Σελίδες

Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

Παῦλος Νιρβάνας - Χριστὸς Ανέστη

Κάποτε —ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια— ποὺ μοὔτυχε νὰ κάνω Ἀνάσταση σὲ κάποιο ὀρεινὸ χωριὸ τῆς Ρούμελης, ἕνας γέρος χωριάτης, ὑψώνοντας τὴ λαμπριάτικη λαμπάδα του, σὰ χαιρετισμό, πρὸς τ' ἀναστάσιμα ἄστρα, μοῦ εἶπε σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του :

—Ἡμέρεψαν ἀπόψε, παιδί μου, τὰ Οὐράνια.

Στὰ δυὸ αὐτὰ λόγια ὁ ἀθῶος χωριάτης εἶχε κλείσει, ἐπιγραμματικά, τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ χριστιανικοῦ θαύματος. «Ἡμέρεψαν τὰ Οὐράνια». Ὁ οὐρανός, χωρὶς τὸ μεγάλο χριστιανικὸ θαῦμα, θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὴν περίφοβη ψυχὴ τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου —γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ— τὸ κατοικητήριο ἑνὸς Θεοῦ τρομεροῦ, δικαιοκρίτη χωρὶς ἐπιείκεια καὶ τιμωροῦ χωρὶς ἔλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οἱ θεοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Κυβερνοῦσαν τὰ πλάσματά τους μὲ τὸν τρόμο. Τύραννοι παντοδύναμοι, μακρυσμένοι ἀπ' τὸ λαό τους, δὲν εἶχαν γνωρίσει ποτὲ τὶς ἀδυναμίες του, δὲν εἶχαν πονέσει ποτὲ τὸν πόνο του, δὲν εἶχαν βασανισθεῖ ποτὲ ἀπ' τὰ βάσανά του, δὲν εἶχαν κλάψει ποτὲ τὰ δάκρυά του. Ἀνίκανοι νὰ συμπονέσουν, νὰ λυπηθοῦν καὶ νὰ συχωρέσουν. Πῶς νὰ μὴν εἶναι «ἄγρια» — ὅπως τάβλεπε τὸ μάτι τοῦ φοβισμένου ἀνθρώπου —τὰ οὐράνια, τὰ κατοικημένα ἀπὸ τέτοιους θεοὺς;

Καὶ μέσα στὴν ἀνοιξιάτικη ἐκείνη νύχτα, ποὺ ἡ λαμπάδα τοῦ γέρου χωριάτη εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισμὸς πρὸς τὰ λαμπρά, ἀναστάσιμα ἄστρα, τὰ οὐράνια εἶχαν ἡμερέψει. Δὲν κατοικοῦσε πιὰ ἐκεῖ ἀπάνω ὑψωμένος στὸν τρομερὸ του θρόνο, ἕνας θεὸς ξένος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κατοικοῦσε ἕνας γλυκύτατος θεός, ποὺ εἶχε πονέσει ὅλους τους πόνους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὅλες τὶς ἀδικίες τῆς γῆς, ποὺ εἶχε τραβήξει ὅλες τὶς καταφρόνιες, ποὺ εἶχε πληρώσει ὅλες τὶς ἀχαριστίες.
Τὸν ἔβρισαν, τὸν ἀναγέλασαν, τὸν ἔφτυσαν, τὸν ἔσυραν δεμένο στοὺς δρόμους, σὰν τὸ τελευταῖο κακοῦργο, τὸν σταύρωσαν. Ἐπείνασε, ἐδίψασε, κουράστηκε, ἀντίκρυσε τὴ φρίκη τοῦ θανάτου. Γιὰ μιὰ στιγμὴ εἶδε τὸν ἑαυτό του λησμονημένο κι' ἀπ' τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ ἦταν πατέρας του. «Θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» Δὲ στάθηκε πόνος, ποὺ νὰ μὴν τὸν γνώρισε, καρδιοσωμός, ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔννοιωσε, δυστυχία, ποὺ νὰ μὴ γεύθηκε τὸ φαρμάκι της. Ἤπιε ὅλα τὰ φαρμάκια, ποὺ μπορεῖ νὰ πιῆ ἄνθρωπος σ' αὐτὸν τὸν κόσμο. Καί, τὴ νύχτα ἐκείνη, ὁ πονεμένος καὶ βασανισμένος αὐτὸς ἄνθρωπος εἶχε ἀνέβη στοὺς Οὐρανοὺς καὶ εἶχε καθήσει παντοδύναμος στὸ θρόνο τοῦ θεοῦ, νὰ κυβερνήση τὸν κόσμο. Πῶς νὰ μὴν «ἡμερέψουν τὰ Οὐράνια»; Μιὰ ἀπέραντη καλωσύνη εἶχε πλημμυρίσει τὸ στερέωμα.

