Σελίδες

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Η ποίηση των ''Ανέμων''



Νικηφόρος  Βρεττάκος
Να μαλώσεις τον άνεμο.
Να μαλώσεις τη νύχτα.
Εγώ, να τους πεις,
Δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό,
να τους παραδοθώ.
Αποτέλεσμα εικόνας για animated images with wind and flowersΜάλωμα-Νικηφόρος  Βρεττάκος
Κοίταξέ με στα μάτια. Τι έκανες;
Ανεβαίνοντας πάνω στο λόφο που βλέπει
πέρα απ' τον άνεμο, άργησες.
               Κλαις;
Γιατί δε μιλάς;
Τι σου 'λεγε ο ήλιος;


 Και φεύγοντας έρχεσαι.-Νικηφόρος Βρεττάκος

 "Τώρα το ξέρεις:
τα βουνά δε μπορούνε
να μας χωρίσουν.

Και φεύγοντας έρχεσαι.
Και φεύγοντας έρχομαι.

Δεν υπάρχει άλλος χώρος
έξω απ' το χώρο μας.


Κι ο άνεμος είναι
η αφή των χεριών μας.

Καθώς ταξιδεύουμε,
εσύ στο βορρά, εγώ προς το νότο,
κοιτώντας τον ήλιο,
ο καθένας μας έχει
τον άλλο στο πλάι του"...

https://ak9.picdn.net/shutterstock/videos/2591837/thumb/1.jpg
Αυγουστιάτικος άνεμος-Νικηφόρος Βρεττάκος


Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν

καρδιές χωριστές - τόσα μάτια, όσα βλέπουν

αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά

κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα

στην κάτασπρη γύρη του.


     Νιώθω μέσα στο στήθος μου

την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω

σα να 'μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε

για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και

     χαρούμενος,

προς τα πάνω.


Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι

     κάθεσαι και

δε γίνεσαι μέλισσα;

Δυο γραμμούλες φωτός,

δυο αστεράκια οι κεραίες σου - πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,

ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις

φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;

Ανοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

Το Άξιον Εστί - Δοξαστικόν -Οδυσσέας  Ελύτης

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο
που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια
που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Ο Μαϊστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής
ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος
η Τραμουντάνα, η Όστρια

Άνεμος της Παναγίας – του Οδυσσέα Ελύτη

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα

Η ευχή που λαχτάρησε μέσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά

Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Αποτέλεσμα εικόνας για animated images with wind and flowers
 Οδυσσέας ΕΛΥΤΗΣ, Ο μικρός Ναυτίλος (απόσπασμα)

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ
είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά
-κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός
που άξαφνα σταματάει όξω απ’ τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι
τους βουρκώνει
Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικό-
νισμα και πάνω του η φωτιά.
Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο
αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα
Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;
Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να’ ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό
στον ώμο• στην τσέπη μου έναν Οδηγό• τη φωτογραφική μου μηχανή
στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω
ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο
Χρυσέ ζωής αέρα…


-Βύρων Λεοντάρης, «Ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με»
«Ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με
πάρε μου τα πουλιά,
πάρε μου τ’ άνθη και τα φύλλα
τίναξε από τις ρίζες μου το χώμα της καρδιάς του, στέγνωσέ με
κάνε με αστραπή να δέρνομαι στα ουράνια.

Μπροστά στο μέγα ρίγος, ποιο το φως,
ποια η φτωχούλα αυτή δροσιά ζωής που μας πλανεύει
στους σκοτεινούς βυθούς της ύπαρξής μας,
ρόδο βαρύ στριφογυρνώντας κατεβαίνει
μαδώντας μέσα στα νερά τα ματωμένα πέταλά του- έτσι
γδυτός απ’ όλους τους παραδείσους
όποιος μπορεί να βαστήξει την ανάσα του για πάντα
να ξεχειλίσει μ’ ένα μόνο του σφυγμό άξαφνα τον κόσμο, αυ-
τός μονάχα
ας μπει στην απεραντοσύνη του έρωτα και του θανάτου.

