Από τη συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) του Σταύρου Ζαφειρίου Θα σου τσακίσω τα φωνήεντα
ένα-ένα.
Τότε να δω (ν’ ακούσω πες),
με σύμφωνα μονάχα μες στο
στόμα
πώς θα ταΐζεις του έρωτά σου τις
φωνές. Νικηφόρος Βρεττάκος
Η διάλυση της φωνής
Το ποτάμι στο βάθος, ψηλά το βουνό
κι’ ο ουρανός από πάνω από μια θαλασσιά
πολιτεία καμπάνες. Θυμάμαι πως είχα
κ’ εγώ μια φωνή, μιλούσα και μ’ άκουες, ενώ-
Δεν μ’ ακούς που φωνάζω; Ένας ήλιος μικρός
σαν μια μέλισσα, κάπου, βομβύζει η καρδιά σου.
Μα πες μου:
Που είσαι;
Μ’ ακούς;
Δεν μ’ ακούς; Εγώ σε φωνάζω, εγώ που σιωπώ
Το έγκλημα της μοναξιάς (Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Κάθε που πέφτει επικίνδυνα το βράδυ, ξυπνάει η φωνή σου μέσα μου και με ρημάζει· κι όταν η νύχτα όλες τις γλυκιές εικόνες διώχνει, προβάλλει εντός μου η βρώμικη ομορφιά σου και σβήνει από τα μάτια τη λάμψη του Θεού. Και τότε δίνομαι στο έγκλημα της μοναξιάς, που χρόνια τώρα μέσα μου το ετοιμάζω, και πια δεν έχει ουράνιο φεγγοβόλημα, δεν έχει πια παιδικές χορωδίες, μονάχα μια προσπάθεια για σπασμούς, νυχτερινά χαρτονομίσματα τσαλακωμένα.
Τα σκήπτρα της φωνής (Σταύρος Σταυρόπουλος)
Σ’ τα έλεγα όλα -Μισού αιώνα αβέβαιος- Κι ας λένε ότι δεν μίλαγα Απλώς ανοιγόκλεινα τον αέρα στο στόμα μου Μ΄ ένα σχεδόν αόρατο φόβο Σου έλεγα Για βουβά πλοία Που ανοίγουν στη μνήμη μου Τρύπες θάλασσας Κόβοντας τον ίσκιο στα δύο Σου έλεγα Για κορμιά – αυλές νεκροταφείου Που ξεροσταλιάζουν Με ζωγραφισμένες θηλές Στα ενδότερα του σαλονιού Μ’ άρεσε Να σωπαίνω τις λέξεις πάνω σου Να κοιμούνται Μ’ άρεσε Να αρρωσταίνω από φυγή Κι όμως Ποτέ μου δεν έφυγα Ποτέ δεν μίλησα Κι ας σ’ τα έλεγα όλα
Κείμενο «Σαρκικός λόγος» του Γιάννη Ρίτσου «Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας, θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους. Όμως εγώ δε θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν στο κρεβάτι ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτετεμένα τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα.
Να με θυμάσαι ? μούλεγες- έτσι? έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου? με τα μαλλιά μου ριγμένα στα μάτια μου ? γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν, πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου». Απόσπασμα απο το ποίημα "Ανάγκες":ΡΙΤΣΟΣ "Τίμια φωνή απερίφραστη/ ένα κι ένα, δύο και δύο./ Φέρε τ' αλάτι στο
τραπέζι/ το ψωμί/ το μαχαίρι./ Θα καθίσω - είπε - μαζί σας/ να
μοιραστούμε/ ότι μας έλειψε από πάντα./ Αυτό το αναλαμβάνω εγώ".
Από τη συλλογή Πορεία (1940)-Ζωή Καρέλλη Είμαι σαν άνεμος χωρίς φωνή στην αναζήτηση σιωπής… ... όπως η ζωή που αναβλύζει απ' τη γη στην ορμή ... Έχασα τη φωνή εντός μου, ομιλώ με τα εκστατικά μάτια, με την αφή που τυραννεί. Aπόσπασμα, Οδυσσέα Ελύτη ''Το Μονόγραμμα'' Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο καί το απ’ αλλού φερμένο Δεν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου η αλκή μες στο ζωο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (Οδυσσέας Ελύτης) Γέννηση της μέρας(Απόσπασμα)
Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα τα χρώματα πάνω στη γη Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Sappho- Julius Johann Ferdinand Kronberg Κέλομαι σε Γογγύλα-Σαπφώ-Μετάφραση -Οδ, Ελύτης
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.
Αποσπάσματα ποιητικού λόγου, Τάσος Λειβαδίτης Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν. Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη Φύλλα ημερολογίου-Τάσος Λειβαδίτης Ποιος ξέρει τι θα συμβεί αύριο, ή ποιος έμαθε ποτέ τι συνέβη χτες, τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί, σε δωμάτια, σε τραίνα, σε όνειρα αλλά καμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει μοιάζει
με το αντίο μιας ηλικίας που τέλειωσε
Κι ίσως ό,τι μένει να ʼναι στην άκρη του δρόμου μας ένα μικρό μη με λησμονεί
Οι γυναίκες με τ' αλογίσια μάτια (1958) - Τάσος Λειβαδίτης(απόσπασμα)
Kαι μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί. ...μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκειά ζωή την αγάπη μας για σένα! Mα τα χέρια τους είναι τυφλά, σακατεμένα απ' το βάρος όλων αυτών που δεν έδωσαν.