Γιατὶ νὰ τρέμη πιὰ ὁ ἁμαρτωλός; θὰ συλλογιζότανε ὁ γέρος. Ἐκεῖνος ποὺ συχώρεσε τὴν πόρνη, τὸ ληστὴ κι ἐκείνους ἀκόμα ποὺ τὸν σταύρωσαν, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω, γιὰ νὰ ἰδῆ τὰ δάκρυα τοῦ μετανοιωμοῦ του καὶ νὰ τὸν συχώρεση. Γιατί ν’ ἀπελπίζεται ὁ ἄρρωστος; Ἐκεῖνος ποὺ γιάτρεψε τὸν τυφλὸ καὶ τὸν παράλυτο, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω γιὰ νὰ τὸν γιατρέψη. Γιατί νὰ βαρυγκομάη ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἀδικημένος;
Ἐκεῖνος, ποὺ πείνασε καὶ δίψασε, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω καὶ καταλαβαίνει τὴ δυστυχία του. Γιατὶ νὰ λαχταράη ἡ μάννα γιὰ τὸ παιδί της; Ἐκεῖ ἀπάνω στοὺς Οὐρανοὺς εἶναι μιὰ Μαννούλα, ποὺ δοκίμασε τὸν πόνο της, γιὰ νὰ παρακάλεση τὸ παιδί της, ποὺ κυβερνάει τὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐλεήσῃ. Καὶ γιατὶ νὰ τρέμη ὁ ἀσπρομάλλης ὁ γέρος τὴν ὥρα τοῦ θανάτου; Εἶναι καὶ γι' αὐτόν, εἶναι γιὰ κάθε ψυχή, μιὰ ἀνάσταση.

Τὰ Οὐράνια εἶχαν ἡμερέψει, ἀλήθεια, ἐκείνη τὴν ἀνοιξιάτικη νύχτα. Καὶ ἡ λαμπάδα τοῦ γέρου εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισμὸς καὶ σὰν εὐχαριστία, πρὸς τὰ ἀναστάσιμα ἄστρα.

—Χριστὸς ἀνέστη, παπποῦ.
—Ὁ Θεός, ὁ Κύριος, παιδί μου.

 Ἀπὸ: Νέα Ἐστία, Ἀθῆναι 24-11-1937. http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/neaest/Neaestia.html
ΠΗΓΗ

Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

Η Ελένη των ποιητών

Ως σημαίνον σύμβολο η Ελένη, των επικών ή τραγικών μύθων, γίνεται διαχρονικά ένα ισχυρό σημείο αναφοράς και έμπενευσης για τους ποιητές. Συνώνυμο της ιδανικής γυναικείας ομορφιάς, της προδοσίας, του ασυμβίβαστου, περιπαθούς και αδίστακτου έρωτα, αλλά και του ανώφελου θανάτου, η ποιητική μορφή της Ελένης άλλοτε γοητεύει κι άλλοτε προκαλεί και καταδικάζεται.

Μέσα από την αέναη διαδρομή της στους ποιητικούς μύθους, που κατασκευάζονται γύρω από την εικόνα της, δικαιώνεται ή κατακρίνεται, με σκοπό να προκαλέσει συγκίνηση ως τραγικό πρόσωπο ή για να χρησιμοποιηθεί ως εμβληματική φιγούρα που εκφράζει κάποια εποχή ή ακόμη για να σχηματοποιηθούν μέσα από την πολυσημία του συμβολισμού της κάποιες εκδοχές εσωτερικής ή εξωτερικής ζωής.



