Σελίδες

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης «Καντάτα»


Η Καντάτα είναι ένα Συνθετικόποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση.
Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής).

 Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
 ΠΗΓΗ

Αποσπάσματα από το ποίημα «Ο άνθρωπος με το κασκέτο»
Για τον άνθρωπο με το κασκέτο ο ποιητής γράφει τα ακόλουθα στην εισαγωγή του ποιήματος: «ψηλός, βλογιοκομένος άντρας. Περνάει συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από που έρχεται, ούτε που πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.»  
Την πρώτη φορά που μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο λέει τα ακόλουθα:
«1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες
και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο
της διαταγής.
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το
επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργα-
λεία του,
5. κι ότι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον
τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαμα-
τιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον – κι
άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι τυφλοί σκιρτού-
σαν, κι οι φτωχοί πλουτίζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν έν’ αυλάκι νερό. Κι οι κυνη-
γημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γυρίζαν τώρα τραγουδώντας σι-
γά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της
ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άντρες με τις
χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη φαίνονται τα
τυφλά τους μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα,
δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε.
(Μικρή παύση)
Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ...


Ο άνθρωπος με το κασκέτο
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.

Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
Ημέρες σαράντα.
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
Εις τους αιώνας των αιώνων.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των λόγων του ποιητή:
«Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια
άλλη να μην αρχίσει ποτέ,
ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω από τόσα γε-
γονότα
και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που κατέληξε να σκο-
τώσει
μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει – παρεμβάλλονται τόσα
πράγματα
ανάμεσα σε δύο στιγμές.
Τόσα αδιάφορα πρόσωπα γε-
μίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα!
Στις παρόδους άρχισε η κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες
με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω – αυτοί οι
δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα «κορίτσια»
φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και μερικές
δεν έχουν παρά πάνω απ’ τα χρόνια της κόρης σας, α-
ξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους, με τα ίδια χέρια
που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά όργανα των αν-
τρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ - λογιώ τύποι κάθονται γύ-
ρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι κύριοι με μαύρα
παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή ένα πάθος
που τους αφάνισε.
Η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από
φτηνή κολώνια, καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.
Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο βάθος της άλλης
κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι,
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται σύντομα,
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας,
κι η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει ακόμα εκείνη την παλιά πα-
τριαρχική βραδύτητα.» 
Καντάτα (1960)

Καντάτα (απόσπασμα του έργου του)
Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν. Δικές μας απαιτήσεις απ’ τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.

Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή – έρχονται όλα κάποτε, μαζεμένα,
μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα
ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;

α΄ ημιχόριο
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά, του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου, την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου, τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει, κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.

β΄ ημιχόριο

Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά πολυτραγουδημένη Τροία χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα νά, που όπως ύστερ’ από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε στην Ιστορία.

[...] ποιητής
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τούς δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία — κι η συνήθεια.

Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις — ποιός είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουνε το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό.
Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον» μπαινοβγαίνουν οι μαστρωποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές —
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη... έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος...
[...]
ΠΗΓΗ

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

Θανάσης Κωσταβάρας- Ποιήματα


Τα ποιήματα δεν έχουν χαρά. Δεν είναι η ομορφιά και τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου.
Τα ποιήματα έρχονται ξαφνικά μέσα στη νύχτα όταν όλα μοιάζουν να ’χουν τελειώσει. Όταν έχουμε εξαντλήσει και τα τελευταία περιθώρια. 
[…] Τα ποιήματα είναι πάντα κοντά μας.
Γυρίζουν γύρω απ’ τη λύπη μας.

Όμως δεν είναι φωλιά για να κρυφτούμε απ’ τον φόβο. Δεν είναι τρόπος για να ξεχάσουμε και να σωθούμε.
Τα ποιήματα κρύβουν μιαν άλλη δόξα μέσα τους […]
Τα ποιήματα είναι ο Έρωτας της πιο αθώας ψυχής μας.
Η πιο καθαρή ματιά πριν απ’ το θάνατο.

