Σελίδες

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΡΕΤΗΣ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ (ΦΥΚΟΕΣΣΑ)


Η Φάρσαλος κτισμένη στις υπώρειες του Κάστρου του Πηλέως. Χαρακτικό του S. Pomardi αρχές 19ου αι.
ΦΘΙΑΣ ΓΗ

 Μίσεψες, ζωή μου!

Νοσταλγικά κρατώ το ανθογυάλι των στιγμών μου.
Χαμόγελα μού αντιστέλνει και ματσάκια παπαρούνες
κι ανεμώνες, με αγάπη από τους αγρούς μαζεμένα.
Δίπλα ‘κείνη η τούμπα με το μικρούλι άνοιγμα,
όπου παίζαμε κρυφτό.
Τάφο Μυκηναϊκό τον ονομάτισαν αργότερα οι Αρχαιολόγοι.
Για μάς ήταν η σπηλίτσα. 
Εκεί ευλαβικά αποθέταμε τα παιδιακίσια μας όνειρα.
Κατόπιν τα σκορπίζαμε στα ολάνθιστα λιβάδια.
Ανάρια στον λόφο του Άι Λιά μας σκαρφαλώναμε,
την σκέπη της μικρής μου Πατρίδας.
Σκαλίζαμε πάνω στις πέτρες τις τεράστιες του Τείχους.
Την καρδιά μας ζωγραφίζαμε στις λίθινες δομές
του κάστρου της Φθίας.
Τότε δεν ξέραμε!
Αγνοούσαμε πως στήναμε γέφυρα συνομιλίας με την Ιστορία.
Ήταν οι πέτρες μας, όπου ξεκρίναμε φίδια και κρινάκια
ανταμωμένα με το ξωκκλήσι το εγκιβωτισμένο, του Προφήτη 
με το κουπί, αναζητητή της Ού- τοπίας.
 Κάτω η απλωσιά κεντημένη με τις λιγοστές κεραμιδένιες 
στέγες,
ο Απιδανός, η κολυμπήθρα του Αχιλλέως, και πέρα,
ως το βάθος του ορίζοντα, τα σταροχώραφα.
Ο Τόπος μου, η Γεννήτρα μου, η Φάρσαλος, Φθίας Γη.
''ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ''

Art by Hélène Bélan
ΦΥΚΟΕΣΣΑ
Στο παραθύρι γερμένη αναμετρούσε
της βροχής το ράπισμα στην θάλασσα
και την μέσα της καταιγίδα.
Το κύμα το πολύβουο αφουγκραζόταν
και τους ξέπνοους της καρδιάς της αχούς,
ένα κουβάρι φύκια κι αρμύρα
και ταξίδια που δεν έκανε.
Δρασκέλισε το κατώφλι.
Ψυχανεμίστηκε ανάερα ο Γλάρος 
τις κραυγές της τις βουβές
και πάνωθέ της με απορία ζυγιάστηκε.
− Μου μοιάζεις, ψιθύρισε Εκείνη,
βαθύ μου πέλαγος, σου μοιάζω!
Εκεί, εκεί, στην γραμμή του ορίζοντα!
Εκεί, στου ουρανοθάλασσου το σμίξιμο!
Εκεί, εκεί...
Έγινε Ένα με την αλμύρα.
Κι αυτή Φυκόεσσα.
" ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ "
ΕΡΩΤΙΚΟ ΒΑΛΣΑΚΙ

Είναι κι αυτοί οι ξεφτισμένοι τοίχοι,
που αναδύουν τις ανασεμιές εκείνων
που τους άγγιξαν με το βλέμμα τους
και τους νότισαν με την μυρουδιά τους.
Αφουγκράσου και θα σου τραγουδήσουν
βήματα πάνω στην σκάλα την ελικωτή,
την σκουριασμένη απ’ της φθοράς το διάβα.
Θ’ ακούσεις αγάπης λόγια και ταχταρίσματα
και την θλίψη βουβά να θρηνεί από
τα χάσκοντα πορτοπαράθυρα.
Με γητεύουν αυτά τα σπίτια της εγκατάλειψης
με τις ραγισματιές, παράσημα του Χρόνου.
Χρωστήρα κάνω την ψυχή μου και με
δικά μου χρώματα τα βάφω.
Βιολιστής το σαράκι γίνεται και με του ανέμου
την άρπα βαλσάκι ερωτικό συνθέτουν!
Η ζωή που χορεύει μέσα στα χαλάσματα!
''ΜΕΛΛΙΣΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ''
ΧΑΡΑΣ ΙΖΗΜΑΤΑ
Τι ποίημα να γράψω απόψε,
τώρα που το ποτάμι ετοιμάζεται
ν’ ανταμώσει την θάλασσα;
Σε ποιας ιαχής άκουσμα
ν’ απλώσω την ψυχή μου;