Κρατώ κρύα μάνταλα της πόρτας και χτυπάω το μέτωπο
μου στο κατώφλι που ποτέ, ποτέ, ποτέδε θα ξαναδια-
βούν τ’ αγαπημένα πόδια,
σβήνω τους κήπους σαν φωτιές επάνω στο κορμί μου
χιονίζω λόγια απόκοσμα τις νύχτες.

Να ‘ταν να σ’έδινε ξανά πίσω σε μας η μοίρα σου
να ‘ρχόσουν συναπάντημα άξαφνο στους ιδρωμένους δρόμους
κι ω, να γινόσουν πάλι σάρκα
ανάσα γύρω απ’ τη γυμνή μου απελπισία
αίμα ανθισμένο στο αίμα μου
χαλάρωμα χεριών στα μεθυσμένα μου μαλλιά
ω, να γινόσουν πάλι σάρκα…
-ξερίζωσέ με, άνεμε, ξερίζωσέ με.»
 (Βύρων Λεοντάρης, «Ανασύνδεση», 1962).
Σαπφώ:
''Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη,
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
Ήρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα,
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.''

 "Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη
Β'
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

Ε'
   Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Τὸ φύλλο τῆς λεύκας-Γιώργος Σεφέρης
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μήν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος

πέρα μακρυά
μιὰ θάλασσα
πέρα μακρυά
ἕνα νησί στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιά
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστά
σὲ θαλασσινές ἀνεμῶνες…

Ἔτρεμε τόσο πολύ
τὸ ζήτησα τόσο πολύ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ' ὅλα τὰ δάση γυμνά
θεέ μου τὸ ζήτησα!

PABLO NERUDA,Ο ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ 

-FERNANDO PESSOA, «Ο άνεμος εκεί ψηλά»

“Ο άνεμος εκεί ψηλά,στα αιθέρια,
την μοναξιά μου έρχεται κι αυξάνει,
παράπονα δεν κάνω σε κανέναν,
παράπονα αυτός πρέπει να κάνει.

Ήχος αφηρημένος, απροσμέτρητος,
από του φευγαλέο του κόσμου τέλος,
το νόημά του γίνεται βαθύ,
κι εντός του μου μιλά όλο το ανύπαρκτο:
πως η αρετή δεν είναι μια ασπίδα
και πως καλύτερη αρετή είναι η σιωπή.”



Τα Κύθηρα -Κώστας Βασιλάκος

Αποχαιρετώ την Παναγία
των Μυρτιδίων
που στη σκέπη της
κύματα και άνεμοι
σέρνονται γονατιστοί.

Συλλογή " Λόγια δραπέτες "
Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική


Το βαπόρι- —Γιάννης Σκαρίμπας
Νάναι ως νάχης φύγει — με τους ανέμους — καβάλλα
στο άτι της σιγής κι' όλα να πάης
και vάv' πολλά καράβια, πολλή θάλασσα — μεγάλα
σύγνεφα πάνω — οι άνθρωποι κι' ο Μάης.

Κι' εντός μου εμένα να βρυχιέται — όλο να τρέμει —
βαρύ ένα βαπόρι και κατόπι
πάλι εσύ κι' ο Μάης κι' οι ανέμοι
κι' έπειτα πάλιν οι ανθρώποι, οι ανθρώποι.

Και νάναι όλα απ' ό,τι φεύγει —και δε μένει—
σε μια πόλη ακατοίκητη, κι' εντός μου
ακυβέρνητο, όλο να σε πηγαίνει το καράβι
 έξω απ' την τρικυμία τούτου κόσμου.

'Ανεμε, δρόμε μου-Μαρία Λαμπράκη

 Νοτιά το στήθος μου απόψε θερμαίνει
άναψε η φλέβα μου δρόμο ζητώ
λεπίδι η θύμηση στις νύχτας το χάδι
ψάχνω τα χέρια σου που να σε βρω;

Οι σκέψεις  γίνανε δίχτυα του τρόμου
το θέλω μέσα μου τ' ατσάλι τρυπά
έγινες δρόμος μου ροή του κόσμου
   στο άδειο πέλαγος τρέμει η καρδιά

Νησί τα χέρια σου κι αν τα κρατήσω
πικρά τα κύματα πως να διαβώ
φωτιά τα χείλη σου κι αν τα φιλήσω
βροχή στα μάτια μου και θα πνιγώ

'Ανεμε,  δρόμε μου θα σε ζητήσω
βαθιά στη νύχτα μου μοίρα σκληρή
τρέμει η φωνή μου πως να μιλήσω
το στήθος χτίστηκε για ν' απορεί.
Η τελευταία αποστροφή του στίχου '' το στήθος χτίστηκε για ν' απορεί'' είναι ''δάνειο'' απο ποίημα του Δημήτρη Χριστοδούλου.