 Ο Θανάσης Κωσταβάρας (Ανακασιά Βόλου, 1927 - Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2007) ήταν ποιητής και θεατρικός συγγραφέας.
 Θανάσης Κωσταβάρας (1927 - 2007). Ο ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Θανάσης Κωσταβάρας γεννήθηκε στην Ανακασιά του Βόλου, όπου πέρασε τα παιδικά και μαθητικά χρόνια. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων, ως Επονίτης, προσχωρεί στον ΕΛΑΣ. Το 1944 τραυματίζεται σε μάχη με τους Γερμανούς. Με το τέλος του πολέμου έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1946. Το Νοέμβριο του 1948 εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια.
Πλήρες βιογραφικό ΕΔΩ

 Θανάσης Κωσταβάρας -Ποιήματα-
H πιο αυθεντική γλώσσα είναι η σιωπηλή
Mε τα μάτια μιλάμε
όταν πίσω απ’ τις φράσεις χανόμαστε.
Mε τα μάτια ιστορούμε αυτά που μας έχει εμπιστευθεί η καρδιά.

Kι αν υπάρχει ο πόνος
αν κάπου ανασαίνει η ελπίδα
κι αν ο άθλιος φόβος θέλει να μας δείξει τα δόντια του
πάλι μέσα στα μάτια θα αφουγκρασθούμε
όλα εκείνα τα ορατά και τ’ αόρατα
που δε μπορούν να μας μεταδώσουν τα λόγια.

(Nα γιατί τα μάτια σου είναι τόσο όμορφα.
Γιατί αυτά ξέρουν και μιλούν τη γλώσσα της Aγάπης.

Aνοίγουν τα κλειστά παράθυρα στις ερημιές του κόσμου.
Φωτίζουν τα στενά κι απόκρημνα φαράγγια
απ’ όπου περνάει ο Έρωτας, βγαίνει απ’ τις σκήτες του το πάθος
κι ευλογούνται τα σώματα.)

Mε τα μάτια αρχίζουμε στην Aγάπη, με τα μάτια τελειώνουμε.
Mε τα μάτια λογαριάζουμε το μάκρος μιας απουσίας.
Mε τα μάτια περιγράφουμε τα βροχερά απογεύματα της λύπης
μπαίνουμε μέσα στα περιβόλια
όπου το εφήμερο άνθος που το λεν Δάκρυ της Eυτυχίας
αφήνει το άρωμά του.
με τα μάτια ψηλαφούμε το βάθος της γνώσης.

Kαι με τα μάτια θα ψιθυρίσουμε τις τελευταίες μας λέξεις
όταν έρθει η ώρα.

Στη μόνη γλώσσα όπου η ψυχή
αποκαλύπτει το αίνιγμά της.



H Δυναστεία του φόβου
Mε τον φόβο πάντα πορεύθηκα
με τον φόβο συνεχίζω να διασχίζω τον κόσμο
Mπαίνω στο αφύλαχτο όνειρο
στ’ άδυτα της Aγάπης βουλιάζω.

Kαί μόνο μέσα στην ποίηση
μόνο κάτω από κάποιους πυκνούς στίχους
σαν το κυνηγημένο αγρίμι κουρνιάζω.

Kι αν κάποτε ουρλιάζω, αν χτυπιέμαι , αν χάνομαι
δνε είναι γιατί ξεχνιέμαι και βγαίνω απ’ την κρύπτη μου.
Eίναι γιατί κι εκεί με ξετρυπώνει ο φόβος.
Mπήγοντας τα μοχθηρά δόντια του στο κορμί μου.

Tο ’πα κι άλλη φορά, το ξαναλέω και πάλι:
Σαν το αγρίμι
σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
Από τη συλλογή Οι μεταμορφώσεις των κήπων (2003)
 
Mέσα από παλιό καθρέφτη
Σαν μέσα από παλιό καθρέφτη γνωρίζω τον κόσμο.
Mέσα σε ανήσυχο νερό ταξιδεύουν τα μάτια μου.


Aπλώνω τα χέρια
ανοίγω τα μυστικά φεγγάρια
κολυμπάω μέσα σε πυκνά μουσικά περιβόλια
κι ανακαλύπτω ξανά
τα θαλερά οράματα.

Aπό την άλλη γενιά μοιάζει να κρατάει ο φόβος.
Aπό άλλους φόβους αναβλύζει το θάμπος.

Kι η ερημιά βέβαια πάντα.
H ερημιά με τα στεγνά κι απόκρημνα βράχια
στη μέση της θάλασσας.

Γιατί όλα αλλάζουν, όλα θαμπώνουν και λάμπουν
γίνονται πάλι σκοτεινά κι ανεξήγητα.

Kι όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά περνάμε τις μέρες μας
με τα μικρά και τα εφήμερα διανύουμε τη ζωή μας.

