Κατερίνα Γώγου (1940-1993), Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών(αποσπάσματα)
1 Το σπίτι μου όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου 4 χρόνια άστεγη τώρα…
2 Κι ανυπόδετη κι άρρωστη γύρναγα Κρύωνα. Και όπου κι αν έστρεψα Όξος και πρέζα και χολή
3Και τα παιρνα να μη λυπήσω τους ανθρώπους
Και ήρθε – και χάμω- στα γόνατα έπεσα Και χωμάτινος βόλος έγινα Και μέσα μου κύλησα Και σε μια ανάσα της ψυχής μου Που είχε μείνει φεγγερή - εκεί ακούμπησα- και έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.
5
Κι όσο νερό έβγαλα Νερό δεν είχε για μένα Στέρεψα – λέπια- γοργόνα έγινα Κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…
6
Κι όταν τα μάτια άνοιξα Και πλάι και γύρω και παντού Μεγάλη λίμνη έγινε Που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθράκια
7
…νύχτωνε στον ουρανό… Και σε δυό περίεργα σύννεφα Που ακίνητα τρέχαν Εγώ ανάμεσα σε δυό διάτρητους «ληστές» Στα φώτα σταυρωμένη
8
Μπορεί δίκαια… Προκάλεσα με πάθος την ζωή. Ασέβησα δύο φορές γιατί ήξερα τους Νόμους. Άσκησα την όραση μου για μακριά Κι έχασα τα κοντινά μου
..................
10
Εσύ! Εσένα που αγάπησα. Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις Μην πεις ποτέ πως μ’αγάπησες Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο Σε ξεροπόταμους να πλέω…
11
ΜΗ!… «Τυλίγω πάγο στο συναίσθημα Τίποτ’ άλλο δεν είναι» Υστέρα μεγαλώνοντας κι άλλο Το άνοιγμα των χεριών «Φοβάμαι» είπε κι έφυγε με μια ασήκωτη βαλίτσα το παιδί αφήνοντάς με σε μια πόρτα ανοιχτή από αναρριχητικά τρόμου και σκοτάδι πνιγμένη 10 Οκτωβρίου η Μυρτώ Το μήνα των παγωμένων σταφυλιών γεννημένη.