Μα εγώ είμαι ο άνεμος
και αύριο φεύγω.....

Ένας απαρηγόρητος άνεμος-Τάσος Πορφύρης

Όλο κι όλο είν’ ένας ανεπαίσθητος άνεμος
που έρχεται από τη βορεινή κάμαρη του επάνω πατώματος
ούτε λόγος πως δεν μπορεί να κρυολογήσει κανείς
ούτε να χτυπήσουν οι πόρτες και τα παράθυρα με πάταγο
τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι τους
ο παππούς αλλάζει σελίδα, έχει κιόλας ξεχάσει
και μοιάζει ευτυχισμένος παρακολουθώντας
το Χρηματιστήριο Αξιών
Μονάχα η μάνα αφήνει για μια στιγμή τη δουλειά της
σαν ν’ αφουγκράζεται από πολύ μακριά:
«Φυσάει απ’ τον παλιό καιρό«» ούτε που το ψιθυρίζει
και ξανασκύβει στο πλεχτό
Κι εκείνος είναι εδώ ανάμεσά μας
και δεν ξέρει’
πού να βάλει τα χέρια του
πού να ακουμπήσει το φορτίο της μνήμης
που του κουράζει τα μάτια
Και φαίνεται αδικαιολόγητο που βγαίνουμε
τρέχοντας απ’ το σπίτι
ρίχνοντας ικετευτικές ματιές
στον κήπο
στα κάγκελα
στ’ αναρριχώμενα του φράχτη
εκβιάζοντας το χρόνο ανώφελα
γιατί αυτός είναι μέσα και κάνει το ίδιο
δένοντας τάχα τα κορδόνια των παπουτσιών του
Έτσι ξημέρωσε και τούτ’ η μέρα
κρατώντας απ’ το χέρι έναν απαρηγόρητο άνεμο.


(Τάσος Πορφύρης, από τη συλλογή Νεμέρτσκα, 1961
Συγκεντρωτική έκδοση Νεμέρτσκα,
Ποιήματα (1961-2011), 2013)


''Έστειλα στον άνεμο μηνύματα
να παίξει με τα κύματα
για να με θυμηθείς''


Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Γιάννη Ρίτσου: Η ψάθα του μπάρμπα-Λια

Μόλις βλέπαμε το μπάρμπα-Λια να βάνει τη μεγάλη ψάθα του ξέραμε στα σίγουρα πως άρχιζε το καλοκαίρι.
Έτσι σα να λέμε η ψάθα του μπάρμπα-Λια, ήταν το ρολόι του χρόνου μας, το ημερολόγιο και το βαρόμετρό μας. Ο μπάρμπα-Λιας έβγαλε απ’ το σεντούκι την ψάθα του = Άνοιξη.
 Φόρεσε την ψάθα του = Καλοκαίρι. Έβγαλε την ψάθα του = Φθινόπωρο. Έκρυψε την ψάθα του = Χειμώνας. Ολάκερα χρόνια το ίδιο. Όσο ξάνθαιναν οι μέρες τόσο μαύριζε το μούτρο του μπάρμπα-Λια
Εμείς τότες, παιδιά, μαζεύαμε λίγο – λίγο τα μυστικά του κόσμου, συλλαβίζαμε τα χρώματα, πιάναμε φιλίες με τα πουλιά, κουβεντιάζαμε με τα λουλούδια.Είχαμε πάντα στην τσέπη μας ένα μικρό σημειωματάριο κι ένα μολύβι, σαν ένα πουλί που δεν ξέρει ακόμα να τραγουδήσει. Τα δειλινά ήταν ήμερα στον κάμπο. Είχαν μια θλίψη τρυφερή σαν τον πονοκέφαλο ενός σπουργιτιού.