Kι ίσως πάλι μέσα στα ασύληπτα και τα φευγαλέα
να είναι κρυμμένη μια μικρή, μια αδύνατη
μα επίμονη σπίθα της αιωνιότητας.



Όταν αγγίζω τους ήχους

Kαι στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.

Kαι κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Mέσα από τα κρυφά της ρίγη μαθαίνω τα μυστικά σου.
Tα μυστικά του κόσμου, που μου τα εμπιστεύεσαι.
Όπως ένα ρυάκι που κυλάει ανάμεσα στα χόρτα και τις πέτρες.
Hμερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.

Φαντασμαγορικά πουλιά πετάγονται απ’ τα χείλη σου
άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρά σου.
Kαι τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.

Kι όλα δικά μου.
Όλα στάζοντας μέλι μέσα μου.

Nικώντας τον φόβο που φωλιάζει βαθιά σε κάθε άνθρωπο.
Σε κάθε πλάσμα που έχει δικαίωμα ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται.
Nα περνάει μέσα απ’ τις συμπληγάδες του βίου
ακούγοντας τα τρυφερά μηνύματα που του στέλνει το ταίρι του.

Όπως ένα ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Xαρίζοντας τη δροσιά και τη βλάστηση
στους αναμένους κάμπους.

Σου χρωστάω πάντα έναν Παράδεισο

Σου ’φτιαξα έναν κήπο
να στολίζεις τις μέρες σου.
Nα ’ρχονται τα πουλιά να χτίζουν τις φωλιές τους.
Nα σε καλημερίζουν με δοξαστικά κελαηδίσματα.

Όμως εσύ δεν αρκείσαι στα ρόδα του.
Δεν σε καλύπτουν οι φυλλωσιές του.
Eσύ έχεις πάντα τον νου στον Παράδεισο.

Eγώ σου πρόσφερα τη φωνή μου, για ν’ ακούς τα τραγούδια μου.
κι εσύ ψάχνεις να ανακαλύψεις
τους μυστικούς ρυθμούς που ορίζουν τη σκέψη μου.
Nα διαβάσεις τους άγραφους στίχους
που είναι κρυμμένοι στη σιωπή μου.


Mα εγώ σου έχω εκχωρήσει τη σκέψη μου.
Σε σένα ανήκει η σιωπή μου.

Δικά σου είναι και τα γραμμένα και τ’ άγραφα
και τα φανερά και τα κρυφά μου ποιήματα.

Tι μένει λοιπόν άλλο να σου χαρίσω;
Σου πρόσφερα τη φωνή μου
σου ’δωσα όλη μου την προσήλωση
σου δίνω τη ζωή μου ακόμα.
Mα εσύ ζητάς να τη γκρεμίσω αυτή τη ζωή
και να την ξαναχτίσω
απ’ την αρχή.
Kι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο
να δοξάζει τις μέρες σου.
Mα εσύ επιμένεις πάντα να ζητάς τον Παράδεισο.


Δεν ξέρεις
πως τον Παράδεισο έχω πάντα στο νου μου.
Πως του Παραδείσου κλέβω τ’ άνθη, ξεσηκώνω τα δέντρα
πως αντιγράφωμε τους στίχους μου τα πουλιά
όταν σου φτιάχνω τον κήπο σου.
 ΠΗΓΗhttps://mandragoras-magazine.gr


Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ-  Από τη συλλογή:  Ο Γυρισμός, 1962

Μη με ζητάτε εκεί που ξέρατε κάποτε.
Εκεί που η σιωπή άνθιζε σαν χαμόγελο
σε περήφανη μουσική.

Γιατί όλα αλλάζουν μια μέρα σε κάποιους.
Τόσο που δεν ξέρω αν είναι φωνή αυτή που χτυπάει πίσω απ’
      τα δόντια μου
ή αν είναι ένα μυστρί που ζητάει να με χτίσει.

Όμως πρέπει σε κάποιον κάποτε να μιλήσω.
Και δεν βρίσκω άλλη στιγμή πιο κατάλληλη από τούτη
που είμαι σαν τον πνιγμένο.
Σαν τον χωμένο μέχρι το κάτω χείλι σε μια στέρνα γεμάτη
που πια δεν τον τρομάζει η βροχή.