Αργύρης Χιόνης
(από την ποιητική συλλογή ΤΥΠΟΙ ΗΛΩΝ) Με τα πόδια χωμένα ως τον αστράγαλο Μέσα στη νιοσκαμένη γη Με τους μηρούς σφιγμένους για να κρύβουν Τη φωλιά του φύλου της Με τα μπράτσα σηκωμένα σ’ ικεσία Έλεγε με φωνή που μόλις ξεπερνούσε Το θρόισμα του ανέμου μέσα στα μαλλιά της Δεν είμαι δένδρο είμαι Γυναίκα
Γιώργος και Μαρώ Σεφέρη (αρχές του ’36)
Γιώργος Σεφέρης-Απόσπασμα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μάρω
«η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’ αγαπούσες λιγότερο» «πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις να κάνω τη ζωή μου
μακριά σου, βέβαια θα την κάνω-γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι
το δικό μου-δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου
άνοιξε ένας άγνωστος δρόμος μπροστά μου..» «ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά μέσα στο γράμμα σου. Πώς
μπόρεσες, έπειτα από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη σου. Aυτό το
«μόνη μου έπρεπε» είναι κάτι, πώς να το πω, που με ατιμάζει» «μ’ έχεις κλείσει σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου ακούω τη φωνή σου
χωρίς να μπορώ να διακρίνω τα λόγια σου. Τον τελευταίο καιρό έχεις
χαθεί…Η τελευταία εβδομάδα ήταν άθλια. Βλέπεις, μόλις δεν είναι ο ένας
πολύ κοντά στον άλλον, τίποτε δε γίνεται.»
Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις Πάμπλο Νερούδα (μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής) Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει. Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται, στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει. Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου, έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα, ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή. Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι, σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά. Κι άμα κλαις μου αρέσεις, απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ. Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς, η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει: Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας μες τη δική σου σιωπή. Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή τη δικιά σου που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων και που λάμπει σαν αστραπή. Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου, η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη. Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη είναι η δικιά σου σιωπή. Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία. Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα. Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
Φωνές,
Αναγνωρισμένα
Κ-Π-Καβάφης
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν, ή εκείνων που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους. Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε· κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό. Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν ήχοι από την πρώτη ποίησι της ζωής μας — σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.
Γιώργος Σαραντάρης, Αλλοτε η Θάλασσ
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα». Ἄλλοτε ἡ θάλασσά μας εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ' τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνά μας ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεὸς
Η φωνή-Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μέσα στο κάθε μου τραγούδι ,
που μοιάζει πάντα να πονεί,
κι είναι σαν άρρωστο λουλούδι,
- σαλεύει πάντα μια φωνή,
φωνή που αν φαίνεται έτσι ξένη
κι έτσι κλεισμένη στη χαρά,
μα σ' όλα τα μεγάλα μπαίνει,
με τα μικρά της τα φτερά,
και σ' όλα, γύρω, βρίσκει ταίρι,
και μ' όλα τ' άφθαστα μιλεί,
κι όλα τα ανείπωτα τα ξέρει
- κι ας είναι τόσο χαμηλή ...
Κι αν, όμως, σ' όλα βρίσκει ταίρι,
κι όλα τα βλέπει καθαρά,
μοιάζει καλύτερα να ξέρει
τον πόνο, παρά τη χαρά ...
Μέσα στο κάθε μου τραγούδι,
Που μοιάζει πάντα να πονεί
- σαν το χυμό μες στο λουλούδι,
σαλεύει πάντα μια φωνή,
που ανίσως και το ζωντανεύει,
σαν το χυμό του λουλουδιού,
θαρρείς και δεν μπορεί ν' ανέβει,
σα να' ναι ανήμπορου παιδιού ...
Γιατ' είμαστε σαν κάποια ρόδα,
πεσμένα μες στην παγωνιά,
- ρόδα, που τά' λιωσε μια ρόδα,
καθώς περνούσε στη γωνιά,
που αν και κομμένα, κι όλο χώμα,
και κυλισμένα καταγής,
δεν ξέρω τι θυμίζει ακόμα,
πως ήταν άνθη της αυγής ...
Γραμμένο στις 23.5.1935, σύμφωνα
με το χειρόγραφο, που προσθέτει ότι ήταν σχεδόν έτοιμο από πολύ καιρό.
Δημοσιεύτηκε τον ίδιο χρόνο στη Νέα Εστία και συμπεριλήφθηκε στην έκδοση
του 1939. ΝΗΠΕΝΘΗ 1921-Κώστας Καρυωτάκης ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η
κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, βαβήλ σκοτεινό, όπου
μυθιστορήματα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η
ελληνική σκόνη, ανακατεύονταν. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο.
Δύο
φωνές μου μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η γη είναι ένα
ωραίο γλύκισμα ωραίο (και η ευχαρίστηση σου θα είναι τότε χωρίς τέλος!)
μπορώ να σου δώσω μία όρεξη παρόμοια μεγάλη.» Και η δεύτερη: «Έλα! Ω,
έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!»
Και η φωνή αυτή τραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα
που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει από πού ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί
κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι γλυκιά φωνή!»
Από
τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή και πεπρωμένο
μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απέραντου υπάρξεως, στο μελανότερο της
αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και , θύμα της οξυδέρκειας
μου , σέρνω φίδια που μου δαγκώνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό
αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ
στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό
κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια
στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς.
Αλλά η φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα ‘όνειρα σου. Οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»