Σφίγγαμε τα δάχτυλα να κρατήσουμε το φως πού φεύγει, να κρατήσουμε λίγο τριανταφυλλί, λίγο μενεξεδένιο, να το χαρίσουμε στον κόσμο σιωπηλά για να του δείξουμε πόσο τον αγαπάμε. Σαν όταν έφευγε ένας παιδικός μας φίλος να πάει στη χώρα να σπουδάσει και μεις φυλάγαμε κάποιο παλιό βιβλίο του ή κάποιο ξύλινο σπαθί του, κι ύστερις από χρόνια που ανταμώναμε του δείχναμε το βιβλίο και το σπαθί, σιωπηλά με βλέφαρα χαμηλωμένα.

— Ετούτο το σπαθάκι. Και το βιβλίο…
— Α, ναι.
— Πόσος καιρός. Υπάρχει ακόμα;
Χαμογελούσε. Βράδιαζε στον κάμπο. Σώπαιναν λίγο- λίγο τα τζιτζίκια. Δυο χέρια σφίγγονταν.
— Αδέρφι.
— Αδέρφι.
Τι πολλά που ήταν τ’ άστρα. Αλήθεια τι πολλά. Έτσι έλεγε ο μπάρμπα-Λιας σα βράδιαζε. Ανασήκωνε την ψάθα του και το κεφάλι του κι αφαιραινότανε να κοιτάζει ψηλά. Ύστερα έσκυφτε κι έλεγε:
— Δεν ξέρω μωρέ μάτια μου ποιος διάολος βάνει τους αθρώπους να βγάζει ο ένας του αλλουνού τα μάτια. Μήγαρις και δεν έχει η γης τόπο για όλους; Μήγαρις και δεν έχει ο ουρανός μιλιούνια αστέρια, χίλια και δυο χιλιάδες στο μερτικό του καθενού;
Δεν ήξερε ακόμα ο μπάρμπα-Λιας. Έσκυφτε πιότερο και βούλιαζε ολάκερος μέσα στη συλλοή του.

— Τι να τα σκέβεται κανείς; Δεν έχει ουδ’ αρχή ουδέ τέλος τούτος ό ντουνιάς.
Συγνέφιαζε το μούτρο του κι η ψάθα του έδειχνε φθινόπωρο.
Τα καλοκαίρια εκεί στον κάμπο του Άι-Δημήτρη μας βρίσκανε να λαχανιάζουμε απ’ την κάψα κι από κάτι πιο βαθύ, πιο τρανό, που δεν ξέραμε ακόμα τ’ όνομά του.
Ο μπάρμπα-Λιας μαλάκωνε στο ποτάμι βέργες από αλυγαριές, και καλάμια. Καθόταν κάτου απ’ τη μεγάλη συκιά του μποστανιού κι έπλεκε καλάθια. 
Μας έφτιαχνε και μας κάτι μικρά πού μαζεύαμε βατόμουρα.
Ο ίσκιος της συκιάς άλλαζε κάθε τόσο θέση και μαζί του μετακόμιζε κι ο μπάρμπα-Λιας τα σύνεργά του, τις βέργες του, το σουγιά, το σταμνί και την κολοκύθα που ’χε για ποτήρι.
Δαιμονίζονταν τα τζιτζίκια. Πια κάτου τα βατράχια. 

Καψαλιζόντουσαν τα σκοίνα. Τα χελιδόνια κόβαν βόλτες γύρω στην ψάθα του.
— Μπάρμπα-Λια, τα χελιδόνια βαλαν στο μάτι την ψάθα σου. Θα στη βουτήξουνε να φτιάξουν τη φωλιά τους.
Γέλαγε ο μπάρμπα-Λιας, κάτου απ’ τα γκαρδιακά μουστάκια του κι η ψάθα του κατάφωτη γύρω απ’ το πέτρινο πρόσωπό του ήταν σαν πλεχτός ήλιος, ήταν σαν εκείνες τις ζωγραφιές στον τοίχο του ερημοκκλησιού.