Νίκου Καζαντζάκη, Οδύσσεια, γ΄έκδοση, εκδ. Δωρικός, ραψωδία Ω, στίχοι 966-973. 
Κι αν ήταν άδειος ίσκιος πλανερός, ας είναι βλογημένος·
γι’ αυτόν τον ίσκιο εμείς παλέψαμε και πλάτυνεν ο νους μας,
γερέψαν τα κορμιά, γυρίσαμε στην ποθητή πατρίδα
κι ήταν γιομάτα 
περιπλάνησες τα φρένα μας κι αντρεία
και τα καράβια μας ξεχείλιζαν ασήκωτα λεβέτια,
χρουσά σκουτιά κι ανατολίτισσες πολύ γλυκές γυναίκες.
Η γης όλη μου φαίνεται, ασκητή, σα νιολουσμένη Ελένη,
πέπλα φοράει με ξόμπλια θάλασσες και ξενιτιές και κάστρα ...» 
Helen Of Troy.1885 work of Gustave Moreau
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, σε μάθημα του, προς τους μετεκπαιδευόμενους δασκάλους του Μαράσλειου Διδασκαλείου, με θέμα '' Η Ωραία Ελένη, ως νοητική εποπτεία, απο τον Ομηρο, μέχρι τον Ελύτη'' αναφέρει:
 Ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ - της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη - ΤΗΣ.
Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; "κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα", "με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι", και άλλα μετά, "η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, "κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί " . "Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη"..
 Πλήρη αναφορά /εδώ
 Πλήρη αναφορά /εδώ 



   Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-Oδυσσέας Ελύτης

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ  (1974)

                                   ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ
Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί    σκισιματιά που
θα τραβούσε    πάνου ως κάτου     μες στου μέσα κόσμου τη μαυρί-
λα    κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες
στον Άδη σαν αηδονολαλιά

Πόρπη ασημένια Ελένη
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)
 

Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί    κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι    που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νσιά    του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες    παραδεισένια

Ελένη χώρα του Ήδυπνου
Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για
να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου
(Φώναζε στην αυλή
ψι-ψι  ψι-ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
ψι-ψι  ψι-ψι
την αστραπή τους τη χρυσή)

Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε    όμως    (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ»    κι ούτε τ' ακούει κανέ-
νας    μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης
γυρισμένη    έτσι κι εσένα

Σελήνη Ελένη αναβρυτή
Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες    τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί
και δεν αντέχει    κοίτα    στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαι-
μονολόγι

(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).



 Τάκη Σινόπουλου, «Ποίημα για την Ελένη»
Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη,
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ' όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ' αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ' οράματα τα χρόνια μου.
Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.

Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου 'φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου 'φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα.
Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ' το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ' τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ' τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.

Και τούτο τ' ονομάζω προσμονή.


Gaston Bussiere (1862-1929) 
Η γέννηση του ποιήματος. Τάκης Σινόπουλος
Τάχα θα' ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα 'ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα 'ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ' άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;
Από τη συλλογή Ελένη (1957)
[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι. 1951-1964, Ερμής, Αθήνα 31990, σ. 151-152]

 
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
«ΕΛΕΝΗ» -Απόσπασμα
(ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’, 1955)
ΤΕΥΚΡΟΣ

ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν
οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν
Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

…………………………………………………….. ΕΛΕΝΗ
Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.
…………………………………………………….

ΑΓΓΕΛΟΣ:
Τι φής;
Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;


ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ
 «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Αηδόνι ποιητάρη,
σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,
κι ανάμεσό τους-
ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!
Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.
Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:
«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.
«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.
Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».

 Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα.
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα
ατόφιο.
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι
Δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών.
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
  helen1.jpg (201025 bytes)

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, «ΕΛΕΝΗ»

Είμ’ η Ελένη· από του Ήλιου

την πηγή χυμένη εγώ,

το χρυσόνειρο είμαι του Ήλιου

και στον Ήλιο, εκεί γυρνώ·

γύρω μου, όχι· σε είδωλό μου

θεόπλαστο ολοζωντανό

θεοί και ήρωες γύρω αψήφησαν

πόλεμο και χαλασμό.

Όχι εμένα! Τον υπέρκαλο

νυχτανεβασμένο ίσκιο μου

σε γη και ώρα στοιχειωμένη

πήρε ταίρι ο γόης Κιμμέριος·

είμ’ η ανέγγιχτη κ’ η αχάλαστη,

κ’ η άφταστη. Και είμ’ η Ελένη.



