Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα'' | ||||||||||||||
Μικρή Πράσινη Θάλασσα(απόσπασμα, Οδυσσέας Ελύτης)
|
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016
Παραθέματα ποιητικού λόγου για τη ''Μοίρα''
Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016
Ιούλιος! Καλό μήνα!
|
Πίνακας, Γιάννης Τσαρούχης
|
Οδυσσέας Ελύτης- Γυμνός, Ιούλιο Μήνα ("Ο Μικρός Ναυτίλος") Γυμνός, Iούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Kοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Aπό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε Mόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Kι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σού υπακούει. Kι από τη φύση - αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. (Ο. Ελύτης, Εκ του πλησίον, Ίκαρος) «Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ’ ένα στεντόρειο μεσημέρι, γεμάτο τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, νάρθει η ώρα που θα δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις δροσερό νερό, καφέδες, και σιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.» Γκούσταφ Κλιμτ (Gustav Klimt Γιάννης Ρίτσος, [Υπέροχες νύχτες του Ιουλίου] Α, υπέροχες νύχτες του Ιουλίου με τα μαντολίνα των τζιτζικιών και των γρύλων – έλεγε, – το φωταγωγημένο βαποράκι της κωλοφωτιάς αγκυροβολημένο στο παλιό τζάκι της καλύβας, η καλύβα στα καλάμια της ακροποταμιάς – δε σου ζητούν αποδείξεις, οι φλέβες του νερού κάτω απ’ το χώμα δίχως ερώτηση, υπάρχουμε, μεγάλοι κύκλοι δροσιάς στην πυρωμένη έκταση της θερινής νύχτας, τ’ αλώνια με τα άλογα μετέωρα, οι θεριστάδες κοιμισμένοι στις θημωνιές, τα κορίτσια ξύπνια, η αψάδα του αμπελιού γλείφοντας τη γλώσσα της, το σκυλί του κυνηγού κοιτάζοντας το φεγγάρι. Ο μικρός ακούρευτος βοσκός ένιωσε μονομιάς την ευγένεια των ζώων και των άστρων, τη ζέστα του μαλλιού, τη δροσιά του νερού, το χέρι που έλειπε απ’ τη μέση του, τη μεγάλη απουσία εκείνου που δεν ήξερε πώς περίμενε, έφτιαξε με θυμάρι μια στρωμνή για δύο και ξάπλωσε μόνος, σε λίγο σηκώθηκε κ’ έκλαψε στο λαιμό του κριαριού του, (μαζί κλάψαμε, για άλλο ο καθένας), κλαίγανε και τα πρόβατα στην ασημένια νύχτα – Άγνωστη γνώση γνώση του σώματος, άγνωστο σώμα.
|
Σάββατο 11 Ιουνίου 2016
Πέτρινος Χρόνος (Μακρονησιώτικα)-Γιάννης Ρίτσος
Πηγή φωτογραφίας http://www.travelstyle.gr Μονεμβασιά: Το «πέτρινο καράβι» του Ρίτσου«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου. Κι όλο ασάλευτη μένεις να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη» (Τρίστιχα Γ).Η Καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς, στέκει πάνω στο βράχο αγέρωχη αγναντεύοντας τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου, από τον 6ο μ.Χ. αιώνα ως σήμερα. Η Μονεμβασιά, η πόλη των 40 εκκλησιών με τις καμάρες και τα λιθόστρωτα καντούνια, είναι το βυζαντινό και βενετσιάνικο στολίδι της περιοχής. Ιδρύθηκε από τους Λακεδαιμόνιους και στην συνέχεια πέρασαν από τα χώματά της διάφοροι κατακτητές. Μετά την παπική κατοχή την κατέλαβαν οι Ενετοί και έπειτα οι Τούρκοι. Το 1821 ήταν από τις πρώτες οχυρές πόλεις της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε. Είναι η γενέθλια πόλη του Ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου, όπου και βρίσκεται σήμερα ο τάφος του. |