Πολλοί είχαμε τότε κινήσει. Πολλοί γυρίσαμε πάλι.
Οι λίγοι έμειναν εκεί πάνω.
Σαν τις όρθιες πέτρες που σημαδεύουν τους δρόμους.
Δείχνοντας πόσο απέχει απ’ την κάθε πράξη μας
η τιμή…

Πάλι δεν καταφέρνω να συνεχίσω.
Όχι επειδή είναι τόσα πολλά που στριμώχνονται μέσα μου.
Μα φαίνεται κάποτε πως η πιο μεγάλη βρωμιά
βρίσκεται στην ελπίδα.
Κι εγώ ελπίζω ακόμα.


Γυρίζω στους δρόμους χτυπώντας τις πόρτες.
ζητώντας και βρίσκοντας, όπως κάποιος που τον έχουν κυ-
         κλώσει τα πάθη του.
Μα θα’ ρθει μια μέρα που κανένας δε θα μου δώσει.
Και θα πέσω στη μέση του δρόμου ουρλιάζοντας.
χτυπώντας τα στήθια μου. βγάζοντας όλα τ’ αγρίμια που
     κρύβονται μέσα μου.
Ακόμα δεν έχω μάθει τι χτυπάει πρωτύτερα.
Ο πόνος για η μαχαιριά.
                                                             
Δώδεκα ερωτικά

Δεν έχει λόγια τρυφερά
δεν ξέρει άλλο πέρασμα απ’ το φόβο.

Όταν την κοιτάει τα μάτια του
γίνονται δάσος που άρπαξε φωτιά
όταν μιλάει για κείνη τα μαλλιά του αλλάζουν χρώματα.


Θέλει να δείξει τα φιλιά της και τα χέρια του
χάνονται μέσα σε σκοτεινά πηγάδια.
Ανάβει την καρδιά του και ξενυχτάει κατάμονος.
Γράφοντας με το αίμα του
μεγάλα γράμματα
σπαρακτικά.
 Οι μεταμορφώσεις στον έρωτα

Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα
μου φτάνει.

Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι∙
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.

Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.
 Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα’ να ‘ναι ο ίσκιος μου.

Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.

Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους
τόπους.

Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος∙
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου∙
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.

Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένον
στα μαγεμένα σου όνειρα.

Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.

 
Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Μέσα από πράσινα κύματα.

Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα.
Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά.
Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν
γεμίζοντας τις παλάμες μου.

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.

Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου
τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν
μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.

 
Από τη συλλογή: Τα ερωτικά (Δώδεκα παλαιότερα ερωτικά ποιήματα και δεκαπέντε πρόσφατα τραγούδια της αγάπης γραμμένα για το ίδιο πρόσωπο), 1986


ΠΛΗΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ /ΕΔΩ

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Aρθούρος Ρεμπώ: Το μεθυσμένο καράβι

Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
 Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Και τότε ήταν που λούστηκα στο γαλατένιο αστρόχυτο
θαλάσσιο ποίημα, τους βυθούς ρουφώντας, που συμβαίνει
κάποτε εκεί, κατάχλωμο κι εκστατικό ναυάγιο,
ένας πνιγμένος σκεφτικός να σιγοκατεβαίνει,

όπου τις κυανότητες αιφνίδια χρωματίζοντας,
ντελίρια κι αργοί ρυθμοί, φωτός χρυσοπλημμύρες,
οι πικραμένες του έρωτος εξάψεις συφλογίζονται,
δριμύτερες κι από τ’ αλκοόλ κι απ’ τις πλατιές σας λύρες!

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.

Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Σ’ αφάνταστες εξόκειλα Φλωρίδες που συνταίριαζαν
άνθη με μάτια πάνθηρων, δέρματα των αγρίων
μ’ ουράνια τόξα, χαλινούς που ώς κάτω στον ορίζοντα
τεντώνανε να συγκρατούν πλήθη γλαυκών ποιμνίων.

Βρώμικα είδα βαλτόνερα, τεράστια καλαμόκλουβα,
μέσα τους ένα ολάκερο Λεβιάθαν να σαπίζουν,
σφοδρά νεροποντίσματα μέσα σε αγέλες βόνασων,
σ’ αβύσσους καταρραχτικά τα μάκρη να γκρεμίζουν.

Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.

Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν...

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,

λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,

εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!

Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!


Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας.
ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ-RIMBAUD ARTHUR Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σελ. 73-75.



Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.


Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!


Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.


Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.


Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,

Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.


Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.


Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.


Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φωσφόρων.


Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.


Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.


Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!


Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.


Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.


Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,


Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.


Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,


Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,


Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!


Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.

Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!


Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.


Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!

LE BATEAU IVRE-ARTUR RIMBAUD (1854-1891)(1871)
Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’œil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et, dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs, et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant au fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
— Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux...

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et des Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
— Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Millions d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi, plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
 Ni nager sous les yeux horribles des pontons !