Γιάννης Ρίτσος, Ελένη
Η "Ελένη" (με άρθρο οριστικό) γράφεται, σύμφωνα με το χρονολογικό δείκτη στο τέλος του ποιήματος, στο Καρλόβασι από τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1970, όπου βρίσκεται ο ποιητής περιορισμένος κατ' οίκον από τη δικτατορία του 1967. 

 Τυπώνεται αυτοτελώς το Μάρτιο του 1972, με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη και φέρει την αφιέρωση ''Στη μνήμη της ΝΙΝΑΣ της αδελφής μου.'' 
Η Νίνα πεθαίνει τον Φεβρουάριο του 1970 και ο θάνατός της βυθίζει τον ποιητή σε μεγάλο πένθος. 
Η πάντοτε επαρκώς πληροφορημένη Χρύσα Προκοπάκη στην πρώτη σημείωση της μελέτης της "Πορεία προς τη "Γκραγκάντα"" γράφει: "Πρότυπο για την ανάπλαση της μυθολογικής Ελένης στάθηκε η χαμένη μορφή της αδελφής" του Ρίτσου.
Πηγή και πληροφορίες /εδώ 
 Ελένη, Γ-Ρίτσος (απόσπασμα)
''Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους -
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης - οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι· αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα - έτσι λένε, - οδηγοί καραβιών· - Θησέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, - ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μετάλλινο καθρέπτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη
είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένον
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κ’ έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει,
να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή, και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.'' 
 
 Ονειρευόμουν τότε τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του
ν' αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, - με τί προφάσεις ευφάνταστων κινδύνων,
ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε
στα χέρια μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ' το στήθος,
να το λούζουν με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του,
να τον αλείβουν λάδι.

Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη` - θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της
η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του -
μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, - τι χρειάζονται πια;
Οι Συμπληγάδες  μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ' ένα χώρο πιο μέσα - τις νιώθεις
ασάλευτες, μαλακωμένες - πιο τρομερές από πριν, - δε συνθλίβουν,
πνίγουν σ' ένα πηχτό, μαύρο ρευστό  - δε γλυτώνει κανένας.

Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, - να κλείσω τα μάτια,
να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα , να ξεχάσω
το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω -
φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν' ακούω
απ΄το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,
τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν
με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα νάχουν ησυχάσει.
Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.

Καμμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο
οι ρυθμικές οπλές απ' τ' άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να επιστρέφει
από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου
με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,
με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,
πούχει μαζέψει απ' τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω
διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του ηλεκτρολόγου
που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.

Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία
έχουν απ' ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα
μένει βαρειά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω
απ' τ' άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,
με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.

...Κ΄εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, - να αναλήφθηκα τάχα στ' αλήθεια
αφήνοντας να πέσει απ' τα χείλη μου - ; Καμμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,
εδώ πλαγιασμένη στο κρεββάτι, ν' ανοίξω τα χέρια, να πατήσω
στις μύτες των ποδιών - να πατήσω στον αέρα, - το τρίτο λουλούδι - ( απόσπασμα )
 Γ. Mανουσάκης, Σπασμένα αγάλματα και πικροβότανα
 Περπάτησα έξι μέρες ώσπου να ’ρθω
στην πύλη αυτού του παλατιού.

Ήθελα ν’ αντικρίσω μια φοράν εκείνη
που η ομορφιά της θόλωσε τα φρένα
τόσων παλικαριών και γέμισε με θρήνους
τις χώρες της Ελλάδας και την Τροία.

Βαρέθηκα πια να μετρώ τις μέρες
που σέρνομαι εδώ γύρω. Δούλες πονόψυχες
μου δίνουν πότε – πότε λίγο φαΐ
και δούλοι βλοσυροί με διώχνουν,
με χτυπούν με τα ραβδιά τους.

Μα εγώ όλο και ξαναγυρίζω προσδοκώντας
να ιδώ τον ήλιο που θα μου θαμπώσει τα μάτια.