O Γιάννης Ρίτσος με συντρόφους του στη Μακρόνησο.Το 1949, o Γιάννης Ρίτσος, μεταφέρεται στην Μακρόνησο. Συνεχίζει να γράφει, αν και απαγορεύεται. Zωγραφίζει όπου και όπως μπορεί: Σε πέτρες, ξύλα, κόκαλα ζώων. Συνεξόριστοί του, κυρίως ο Μάνος Κατράκης, κρύβουν τα ποιήματά του μέσα σε μπουκάλια και τα θάβουν στη Μακρόνησο, για να τα σώσουν.Εδώ το 1949,ο ποιητής γράφει τον «Πέτρινο χρόνο» (που έχει τον υπότιτλο «Μακρονησιώτικα»)Εκδόθηκαν για πρώτη φορά από το εκδοτικό του ΚΚΕ, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», τον Ιούλη του 1957 στο Βουκουρέστι, στην πολιτική προσφυγιά. Αν και ο τίτλος που είχε δώσει ο ποιητής στη συλλογή ήταν «Πέτρινος Χρόνος», κατά την αποστολή των δακτυλογραφημένων χειρογράφων στο Βουκουρέστι παράπεσε το εξώφυλλο κι έτσι πρωτοκυκλοφόρησαν με τον αυτοσχέδιο τίτλο «Μακρονησιώτικα». Ο «Πέτρινος Χρόνος», με τον αρχικό του πια τίτλο, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1974 σε αναθεωρημένη από τον ποιητή έκδοση, από τις εκδόσεις «Κέδρος». Πηγή http://www.rizospastis.gr/story.do?id=8441595 Γιάννης Ρίτσος, Μακρονησιώτικα, 1957(αποσπάσματα) Ένας ήλιος από πέτρα ταξίδεψε πλάι μας, καίγοντας τον αγέρα και τ’ αγκάθια της ερημιάς, τ’ απόγεμα στάθηκε στην ούγια της θάλασσας σαν κίτρινος γλόμπος σ’ ένα μεγάλο δάσος θύμηση. Πέτρινο το κρεβάτι που κοιμόμαστεπέτρινο το ψωμί όπου ακονίζουμε τα δόντια μας πέτρινο το χέρι όπου ακουμπάει το σαγόνι της η νύχτα. «Ολα τα μοιραστήκαμε, σύντροφοι, το ψωμί, το νερό, το τσιγάρο, τον καημό, την ελπίδα, τώρα μπορούμε να ζήσουμε ή να πεθάνουμε απλά κι όμορφα- σαν ν’ ανοίγουμε μια πόρτα το πρωί και να λέμε καλημέρα στον ήλιο και στον κόσμο». Δε μιλάνε Τηράνε την αντιφεγγιά της Αθήνας τηράνε τον ποταμό του Ιορδάνη σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι. Δεν το πιστεύαμε ποτές, νάναι τόσο σκληροί οι ανθρώποι Δεν το πιστεύαμε ποτές νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας. «Οι ρίζες του κόσμου» Κάτου απ’ τη δίψα μας είναι οι ρίζες του κόσμου. Πέρασε πολύς καιρός. Ό,τι πήραμε μαζί μας απ’ τα σπίτια μας όλα τρυπήσανε, λυώσανε. Απ’ το πολύ που κοιτάξαμε τη θάλασσα τους ανθρώπους και την καρδιά μας, τα μάτια μας γέμισαν αύριο. Δεν είναι ένα παράθυρο να κοιτάξουμε τη θάλασσα Αλλιώς κοιτιέται η θάλασσα απόνα παράθυρο αλλιώς πίσω απ’ το συρματόπλεγμα. Από τη συλλογή Πέτρινος χρόνος (1949) Γιάννη Ρίτσου, «Α. Β. Γ.»