Πνιγμένη σε δαχτυλίδια καπνού
χάνομαι στης μνήμης τα ξέφωτα.
Λικνίζομαι υπό τον ήχον ενός μπλουζ,
ενώ αγνώστων σιλουέτες συνθέτουν
το σύνολο των θαμώνων.
Σύναξη μοναξιάς με φόντο 
τους βυσσινί τοίχους του μπαρ
και με αιωρούμενα χαμόγελα
δίχως αποδέκτη να καθρεφτίζονται
στα χρυσοποίκιλτα κάτοπτρα.
Σαν μάσκες τα φαιδρά πρόσωπα
φαντάζουν
τον κυνηγό έρωτα ενδεδυμένα, 
προς άγραν.

Κι εγώ, την γραφίδα κρατώντας, 
τι ποίημα να γράψω απόψε;
Με εγκατέλειψαν οι λέξεις
κι ακούω μόνον τις άηχες κραυγές
να μνηστεύονται τις μουσικές μίξεις.

Σαββατόβραδο απόψε
και τα «νομίσματα» χαράς
ιζήματα έγιναν 
σ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
" ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ "

Richard-Franklin-peinter

ΛΥΤΡΩΣΗ

Που ταλανίζεσαι, ψυχή μου;

Ποια δύναμη μυστική  σε σκόρπισε 

στα μεστωμένα στάχυα;

Θυμίαμα έγινες και τον Πλάστη αντάμωσες.

Τα δάχτυλά σου μάτωσαν 

πα στην πέτρα την ξεραμένη κι η λίμνη ύδατα 

άπλωσε της αμαρτίας τους ρύπους να 'ξαγνίσει

και πορφυρώθηκε.

Κοπετός και θρήνος και κάλεσμα.

Ο πέπλος σου, σχισμένος απ' της ενοχής τ' αγκάθια,

αφήνει χνάρια στο νιόβγαλτο τριφύλλι.

Στον ακρόβραχο στέκεσαι κι ουρλιάζεις. 


Έλα, έλα, έλα να με σώσεις,  Σταυρωτή μου.

Πυράκτωσες το σώμα μου και ξεσκλήδι κρεμάται 

στο βρυχούμενο πέλαγος. 

Την καρδιά μου αιμάσσουσα ξερρίζωσες.

Σε ποιας γης την άκρα την απίθωσες;

Φέρτην πίσω,

Σε προστάζει η Αγάπη!


Με περιζώνουν Εριννύες, η Χίμαιρα εφορμά.

Σώσε με, σώσε την σφαδάζουσα ψυχή μου,

το κορμί που πυρπολείται.

Εξάγνισόν με, άγγελε του θανάτου, άγγελε της ζωής.

Ακούω ποδοβολητά!

Έρχονται, έρχονται οι ύαινες λιμαίνουσες.

Ήμαρτον, Κύριε.

Αφέθηκα, αγάπησα, μίσησα, αμάρτησα, αλώθηκα!

Προσπέφτω ίλεως.

Πυριφλεγής χοάνη ανήλεως με καταπίνει.

Αποτεφρώνομαι!

Χάρισέ μου λύτρωση, Ποιητή της Αγάπης! 
''ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ''

Eduard Zentshik, 1975 ~ Surrealist painter


ΣΥΝΑΓΜΑΤΑ

Σκέφτομαι από σένα τι απόμεινε!


Παλλόντων

Πλήκτρων 

Πληγές 


Λέξεις 

Λάθρα

Λεχθείσες


Ποιήματα 

Πόθου 

Ποιηθέντα


Τα σύναξα όλα  σ' ένα σεντούκι 

μεγάλης χωρητικότητος, λίαν μεγάλης!