Σήμερα το πρωί δε βάσταξα
και ρώτησα την πιο γριά υπηρέτρα
γιατί δε βγαίνει η Ελένη απ’ το παλάτι
να λάμψει η πόλη, να χαρούν οι ανθρώποι
το θείο δώρο της μορφής της.

Γέλασε
εκείνη ένα στριγγό κακόηχο γέλιο
και μου ’πε: «Ποιαν Ελένη θέλεις
να δεις;
Σ’ ένα δωμάτιο με κλειστά
τα παραθύρια, δίχως τους καθρέφτες της,
μακριά απ’ τον κόσμο, ζει μια γυναίκα
όμοια μ’ εμένα.

Άσπρα μαλλιά, στόμα
ξεδοντιασμένο, σακκουλιασμένα μάτια
δίχως λάμψη, κι η σάρκα πλαδαρή, νερου-
λιασμένη.
Έξω δε βγαίνει
και κανένα πια δε θέλει να δεί. Εγώ μόνο
μπαίνω στο μισοσκότεινο δωμάτιο
και τη φροντίζω.

Ξένε, δε συλλογίστηκες
σαν πόσα χρόνια να ’χουν περάσει
απ’ όταν άρχισε ο πόλεμος της Τροίας.»

Painting by Walter Crane

Για την Ελένη - 1978
Στίχοι:  
Μιχάλης Μπουρμπούλης
Μουσική:  
Μάνος Χατζιδάκις

 Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιος πήρε την Ελένη
μα εκείνη μόνη στο σχολειό
τον Πάρη περιμένει

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
ποιόν αγαπά η Ελένη
είναι στη Σπάρτη, στα νησιά
στην Τροία παντρεμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω
και την πίκρα μου κεντώ

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θα βρεθεί η Ελένη
σαν ζωγραφιά στην εκκλησιά
ή σαν κερί αναμμένη

Είκοσι χρόνια με ρωτάς
πού θάψαν την Ελένη
μπορεί στο Άργος στους αγρούς
μπορεί στην οικουμένη

Με ρωτούν για την Ελένη αχ Ελένη
που’ναι εικόνα δακρυσμένη αχ Ελένη
μα εγώ δεν απαντώ
την καρδιά μου τη σφραγίζω

και την πίκρα μου κεντώ
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgnpF4wFH0au_OEAanafFaugQFvLq-yfhcNH3jk83UBRW_7Gj21j2ZAhX2UIQ2RyNt7amvcZYJAkxLAeP3zg3pCqhrF4v-VvmFXz2vqkA5H7DnWGArpcyfs0hGRVQrDN3V2hDIyMZGxUb0/s1600/&+%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%9F%CE%A3+%CE%A7%CE%91%CE%A4%CE%96%CE%99%CE%94%CE%91%CE%9A%CE%99%CE%A3+%CE%93%CE%B9%CE%B1+%CF%84%CE%B7%CE%BD+%CE%95%CE%BB%CE%AD%CE%BD%CE%B7.jpg
Η Ελένη είναι ο μύθος για ένα κορίτσι του καιρού μας που έχει χαθεί.
Η Ελένη είναι ένα φάντασμα με τη μορφή ενός κοριτσιού, που κάθε τόσο φανερώνεται και χάνεται μες απ’ τις βροχές, μέσα από τα σύννεφα και μες από τον ήλιο.

Η Ελένη, όπως η Μελισσάνθη, η Μάγδα και η Μαριάνθη των ανέμων, ανήκει στην πολύ προσωπική μου μυθολογία.
Τα τελευταία χρόνια πολλές φορές σαν είμαι μόνος σκέπτομαι την έννοια κορίτσι να μπλέκεται παράξενα στο μύθο μου και στη ζωή μου.
Ισως γιατί η ηλικία μ’ εμποδίζει να δοκιμάσω την απειρία μου σε απομακρυσμένες η καινούργιες εμπειρίες.
Κι έτσι θα μείνω μ’ ότι θυμάμαι απο τον έρωτα συγκεχυμένα και μισά.
Με μιαν Ελένη που κάπου στη Γη ή μες στην απέραντη οικουμένη έχει ταφεί.