Τρία μεγάλα γράμματαγραμμένα μ’ ασβέστη στη ραχοκοκκαλιά της Μακρόνησος. (Όταν ερχόμαστε με το καράβι στριμωγμένοι ανάμεσα στους μπόγους και στις υποψίες μας τα διαβάσαμε πάνου απ’ το κατάστρωμα κάτου απ’ τις βρισιές του χωροφύλακα, τα διαβάσαμε εκείνο το ήσυχο πρωινό του Ιουλίου, κι η αρμύρα κι η μυρουδιά της ρίγανης και το θυμάρι δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θα πουν αυτά τα τρία ασβεστωμένα γράμματα). Α΄ τάγμα Β΄ τάγμα Γ΄ τάγμα ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Κι η θάλασσα του Αιγαίου είταν γαλάζια όπως πάντοτε πολύ γαλάζια, μόνο γαλάζια. Α΄ — Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, Β΄ — για το γυμνό στήθος της υγείας κεντημένο με μιαν άγκυρα και μια γοργόνα, Γ΄ — για το θαλάσσιο φως που πλέκει τα κουρτινάκια των γλάρων. Α.Β.Γ. 300 σκοτωμένοι. Μιλούσαμε, ναι, για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη — ο κάβουρας που ρεμβάζει στο νοτισμένο βράχο, άντικρυ στη μαλαματένια δύση, καθώς ένα μικρό μπρούτζινο άγαλμα του Ωκεανού. Α.Β.Γ. 600 τρελλοί. (Οι γυάλινες γαρίδες κυνηγώντας στα ρηχά τον ίσκιο του πρωινού άστρου, το χρυσό και γαλανό καλοκαίρι πετροβολώντας με κουκουνάρια το μεσημεριάτικο ύπνο των κοριτσιών, τα παλιά πεύκα ξύνοντας τη ράχη τους στην ασβεστωμένη μάντρα). Α.Β.Γ. 900 κουτσοί. Ζήτω ο βασιλεύς Παύλος. (Κι η Παναγιά του πόντου φλωροκαπνισμένη απ’το σούρουπο να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών καρφώνοντας μ’ ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα). Α.Β.Γ. Α.Β.Γ. (Μιλούσαμε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη, ναι, ναι). ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ — ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ Κι η θάλασσα είναι ακόμη γαλάζια όπως πάντοτε κι ο αμερικάνικος στόλος ταξιδεύει στο Αιγαίο ήσυχος, ήσυχος, ωραίος, και τ’ άστρα ανάβουν κάθε βράδι μικρές φωτιές να ψήσουν οι Άγγελοι την ψαρόσουπα της Παναγίας. Α.Β.Γ. Α.Β.Γ. Κι από κάτου απ’ τ’ αστέρια περνάνε καραβιές-καραβιές οι εκτοπισμένοι και τσουβάλια με κομμένα ποδάρια και τσουβάλια με κομμένα χέρια και τσουβάλια με νεκρούς ξεβράζουν οι φουρτούνες στις αχτές του Λαυρίου. (Αιγαιοπελαγίτικο τοπίο χρυσό και γαλάζιο). Α.Β.Γ. Σε τούτα τα βράχια τουφεκίστηκαν οι 300 του Α΄ Τάγματος, τούτα τα φύκια είναι μια τούφα μαλλιά ξεκολλημένα μαζί με το δέρμα απ’ το καύκαλο ενός συντρόφου που αρνήθηκε να υπογράψει δήλωση. Α.Β.Γ. Τα συρματοπλέγματα. Οι νεκροί. Οι τρελλοί. Α.Β.Γ. (Γαλάζια, η θάλασσα — πολύ γαλάζια. Χρυσό αιγαιοπελαγίτικο τοπίο. Οι γλάροι). Α.Β.Γ. Μαύρη, κατάμαυρη θάλασσα Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο. Τα συρματοπλέγματα. Α.Β.Γ. Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια, κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά, μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του. Α.Β.Γ. [πηγή: (Γιάννης Ρίτσος -Πέτρινος χρόνος-Τα Μακρονησιώτικα) «...Κι η Παναγιά του Πόντου φλωροκαπνισμένη απ' το σούρουπο να σεργιανάει ξυπόλυτη στην αμμουδιά συγυρίζοντας τα σπίτια των μικρών ψαριών καρφώνοντας μ' ένα θαλασσινό σταυρό τη φεγγαρίσια της πλεξούδα...» Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ /ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΏ ΠΗΓΕΣ Ημερολόγια εξορίας (απόσπασμα) - Γιάννης Ρίτσος |
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)