Με πίεση έκλεισε το καπάκι.

Το στόλισα με γιασεμιά και λεμονάνθια,

μυρόπνοα σαν την μιλιά σου την γητεύτρα.

Με απορία το κοιτώ.


Μα, τι τις ήθελες τόσες λέξεις κι ακούω 

τον στεναγμό τους να διατρυπά τα τοιχώματα;

Από την κλειδαριά  δραπετεύουν

κι εγώ ανήμπορη να τις παραμυθήσω.

Ντρέπονται να με κοιτάξουν, που γίναν δρόμοι 

για την ανεμόεσσα αγάπη σου, αθέλητά τους.

Δεν τις λυπήθηκες;

Γιατί τις ξύπνησες απ' της νιρβάνας την ραστώνη;

Δύο αρκούσαν!  Μόνον δύο.

ΧΑΡΗΚΑ 

ΑΝΤΙΟ

Γιατί ταλάνισες τόσες λέξεις;
"ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ "

ΞΑΦΝΙΚΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Πώς ήρθε και φώλεψε,

μην με ρωτάτε.


Ένα αερικό! 

Μ' αγιοκλήματος ευωδιά

μεθυστική

Με γεύση φυκιών 

κι αλμύρας 

Με χρώματα Ανατολής 

και Δύσης 

Με δυό πράσινες πινελιές

γλυκοφόρες. 


Μην με ρωτάτε, 

πώς εντός μου ενοικεί, 

τούτος ο ξαφνικός Έρωτας.
" ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ "

ΑΚΡΟ-ΣΤΟΙΧΙΖΟΝΤΑΣ

Χ άθηκα στις δασιές πευκοσκιές

Α ναρριχήθηκα σε γκριζωπούς βράχους 

Ρ ίζωσα εκεί με τα μωβανθάκια

Α ντάμωσα την ομορφιά της φύσης


Ε να με τα γύρω μου ένοιωσα!

Λ εμονανθούς γητευτές οσφράνθηκα

Π ετώντας σαν νια πεταλούδα, ως

Ι αμα το νέκταρ πλέρια ετρύγησα 

Δ εήθηκα στιγμές χαράς κι ελπίδας

Α ναπέμποντας στο Σύμπαν την ψυχή μου


Ο νειρεύτηκα, ναι,  ονειρεύτηκα!

Ν α χαμογελά ξανά η Οικουμένη

Ε να Αύριο δίχως τούτες τις μάσκες,

Ι δανικά δομημένο με υλικό την Ισότητα,

Ρ υμοτομημένο με δρόμους Δικαίου

Ο μορφο Κόσμο, από Αγάπη ανθισμένο
''ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ''

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Ανασκαλεύει την ζέουσα στάχτη. 

Είπε σήμερα να αποτεφρώσει τις θύμησες.

Μία μία τις έρριξε προσάναμμα  κάτω 

από μυρωδάτο ελιάς κούτσουρο. 

Πήρε αυτό να πυρώνει, θέριεψε η φωτιά

κι άρχισε να λικνίζεται σε ρυθμό μπλούζ.


-Σςςς, του είπε, μην μιλάς! Αφουγκράσου! 

Δεν ακούς το τραγούδι των ξύλων;

Για σένα μιλεί.

Έπιασε ν' ακούει. 

Δεν ήξευρε πως τα ξύλα τραγουδούν,

σαν με την φωτιά ερωτοχτυπιούνται.

Μέσα στις αντιλαμπές λικνίζονται οι στιγμές του.

Ένα ποτάμι η χαρμολύπη του κελαρυστό,

να ροβολά κατά την θάλασσα με την αλήθεια του.

Μια αηδόνα η ψυχή του, να χτίζει την φωλιά της

σε βουνίσιας ελιάς τα νιόβγαλτα κλαδιά, αυτής 

που τώρα δά τεμαχισμένη εύμορφα καίγεται!


Για ποια ζωή τού μιλεί;

Αυτή που δεν έζησε;

Ή μήπως την έζησε, αλλά ξεθώριασε;


Ω! Είπε απόψε να κάψει τις θύμησες 

κι αφέθηκε στον χορό τους.  