Οι ντομάτες βγάζαν τα μουσούδια τους πίσω απ’ τα φύλλα και κοίταζαν κατακόκκινες απ’ την ντροπή τους το γαϊδούρι του μπάρμπα-Λια και τη γαϊδάρα της κυρα-Κώσταινας που κάναν τη δουλειά τους.
— Η ζωή τραβάει το δρόμο της. Οι αθρώποι και τα ζα γεννοβολάνε. Οι ντομάτες κοκκινίζουνε. Τα πουλιά κάνουν τ’ αυγά τους. Τα παιδιά μεγαλώνουνε. Και γω γερνάω. Μα τι τα θες, όσο γερνάω όλο και πιο νέος μου φαίνεται πως γίνουμαι. Να, μαθές.
Τούτο που ξέρω σήμερις δεν το ’ξερα προψές. Και λέω πως τούτο που θα μάθω ταχιά δεν το ξέρω σήμερις. Έτσι, πως να το πεις, κάτι καινούργιο ξεμυτίζει απ’ την καρδιά κι από το τσερβέλο σαν τη μυτίτσα που τσιμπάει το τσόφλι του χελιδονίσιου αυγού και βγαίνει το πουλί και τραγουδάει.
Για τουτονά σας λέω πως γίνουμαι πιο νέος.
Α, τι καλά που τα ’λεγε ο μπάρμπα-Λιας. Τώρα το ξέραμε πια πως αντίς να πάρουν τα χελιδόνια την ψάθα του, είχε πάρει ετούτος τις φωλιές τους μέσα στην καρδιά του. Για τούτο κάθε πού άνοιγε το στόμα του έβγαινε κι ένα χελιδόνι. Μάθαμε και μεις να τραγουδάμε.
Έτσι όλο κάτι μάθαινε ο μπάρμπα-Λιας κι όλο ξανάνιωνε. Έτσι μάθαμε και μεις μια μέρα πως ο μπάρμπα-Λιας βγήκε αντάρτης στα βουνά να πολεμήσει τον οχτρό. Πήρε μαζί το δίκαννο, πήρε και την ψάθα του κι έδωσε να του κεντήσουν στη μέση, εκεί μπροστά- μπροστά, μια λέξη: ΕΛΑΣ.
Τ’ άλλα τα παλληκάρια, οι πιο πολλοί συχωριανοί του, τον πειράζανε:
— Τι τη θέλεις, μπάρμπα-Λια την ψάθα σου στη μέση του χειμώνα. Άλλαξες τα συνήθεια σου.
Κι ό μπάρμπα-Λιας χαμογελώντας:
— Αμ βλέπεις άλλαξε ο καιρός. Τώρα έχουμε όλο καλοκαίρι.
Κι αλήθεια φώταγε σαν ήλιος η ψάθα του μπάρμπα-Λια και μέσα στην καρδιά του μουρλαίνουνταν χίλιες χιλιάδες χελιδόνια.

Ύστερα μάθαμε πως ό μπάρμπα-Λιας σκοτώθηκε σε κάποια μάχη λίγο πριχού λακήσει ο οχτρός. Ωστόσο μας έμεινε η καρδιά του μ’ όλα της τα χελιδόνια να τραγουδάνε στον καινούργιο χειμώνα που πλάκωσε.
Μας έμεινε κι η ψάθα του σαν ένας ήλιος του άσβηστου καλοκαιριού. 

Η ψάθα του, που την κρατάει στα χέρια της η Λευτεριά κι αερίζει το δακρυσμένο κι ιδρωμένο πρόσωπο της Ρωμιοσύνης.
— Ναι, μπάρμπα-Λια, θ’ αλλάξει ο καιρός, θα ’χουμε τότες πάντα καλοκαίρι. Κι οι καρδιές, ξέρεις, και τα χελιδόνια. Ω, τι τραγούδια που θ’ ακούσεις μπάρμπα-Λια μας.
[Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 9 του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα – 7.7.1945]

Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Η Μαργαρίτα (των αγρών) στην Ποίηση

Ένα πολύ κοινό αγριολούλουδο σε όλη την Ευρώπη. Η επιστημονική της ονομασία είναι Ανθέμις η Χία.Μαργαρίτα (ετυμολ.: αντιδάνειο από το ιταλ. margarita < μαργαρίτης = μαργαριτάρι) είναι κοινή ονομασία πολλών άγριων ή καλλιεργούμενων φυτών που ανήκουν στην οικογένεια των Συνθέτων (Compositae) και έχουν άνθη κατά κεφάλια, με εμφανή ακτινοειδή στεφάνη.
  Το άνθος της μαργαρίτας συμβολίζει την αγνότητα, την αθωώτητα και το νέο ξεκίνημα. Επίσης, χαρακτηρίζει την πιστή αγάπη.   Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αφιερώσει τη μαργαρίτα στη θεά Άρτεμη και τη θεωρούσαν θεραπευτικό μέσο για γυναικεία μικροπροβλήματα.