Μάνος Χατζιδάκις

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης «Καντάτα»


Η Καντάτα είναι ένα Συνθετικόποίημα με θεατρική, θα λέγαμε, σύνθεση.
Ο ίδιος ο ποιητής δίνει στην αρχή το σκηνικό και τα πρόσωπα. Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής).

 Στο απόσπασμά μας μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο. Είναι η δεύτερη φορά που παίρνει το λόγο. Την πρώτη φορά αφηγήθηκε τη σύλληψη ενός φτωχού ανθρώπου — «επιγραφοποιός το επάγγελμα». «Συχνά» λέει ο ποιητής, «του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό».
 ΠΗΓΗ

Αποσπάσματα από το ποίημα «Ο άνθρωπος με το κασκέτο»
Για τον άνθρωπο με το κασκέτο ο ποιητής γράφει τα ακόλουθα στην εισαγωγή του ποιήματος: «ψηλός, βλογιοκομένος άντρας. Περνάει συχνά απ’ αυτό το δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από που έρχεται, ούτε που πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απόνα ωραίο παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά μέσα στο βράδι, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό.»  
Την πρώτη φορά που μιλάει ο άνθρωπος με το κασκέτο λέει τα ακόλουθα:
«1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες
και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο
της διαταγής.
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το
επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργα-
λεία του,
5. κι ότι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον
τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαμα-
τιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον – κι
άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. Κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν, κι οι τυφλοί σκιρτού-
σαν, κι οι φτωχοί πλουτίζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν έν’ αυλάκι νερό. Κι οι κυνη-
γημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γυρίζαν τώρα τραγουδώντας σι-
γά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της
ψυχής σου το βάρος.
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άντρες με τις
χαμηλωμένες ρεπούμπλικες, (για να μη φαίνονται τα
τυφλά τους μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα,
δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε.
(Μικρή παύση)
Και τ' όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ...


Ο άνθρωπος με το κασκέτο
Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.

Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
Ημέρες σαράντα.
Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε
ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
Εις τους αιώνας των αιώνων.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα των λόγων του ποιητή:
«Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να τελειώσει στη μέση, μια
άλλη να μην αρχίσει ποτέ,
ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό του πίσω από τόσα γε-
γονότα
και τόσα όνειρα. Μια χειρονομία που κατέληξε να σκο-
τώσει
μπορεί να ξεκίνησε να χαϊδέψει – παρεμβάλλονται τόσα
πράγματα
ανάμεσα σε δύο στιγμές.
Τόσα αδιάφορα πρόσωπα γε-
μίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα!
Στις παρόδους άρχισε η κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες
με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απ’ έξω – αυτοί οι
δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής κυριαρχίας – τα «κορίτσια»
φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την εποχή. Και μερικές
δεν έχουν παρά πάνω απ’ τα χρόνια της κόρης σας, α-
ξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τις κούκλες τους, με τα ίδια χέρια
που ψαχουλεύουν τώρα τα γεννητικά όργανα των αν-
τρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ - λογιώ τύποι κάθονται γύ-
ρω στις καρέκλες ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι, ύποπτοι κύριοι με μαύρα
παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή ένα πάθος
που τους αφάνισε.
Η ατμόσφαιρα είναι βαρειά από
φτηνή κολώνια, καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.
Κάθε που ανοίγει η μεσαία πόρτα, στο βάθος της άλλης
κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι,
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά γίνεται σύντομα,
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας,
κι η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει ακόμα εκείνη την παλιά πα-
τριαρχική βραδύτητα.» 
Καντάτα (1960)

Καντάτα (απόσπασμα του έργου του)
Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν. Δικές μας απαιτήσεις απ’ τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.

Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή – έρχονται όλα κάποτε, μαζεμένα,
μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα
ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;

α΄ ημιχόριο
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά, του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου, την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου, τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει, κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.

β΄ ημιχόριο

Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά πολυτραγουδημένη Τροία χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα νά, που όπως ύστερ’ από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε στην Ιστορία.

[...] ποιητής
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τούς δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία — κι η συνήθεια.

Ποιός είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις — ποιός είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουνε το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό.
Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον» μπαινοβγαίνουν οι μαστρωποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές —
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη... έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος...
[...]
ΠΗΓΗ