Αυτοπυρπολήθηκε!
"ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ "


Kostas Rigoulis Tsigris-peinter

ΕΥ-ΔΟΚΕΙΝ

Ετών 23

Σμίλευε την ζωή με όνειρα.

Σπίτι στην θάλασσα,

να μαζεύει κοχύλια,

να κρατά αγάπης χέρι.

Ετών 53

Τα όνειρα ματαιωμένα.

Δυάρι στα Πατήσια,

μαζεύει άδειες στιγμές,

κρατά της μοναξιάς το χέρι.
" ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ "

ΑΥΤΟΣΥΣΤΑΣΗ

Γεννήθηκα

την ώρα που πανώρια η  Άνοιξη τραγουδούσε

Βαπτίστηκα

στου Απιδανού την κολυμβήθρα το νάμα το ιερόν

 

Μεγάλωσα

με τ' ανέμου την βουή στα μεστωμένα στάχυα

Ζύμωσα 

σε χωμάτινους δρομίσκους  τα μικρά μου χνάρια


Σύναξα 

άλικες παπαρούνες και χαμομήλια μυριστικά

Αφουγκράστηκα

μαλανολευκόπτερων λελεκιών κροταλίσματα


Αξιώθηκα

σπαθιζόντων χελιδονιών γλυκείς τιτιβισμούς

Νανουρίστηκα

με λικνιζόμενων πλατανόφυλλων θροΐσματα

Απίθωσα

στου Πηλέα  το κάστρο τα πρώτα μου ονείρατα

Συναπαντήθηκα,

στης ζήσης μου το λιόγερμα, με την Ποίηση.
" ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ "

ΜΙΣΟΡΑΜΜΕΝΟ ΝΥΦΙΚΟ

Στεκόταν πάγγυμνη στον ήλιο του μεσημεριού.

Το κορμί της, διάστικτο απ' αλμύρα κι αμμόκοκκους,

το ράμφιζαν ανηλεώς περαστικά θαλασσοπούλια.

Ένοιωθε να λυγίζει απ' τους πικρούς ακκισμούς,

αλλά ακίνητη παρέμενε, σαν άψυχη κούκλα!

Να ξαναζεί ήθελε τους πόνους με κάθε ράμφισμα,

όσους άντεξε κι αντέχει με την Παρούσα Απουσία.


Είναι αυτό, του Έρωτος το γλυκόπικρον!

Να βλέπεις το αίμα να ρέει, 

κι εσύ να το ονοματίζεις ροδανθό!

Να βουλιάζεις στου έλους τον καταποτήρα,

κι εσύ να τον ζωγραφίζεις αερόστατο αγάπης!

Να λάμνεις μιαν άκουπη βάρκα στεργιανή,

κι εσύ να την βαφτίζεις καλάρμενη γαλέρα!


Τ υφλός

Υ ποκινητής

Φ λογός

Λ υμαινούσης,

Ο λεθρίως

Σ αρώνει

ο αδάμαστος Έρως!

Μια πρόβα μισοραμμένου νυφικού είναι,

που του Υμεναίου τα δώρα ακόμη προσμένει.

" ΣΑΝ ΤΟΥ ΡΟΔΙΟΎ ΤΟ ΚΌΚΚΙΝΟ "

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΑΡΕΤΗΣ ΓΟΥΡΓΙΩΤΟΥ  (ΦΥΚΟΕΣΣΑ)

Γεννήτρα μου η της αρχαίας Φθίας Γη, η Φάρσαλος, στον Θεσσαλικό κάμπο.
Εκτός από το πτυχίο της Ζωής, απέκτησα και της Φιλολόγου, φοιτώντας στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δίδαξα επί τριανταπέντε χρόνια σε Γυμνάσια και Λύκεια της Ελλάδας και στο Ελληνικό κολλέγιο του Λονδίνου.
Πατρίδα μου η θάλασσα κι η αρμύρα της, Φυκόεσσα εγώ.
Αγάπησα τα γύρα μου, τον άνθρωπο και τις λέξεις.
Μ' αυτά πορεύτηκα στης ζήσης μου τα περάσματα, ώς άνθρωπος και Φιλόλογος, περιδιαβάζοντας των Παιδιών τις ψυχές. Ευλογία το συναπάντημά τους.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

 Έχω συμμετάσχει σε πολλά Ανθολόγια ποιήσεως, Λογοτεχνικά ημερολόγια και περιοδικά και λογοτεχνικές στήλες εφημερίδων.

