίμια, σοβαρά και γκαρδιακά τους πρόσωπα.
Τι όμορφη βραδιά. Εχει και φεγγάρι. Να, για κοίτα. Το φεγγάρι. Μαλαματένια βέρα στο δάχτυλο της βραδιάς και στην ψυχή μας. Ο όρκος μας στον κόσμο».


«Γιορτάζει ο ήλιος στην Αθήνα μας. Λουστράρει τα παραθυρόφυλλα, τους τοίχους. Χυμάει στην άσφαλτο γυαλί - καθρέφτης, λούζει τις ακακίες απ' την κορφή ως τα νύχια, ξανακαινουργώνει τις παράγκες, κρεμάει φλουριά μέσα στις πιατοθήκες, βάνει δυο δάχτυλα χοντρό χρυσάφι άκρη-άκρη στον τσίγκο της αυλής.
Μοσκοβολάει ολούθες λεβεντιά το πρωί. Περνάει ένα κάρο φορτωμένο παλιολαμαρίνες. Λαμποκοπάνε οι λαμαρίνες ατόφιο μάλαμα. Σούρχεται να ρωτήξεις:
- Ε, μπάρμπα, πού τον πας όλον αυτό τον ήλιο;
Και δόστου, ντάγκα - ντούγκου, οι λαμαρίνες κουδουνίζουν. Ο καροτσέρης μερακλώνεται. Το ρίχνει στο τραγούδι:
«καροτσέρη τράβα ίσα
να μας πας για τα Πάτησα»

Απάνου ο ουρανός φαρδής - πλατής και πεντακάθαρος, σάμπως νυφιάτικο σεντόνι πλυμένο με τα χέρια μιας εικοσάχρονης ρωμιάς πέντε βολές περασμένο απ' το λουλάκι. Και κει στην άκρη, ασάλευτα και κάτασπρα τρία καλοθρεμένα σύνεφα θαρείς και καρτεράνε τρία στρουμπουλά αγγελούδια να χώσουνε το δάχτυλό τους μες στο βάζο του ήλιου και να γλείψουνε το μέλι.
Κάτι σβαρνάει μες στα πλευρά σου, τραντάζει την καρδιά η χαρά. Θέλεις νανοίξεις τις φούχτες σου και να μοιράσεις φως στον κόσμο, θες να σκουντήσεις κάποιον στον αγκώνα και να του πεις: "Βλέπεις; Βλέπεις;" - "Νάτος ο ήλιος".
 Σαν όταν είσαι στον κινηματογράφο και βλέπεις μια όμορφη σκηνή και σκουντάς το διπλανό σου να μοιραστείς μαζί του την ομορφιά και τη χαρά για να μπορείς ναν τη χαρείς έτσι διπλά. Μα βλέπεις τότες πως ο άλλος ξεθεωμένος απ' το μόχτο της μέρας έχει αποκοιμηθεί. Θαμπίζουνε τα μάτια σου, πες από πίκρα, πες από ντροπή.
Κι οι άνθρωποι, να, σκυμμένοι ολημερίς ιδρωκοπάνε σαν τους ζευγάδες με τα μάτια κολημένα στο χώμα, δίχως να βλέπουν παρακεί μια συντροφιά από παπαρούνες που ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους.
"Βλέπεις; Βλέπεις;". Το τεντωμένο δάχτυλο - η ψυχή - που δείχνει. Φτεροκοπάει ένα τραγούδι ολόγυρα. Δεν τ' ακούς; Θυμάσαι τότες που διαβάζαμε... Σε ποιο βιβλίο; Τότες που γινόταν συνεδρίαση στο σπίτι του γιατρού.
 Κι έξω στην αίθουσα αναμονής, πρόσμενε η Μάνα του Γκόρκι με ένα κατσαρόλι στα χέρια, για να φάει ο γιος της σα θα τέλευε τη "δουλιά".
Τι παστρικά πούταν εκεί μέσα. Τι ήσυχα. Η μάνα στέκονταν και κοίταζε. "Δες μάτια μ' τι λοής πραμάτειες βρίσκουνται στον κόσμο". Ετούτο το τραπέζι. Αμ η καρέκλα με τα στολίδια...