Η Μαργαρίτα (των αγρών)  στην Ποίηση
Τρία δάκρυα του θεού
Μίλτος Σαχτούρης(απόσπασμα)

Μπρος μου ψηλά σ' αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ' αυτό το σάκο του θεού
κάπου κάπου γυρίζει και με κοιτάζει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του
Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτ
ός ο άνθρωπος είμαι εγώ

 Γιάννης Ρίτσος – Ρωμιοσύνη V(απόσπασμα)

" ... Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς,
λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια
ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ' τη θάλασσα,
δεν ξεχνάνε, ποτέ δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια
μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς ..."

Γιάννης Ρίτσος, (απόσπασμα) από τη «Γκραγκάντα» 
«Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω∙/ είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους/ είπα:
η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα/ είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία/ είπα στους νεκρούς: περιμένετε∙ τίποτα δεν τελειώνει∙»


'Ονειρο καλοκαιρινού μεσημεριού(απόσπασμα)
Γιάννης Ρίτσος

Άνοιγαν τότε μικρά παράθυρα που σκύβαν στα περβάζια οι μαργαρίτες
να χαιρετήσουν την αυγή που πέρναγε στο δρόμο χωρίς
φορτίο σκιάς και θύμησης.

Painter,Vittorio Matteo Corcos
Γιάννης Ρίτσος
Εἶχε ἀρχίσει νὰ βλέπῃ...
...Εἶχε ἀρχίσει νὰ βλέπῃ / καὶ τὴν πιό ἐφήμερη μαργαρίτα νὰ γνέφῃ μὲ τ' ἄσπρο της χέρι, / νὰ γνέφῃ σ' ὅλους ἀμερόληπτα – καὶ κάπως ἰδιαίτερα σ' αὐτόν.

Art, Emile Vernon
Γιάννης Ρίτσος, «ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ»
XII

Η αγαπημένη μου με χάιδεψε.
Έγινα ένα δάσος
ένα δάσος απέραντο.
Μέσα στο δάσος
τρέχει γυμνή η αγαπημένη μου
κόβοντας μαργαρίτες.

Οι μαργαρίτες φέγγουν τα στήθη της
φέγγουν την κοιλιά της
φέγγουν τα χέρια της, τα  πόδια της,
το πρόσωπό της.

Η αγαπημένη μου γέμισε ανταύγειες.
Πάνω της
το δάσος τρέμει σκοτεινό
περιμένοντας
την καταιγίδα και τους ξυλοκόπους.
Πώς να το αντέξει πάνω της η αγαπημένη μου
ένα πελώριο δάσος σκοτεινό;

Προσανατολισμοί (απόσπασμα)-Οδ-Ελύτης

«Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες.
Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος.
Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων»
Κάτω στης μαργαρίτας τ΄ αλωνάκι - 1969 
Στίχοι:  
Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική:  
Γιάννης Μαρκόπουλος
Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι,
στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα.
Ιδρώνει ο ήλιος, τρέμει το νερό.
Στάχυα ψηλά λυγίζουνε το μελαψό ουρανό.

Πέρα μέσα στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα.
Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά.
Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει.
Κάτω στης μαργαρίτας τ’ αλωνάκι.                  
                

Αγαπη -(Νικηφόρος Βρεττάκος)

Αφήνω ανοιχτή τη σελίδα
του Ομήρου, σηκώνομαι,βγαίνω,
να ρίξω ένα βλέμμα
και στα άλλα βιβλία μου.

Συλλαβίζω αντικρύ μου
μια λέξη -εντολή
Η πλαγιά
είναι ολόλευκη.


Οι μικρές μαργαρίτες
μια κάθετη πλάκα
που κατέβασε ο Μάης
απ'το Όρος Σινά.