Ποιήματά μου φιλοξενήθηκαν από έγκριτους διαδικτυακούς ιστότοπους.

Συμμετοχή στο ηλεκτρονικό Λογοτεχνικό έργο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ και στην ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Επίσης συμμετείχα με  απαγγελία ποίηματός μου στο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης με θέμα την Ειρήνη.

For a world Without Wars World Poetry Initiaktives

Αθήνα Ιούνιος 2019.

Υπήρξα μέλος Κριτικής Επιτροπής σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης το 2019.

ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ

1.ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ  Εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ 2019 

(Α' Βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό για βιβλίο ΠΟΙΗΣΗΣ 2019 του Συλλόγου   ΛΟΓΟΥ- ΜΟΥΣΙΚΗΣ- ΤΕΧΝΗΣ "ΛΙΝΟΣ")

2. ΜΕΛΛΙΣΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ  Εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ 2020

3. ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ  Εκδόσεις ΒΕΡΓΙΝΑ ( υπό εκτύπωσιν )

4. ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΕΣ (υπό έκδοσιν)

5. ΣΑΝ ΤΟΥ ΡΟΔΙΟΥ ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ (υπό έκδοσιν)

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Γιάννης Ρίτσος -Ίσως να ’ναι κι έτσι


«Άστε με το λοιπόν να μιλήσω όπως μου ’ρχεται για πράματα που δεν τα γράφει ποτέ καμιά Ιστορία, πράματα σιωπηλά, βαθιά, αμελημένα, αθώα, περιπαιχτικά, σημαδιακά, ερωτικά, παιδιάστικα, πονηρούτσικα, παμπόνηρα, βουλιαγμένα σαν Ατλαντίδες, τοιχογραφίες της Θήρας…». (Ίσως να ’ναι κι έτσι)

Απόσπασμα
[..]Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
(…)

Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια.

(..)Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…

(…) Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους..

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Ρίτσου - "Ίσως να 'ναι κι έτσι"...

Ο ζεϊμπέκικος αρχικά ήταν καθαρά αντρικός χορός, αργός και βαρύς. Χορευόταν αποκλειστικά από άνδρες, σε κύκλο χωρίς να υπάρχει λαβή στα χέρια. Περιλάμβανε πού συχνά επίδειξη οπλομαχητικής και είχε τις ρίζες του σε αρχαίο θρακικό χορό. Στη Μικρά Ασία οι παλιοί αυτοί θρακικοί ρυθμοί εκτελούνταν με τα τοπικά έγχορδα όργανα. Με την πάροδο του χρόνου και τις έντονες ανατολίτικες επιρροές άρχισαν να χρησιμοποιούνται και κάποιες ελλάσωνες μουσικές κλίμακες.

Έτσι η μουσική εξελίχθηκε ακολουθώντας το χρώμα της Μικράς Ασίας και διαφοροποιήθηκε αρκετά. Το ίδιο ακολούθησε και στον χορό. Σιγά σιγά έχασε την ομαδική κυκλική του μορφή και εξελίχθηκε σε έναν μάλλον μοναχικό χορό. Κράτησε όμως τα βασικά χαρακτηριστικά του και τον μοναδικό ρυθμό του, τα 9/8. Αυτή είναι και η ομορφιά του. Ο χαρακτηριστικός, έντονος και ιδιαίτερος ρυθμός του..

Ο ζεϊμπέκικος είναι χορός λεβέντικος και μοναχικός βασισμένος στον αυτοσχεδιασμό. Ένας καλός χορευτής πρέπει να ξέρει αυτά τα λίγα παραδοσιακά βήματα που έχουν σωθεί μέχρι τις μέρες μας, να γνωρίζει και να μπορεί να ακολουθήσει το χαρακτηριστικό ρυθμό του Ζεϊμπέκικου και να χορεύει εκφραστικά και δυνατά ώστε να μπορεί να σταθεί μόνος του στον χορό.