Ενα τετράφαρδο παράθυρο. Μπαίνει τετράγωνος ο ήλιος στο πάτωμα. Γυαλοκοπάει το χερούλι της πόρτας.
- Μπα, μπα, τι πράματα μαθές...
Παίρνει δειλά κάποιο βιβλίο στα χέρια. Το ξεφυλλίζει. Εχει ζωγραφισμένες πεταλούδες...
- Για δες, για δες... Ετούτο εδώ το ζούδι έχει μια ολάκερη πολιτεία από λουλούδια ζουγραφισμένη στα φτερά του. Αμε δαύτο... Πού να ξέρω αυτά τα ζούδια... Α, ναι, καλέ. Είναι πεταλούδες. Για δες...
Χαμογελάει βαθιά και συλλογιέται περιμένοντας το γιο της:
- Πόσα όμορφα πράματα βρίσκονται στον κόσμο, που περνάνε κάθε μέρα μπροστά στα μάτια μας και μεις μηδέ τα νογάμε, μηδέ τα βλέπουμε...
Πάλι χαμογελάει στοχαστικά πάνου στο βιβλίο με τις πεταλούδες. Α, τώρα ξέρει. Μέσα κει ο γιος της κάτι όμορφο ετοιμάζει μαζί με τους άλλους... και...
- Αχ, θε μου, πότες πια θα ξαστερώσει το μάτι κι η ψυχή τ' ανθρώπου, να ξαστερώσει πια για πάντα ο ουρανός...
Πιάνει απόξω το κατσαρόλι με το φαΐ του γιου της: "Αργεί, θα κρυώσει το φαΐ του. Πάλι παγωμένο θα το φάει. Μα... ναι. Δεν πειράζει... Θα ξαστερώσει κι η ψυχή κι ο ουρανός...".
Εκεί έξω, μες στο φως της Αθήνας, περνούν με συνοδεία τρία παλικάρια αλυσοδεμένα, σκονισμένα.
- Τι είναι; Ποιοι είναι;
- Είναι αυτοί που τινάξαν στον αγέρα γερμανικά καράβια και σιδηρόδρομους, αυτοί που αφήσανε δουλιές και φαμίλιες, και ολάκερα χρόνια νηστικοί, κουρελιάρηδες, γυμνοπόδαροι, χύναν το αίμα τους πολεμώντας για τη λευτεριά. Είναι τα παιδιά της Αντίστασης. Τα παιδιά του λαού, τα παιδιά μας.
- Πού τους πάνε;
- Να τους σκοτώσουν.
- Γιατί;
- Αυτή ναι τώρα η "λευτεριά".



Βουρκώνει ο ουρανός. Τα τρία αγγελούδια κουτρουβαλιάζονται απ' τα σύννεφα. Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα. Η Μάνα του Γκόρκι κλείνει το βιβλίο με τις πεταλούδες.
- Μπα, λέει. Πώς άλλαξε μονομιάς ο καιρός. Τι κρύο. Ανεβάζει το μαύρο μποξά της ως το κεφάλι και συμμαζώνεται στην καρέκλα της.
Στην άλλη κάμαρα ο γιος της κι ο γιατρός και τ' άλλα παιδιά του λαού, κουβεντιάζουν:
- Πρέπει να...
Σφιχτές οι γροθιές τους πάνου στο τραπέζι, σα να δίνουν τον όρκο του Μακρυγιάννη:
- Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
- Στο Μισολόγγι.
- Πού το τσάκισα αυτό εγώ;
- Στους Μύλους τ' Αναπλιού.
- Γιατί τα τσακίσαμε;
- Για τη λευτεριά της πατρίδας.
- Πούναι η λευτεριά κ' η δικαιοσύνη; Σήκω απάνου.

Σφίγγουνε πιότερο οι γροθιές, κι όλες μαζί οι καρδιές μια πέτρινη γροθιά που αστράφτει μ' όλη την άγριαν ομορφιά της, μ' όλη της τη μεγάλη απόφαση.
Μεθαύριο, θ' ανοίξει τρυφερά η παλάμη να χαϊδέψει, θ' ανοίξουν τα παραθυρόφυλλα στον ήλιο, θ' ανοίξουν τα πνεμόνια στον αγέρα κι όλες οι μάνες θα ρίξουν απ' τη ράχη τους το μαύρο τους μποξά και θ' ανοίξουν τα βιβλία με τις πεταλούδες - κάτι καινούργιες πεταλούδες... 
Κι έξω στο φως οι παπαρούνες θα ξεκουφαίνουνε τον κόσμο με τις κόκκινες ζητωκραυγές τους - τις ολοκαίνουργες ζητωκραυγές τους. Και τότες, βέβαια, θ' ακούει όλος ο κόσμος».
ΠΗΓΗ