Νέα μέρα-Νικηφόρος Βρεττάκος
Μέρα ουρανού, λαμπρή, που κατολίσθησε
κ’ έγινε φως πολύ – τόσο που στάζουν κόμποι
χρυσοί στη γη μέσα, σε μέγα βάθος.
Τόσο που συλλαβαίνουν τα πόδια μου παλμικές
δονήσεις παράδοξες, σα να σέρνονται κάτω
απ’ το χώμα οι νεκροί προσπαθώντας να βγουν:
μαργαρίτες ή άλλα έμορφα άνθη.
Art-Emmanuel Garant
Γιώργος Σεφέρης-ΙΣΤ΄
ὄνομα δ’ Ὀρέστης *(απόσπασμα)
''πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες που να κοιτάξεις δεν ήξερα που να κοιτάξω μήτε και γω...
"
ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ-ΕΦΗ ΑΙΛΙΑΝΟΥ
Άνθιζαν οι μαργαρίτες στους κήπους της σιωπής.
Τα μεταξένια όμως δεν άντεξαν πέταλα
στην άξαφνη ανεμοριπή.
Στη λάσπη όλα σκορπίσανε του δρόμου.

Μην πατάτε τις λευκές μαργαρίτες·
μπορεί κάπου ένας σπόρος να ξέμεινε.
Υπάρχουν ακόμα κλειστοί κήποι
και παραδείσια πουλιά.
Τ’ ακούς μόνο στα όνειρα…
Τάσος Λειβαδίτης (απόσπασμα) ''τα χειρόγραφα του φθινοπώρου''
Κάποτε μια νύχτα θ΄ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων
για να περάσουν οι παλιές μέρες.
Οι κλειδούχοι θα ΄χουν πεθάνει,
στις ράγιες θα φυτρώνουν μαργαρίτες απ΄τα παιδικά μας πρωινά.
Νανούρισμα - LorcaFederico Garcia
Στίχοι:  
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική:  
Χρήστος Λεοντής
Ασημιά κουδούνια αντηχούν στον δρόμο
πούθε πας μικρό μου ηλιοχιόν
ιστο
Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι σαν ζωγραφιστό

Πούθε πας μικρό μου διόλου δε φοβάσαι
πέρα είν’ το λιβάδι ώρες μακριά
Η δικιά μου αγάπη διόλου δε φοβάται
τ’ ανοιχτό τ’ αγέρι την δενδροσκιά

Τότε να φοβάσαι γιόκα μου τον ήλιο
ακριβό μου αγόρι ηλιοχιόνιστο
Τα μαλλιά μου ο ήλιος τάκαψε για πάντα
κι είμαι ασπρομάλλης δυο χρονώ μωρό

Οι κυριότεροι αντιπρόσωποι των μαργαριτών είναι οι εξής:

Bellis perennis (Βελλίδα ή Μπέλλα η πολυετής - κοινή Ευρωπαϊκή μαργαρίτα ή Ασπρολούλουδο)

 Chrysanthemum coronarium, συνώνυμο Glebionis coronaria (Χρυσάνθεμο το στεφανωματικό - Mεγάλη Κίτρινη Μαργαρίτα)
 Glebionis segetum, συνώνυμο Chrysanthemum segetum (Χρυσάνθεμο το αρουραίο - Μαντιλίδα της Κρήτης)
 Anthemis chia (Ανθεμίδα της Χίου - Άγρια Μαργαρίτα)
 Anthemis maritima (Ανθεμίδα η θαλάσσια)
 Anthemis cretica (Ανθεμίδα της Κρήτης)
 Cota tinctoria, συνώνυμο Anthemis tinctoria (Ανθεμίδα η βαφική)
 Leucanthemum vulgare (Λευκάνθεμο το κοινό)
 Leucanthemum maximum (Λευκάνθεμο το μέγιστο)
 Argyranthemum frutescens, συνώνυμο Chrysanthemum frutescens (Χρυσάνθεμο το θαμνώδες)

''Μαργαρίτα θηλυκό
παραμύθι δανεικό
τραγουδάκι μου ρετρό
σε μαδάω και δε μετρώ
Αχ Μαργαρίτα, τα πέταλα ρίχτα
σε τσέπες παιδιών
φιλιά ν' αρμενίσουν, σημάδια ν΄ αφήσουν
στο δικό τους παρόν.''