Καμιά φορά τυχαίνει να ξυπνάς μ' ένα προαίσθημα μακρινής ευτυχίας ή επιτυχίας, τρίβεις τα μάτια σου, κοιτάς το παράθυρο, ψάχνεις για κάτι που να επαληθεύει το προαίσθημά σου. Το φως είναι απαλό και σοβαρό. Δε σου είχε υποσχεθεί τίποτα. Δε σου επιτρέπει να το ανακρίνεις. Γυρίζει απ' το γαλάζιο στο ρόδινο κι ύστερα στο χρυσό. Κάτω απ' τα όμορφα χρώματα μαντεύεις το πλατύ κενό που δεν επικυρώνει τις καλές σου διαθέσεις. Ανοίγεις διάπλατα το παράθυρο. Ήλιος. Οικιακός ουρανός. Κι ένα μικρό σύννεφο άσπρο. Ίσως αυτό. Πλένομαι βιαστικά για να προφτάσω κάτι, δεν ξέρω τι. Και το νερό, τόσο δροσερό, συνεργατικό, δίνει ένα επιχείρημα στην αναμονή σου. Ψήνω τον καφέ μου είμαι ευχαριστημένος απ' τον εαυτό μου νοικοκυράκος, αυτεξούσιος κι ομορφούλης. [...]

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Βροχή -Ποιήματα του Σταύρου Βαβούρη

Σταύρος Βαβούρης: Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
πάντοτε βρέχει.

Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
πίσω από ’να τζάμι
που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
Κάνεις να το σκουπίσεις
μα το νερό,
αμέσως πάνω απ’ τ’ άλλο το νερό
όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
έν’ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
πριν διαλυθεί μες στη βροχή.

Βρέχει στους χωρισμούς.
Ακόμα και ν’ αστράφτει, κάτω από το φως,
ο κόσμος όλος
Περίεργο! Βρέχει,
πάντοτε βρέχει.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Ο καιρός γυρίζει στη βροχή
Ιούνιο μήνα.
Κι έτσι καταλαβαίνω, μη μου γράψεις:
«Θα τόθελα, αλλά…»,
πάλι η συνάντησή μας αναβάλλεται
γιατι, ο καιρός γυρίζει στη βροχή.
Σε λίγο οι δρόμοι θα γλιστρούν
και κάτω απ’ το νερό θα χάνονται
         γλιστρώντας όλα.

Καταλαβαίνω, μην αρχίσουμε και πάλι
ανώφελες  προφάσεις κι υποσχέσεις
          -τόσες υποσχέσεις-
που δεν μπορούμε, λόγω βροχής
ή και ποικίλων άλλων περιστάσεων, να κρατήσουμε.

ΛΑΜΠΟΝΤΑΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Λάμποντας εκείνο το βράδυ-θυμάστε;-
περίεργα κι εντυπωσιακά.
Μετά τον Έρωτα εκπέμποντας ολόκληρος μια νειότη
χαμένη προ πολλού
μα πούχε ξαφνικά παλινδρομίσει
και χωρίς φειδώ τον έλουζε
για τελευταία κι αλησμόνητη φορά:

Λάμποντας,
θερίζοντας εκείνο το βράδυ…
ΤΟ ΒΡΑΔΥ…
Τέτοιαν ώρα περιμένω πάντοτε ΄
Ο ήλιος βασιλεύοντας
απλώνει τρυφερά για λίγο κι’ αναπάντεχα
το φώς του γύρω  μου
Φυσάει στις γρίλλιες ο άνεμος
κι’ έπειτα κλαίει απαρηγόρητη
συχνά η βροχή στα τζάμια.

Κι’ εγώ να περιμένω πάντοτε
δίχως να μπορώ να ξεχωρίσω πιά
ούτε κάν κατά προσέγγιση
να μην μπορώ να καταλάβω
τί μού εκμυστηρεύονται
τί θέλουν ΄ να μού πούν
τί μού επισημαίνουν –τί-
ο ήλιος πρίν χαθεί
ο αέρας φεύγοντας

και κλαίοντας μετά η βροχή.

μάτια (α)
Τά μάτια σου, τα μάτια σου θυμάμαι
πυγολαμπίδες που ‘χαν τρελαθεί μες στο σκοτάδι

Μ’ ένα τους βλέμμα με πεθαίναν
με μια ματιά τους μ’ ανασταίναν.

Τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ν’ αντανακλούν μαρμαρυγές τη νύχτα
πυγολαμπίδες στο σκοτάδι
          που ‘σβήσαν την αυγή.
--
μάτια (β)
Θα δω τα μάτια σου άραγε ξανά
χάδι κι απειλή μαζί μες στο σκοτάδι;
με μια ματιά μ’ ανάσταιναν
με μι’ άλλη τους με πέθαιναν

σα να μ’ είχε ο θάνατος ξεχάσει
σα να μ’ άνοιγε η ζωή
την πόρτα της τυχαία πάλι.
--
μάτια (γ)
Θα ‘χουνε διαβάσει μερικοί τα ποιήματά μου
θα τα ‘χουν αγαπήσει.
Κανείς όμως δεν είχε
          σκύψει να κοιτάξει
μήπως μπορέσει και διαβάσει
τι γράφανε, τι γύρευαν τα μάτια μου.

Σταύρος Βαβούρης: [Φυγόκεντρό μου ποίημα…]

[Ενότητα Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα](1)

Φυγόκεντρό μου ποίημα
Κάνεις να ξεφύγεις προς τα δω
Κάνεις προς τα κει
Σου ’χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
— Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
— Εκεί —φρενιάζω— εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.

Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
— Θα σε καρφώσω — μαίνομαι
— Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που ’σαι θα πλαντάξεις,

θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.

Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.

Σχόλια-παραπομπές του ποιητή σε δάνειους στίχους
(1) Βλέπε το στίχο του Μάρκου Μέσκου:
Πού πάει, πού με πάει αυτός ο άνεμος;

Από τη συλλογή Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985) του Σταύρου Βαβούρη

Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος: έρχομαι.
«Έρχομαι» μου ʼλεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε Παρατατικό)
«μα μʼ έπιασε η βροχή».
«Ήρθα» σε χρόνο Αόριστο «αλλʼ είχες φύγει πια»
«θα ʼρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων).
Και μʼ όλα τʼ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς νʼ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μʼ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μʼ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τ ό τ ε, μʼ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τʼ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν», στο «θα» και στο «αλλά».
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ʼρχόσουνα, να ʼρχόσουν και τι να ʼταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στʼ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω»… «όταν έρθω»… «για να ʼρθω»…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις·
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μʼ άλλα λόγια, ό, τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: «Να ʼρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να ʼσαι εδώ».
Ενώ η Προστακτική δεν είνʼ επίτευξη·
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«ελέησον και σώσον, έλα» λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι ʼναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ʼρχεσαι, να ʼρθεις,
ίσως και να ʼρχόσουνα, να ʼρθεις; αν έρθεις.
Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μʼ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής την μπλόφα:
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! ναι!- κι ελθόντες:
εκείνοι που έρχονται και θα ʼρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε,
που θα ʼρθουν αν μπορέσουν πάλι.
Τέλος, όλοι κείνοι
που ʼχουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μʼ είχανε κλείσει έξω απʼ την τροχιά τους.

Σταύρος Βαβούρης, ένας σπουδαίος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς

Σταύρος Βαβούρης (1925 – 2008)
Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο). Αν και κληρονόμησε μια κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» και ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως…».

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα πολωνικά και τα βουλγαρικά. Το 1986 τιμήθηκε με το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Στο λογοτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται ένα κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή Άθω Δημουλά και μια συλλογή από τέσσερα διηγήματα.

Ο Σταύρος Βαβούρης πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 83 ετών.

Εργογραφία

  • Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
  • Τρία ποιήματα (1954)
  • Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
  • Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
  • Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη (1963)
  • Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
  • Εν ερημίαις και σκολιαίς (διηγήματα, 1965)
  • Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (Δοκίμιο,1966)
  • Ορφέας κατερχόμενος  (1971)
  • Delecta (1971)
  • Ποιήματα (1977)
  • Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
  • Carmina profana  (1983)
  • Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
  • Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985)
  • Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες (1987)
  • Εξ άλλου, μη ρωτάς (1988)
  • Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
  • Κι αυτά, ίσως… (1999)
Περισσότερα ποιήματα θα βρείτε/ΕΔΩ