Σελίδες

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Βροχή -Ποιήματα του Σταύρου Βαβούρη

Σταύρος Βαβούρης: Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς

Περίεργο, βρέχει στους χωρισμούς,
πάντοτε βρέχει.

Όλα τα βλέπεις να τρεμίζουν δυσδιάκριτα
πίσω από ’να τζάμι
που το χτυπάει ανήλεη η βροχή.
Κάνεις να το σκουπίσεις
μα το νερό,
αμέσως πάνω απ’ τ’ άλλο το νερό
όλο και το θαμπώνει πιο πολύ
καθώς απομακρύνεται στο δρόμο
έν’ απολύτως ακαθόριστο περίγραμμα
και να! θολό, που κοντοστέκει λίγο
πριν διαλυθεί μες στη βροχή.

Βρέχει στους χωρισμούς.
Ακόμα και ν’ αστράφτει, κάτω από το φως,
ο κόσμος όλος
Περίεργο! Βρέχει,
πάντοτε βρέχει.

Πηγή: ελληνική ανθολογία της νέας ποιήσεως, εκδ. Άγκυρα (1974)

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ
Ο καιρός γυρίζει στη βροχή
Ιούνιο μήνα.
Κι έτσι καταλαβαίνω, μη μου γράψεις:
«Θα τόθελα, αλλά…»,
πάλι η συνάντησή μας αναβάλλεται
γιατι, ο καιρός γυρίζει στη βροχή.
Σε λίγο οι δρόμοι θα γλιστρούν
και κάτω απ’ το νερό θα χάνονται
         γλιστρώντας όλα.

Καταλαβαίνω, μην αρχίσουμε και πάλι
ανώφελες  προφάσεις κι υποσχέσεις
          -τόσες υποσχέσεις-
που δεν μπορούμε, λόγω βροχής
ή και ποικίλων άλλων περιστάσεων, να κρατήσουμε.

ΛΑΜΠΟΝΤΑΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Λάμποντας εκείνο το βράδυ-θυμάστε;-
περίεργα κι εντυπωσιακά.
Μετά τον Έρωτα εκπέμποντας ολόκληρος μια νειότη
χαμένη προ πολλού
μα πούχε ξαφνικά παλινδρομίσει
και χωρίς φειδώ τον έλουζε
για τελευταία κι αλησμόνητη φορά:

Λάμποντας,
θερίζοντας εκείνο το βράδυ…
ΤΟ ΒΡΑΔΥ…
Τέτοιαν ώρα περιμένω πάντοτε ΄
Ο ήλιος βασιλεύοντας
απλώνει τρυφερά για λίγο κι’ αναπάντεχα
το φώς του γύρω  μου
Φυσάει στις γρίλλιες ο άνεμος
κι’ έπειτα κλαίει απαρηγόρητη
συχνά η βροχή στα τζάμια.

Κι’ εγώ να περιμένω πάντοτε
δίχως να μπορώ να ξεχωρίσω πιά
ούτε κάν κατά προσέγγιση
να μην μπορώ να καταλάβω
τί μού εκμυστηρεύονται
τί θέλουν ΄ να μού πούν
τί μού επισημαίνουν –τί-
ο ήλιος πρίν χαθεί
ο αέρας φεύγοντας

και κλαίοντας μετά η βροχή.

μάτια (α)
Τά μάτια σου, τα μάτια σου θυμάμαι
πυγολαμπίδες που ‘χαν τρελαθεί μες στο σκοτάδι

Μ’ ένα τους βλέμμα με πεθαίναν
με μια ματιά τους μ’ ανασταίναν.

Τα μάτια σου, τα χείλη σου,
ν’ αντανακλούν μαρμαρυγές τη νύχτα
πυγολαμπίδες στο σκοτάδι
          που ‘σβήσαν την αυγή.
--
μάτια (β)
Θα δω τα μάτια σου άραγε ξανά
χάδι κι απειλή μαζί μες στο σκοτάδι;
με μια ματιά μ’ ανάσταιναν
με μι’ άλλη τους με πέθαιναν

σα να μ’ είχε ο θάνατος ξεχάσει
σα να μ’ άνοιγε η ζωή
την πόρτα της τυχαία πάλι.
--
μάτια (γ)
Θα ‘χουνε διαβάσει μερικοί τα ποιήματά μου
θα τα ‘χουν αγαπήσει.
Κανείς όμως δεν είχε
          σκύψει να κοιτάξει
μήπως μπορέσει και διαβάσει
τι γράφανε, τι γύρευαν τα μάτια μου.

Σταύρος Βαβούρης: [Φυγόκεντρό μου ποίημα…]

[Ενότητα Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα](1)

Φυγόκεντρό μου ποίημα
Κάνεις να ξεφύγεις προς τα δω
Κάνεις προς τα κει
Σου ’χω αποκλείσει όλα σου τα διέξοδα
— Αέρα, λίγο αέρα
Κάνε λίγο πέρα, δήμιε κορωμένε
— Εκεί —φρενιάζω— εκεί
Γράψου πρώτα κι ύστερα τα λέμε.

Δήθεν πειθαρχείς, παύεις να καλπάζεις
Λίγο δε λακτίζουν μέσα μου οι οπλές σου
Μαζεύεσαι έντρομο στο κέντρο
όπως οι φλόγες της φωτιάς τής περιφέρειας
που έχω ανάψει όλο και πλησιάζουνε
— Θα σε καρφώσω — μαίνομαι
— Μην ελπίζεις στη φυγόκεντρη φορά σου
Κει που ’σαι θα πλαντάξεις,

θα γίνεις στάχτη, παρανάλωμα μαζί μου
αν δω πως δε μπορώ
πόσο και πώς μπορώ να σε ημερώσω, να σε σώσω.

Η μοίρα σου είμαστε η φωτιά κι εγώ
φυγόκεντρο, αφηνιασμένο ποίημά μου.

Σχόλια-παραπομπές του ποιητή σε δάνειους στίχους
(1) Βλέπε το στίχο του Μάρκου Μέσκου:
Πού πάει, πού με πάει αυτός ο άνεμος;

Από τη συλλογή Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985) του Σταύρου Βαβούρη

Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «Έρχομαι»
Που λέτε, μια ολόκληρη ζωή σχεδόν
από τον ένα άνυδρο και φυσικά παντέρημο πλανήτη
στον άλλο και στον άλλο του μεγάλου αστερισμού
των εγκλίσεων και των χρόνων
του ρήματος: έρχομαι.
«Έρχομαι» μου ʼλεγαν δηλαδή
(έγκλιση οριστική και χρόνος Ενεστώς)
κι έπειτα «Ερχόμουνα» (σε Παρατατικό)
«μα μʼ έπιασε η βροχή».
«Ήρθα» σε χρόνο Αόριστο «αλλʼ είχες φύγει πια»
«θα ʼρθω και πάλι αν κατορθώσω» (Μέλλων).
Και μʼ όλα τʼ «αν», τα «θα» και τα «αλλά»
που συνοδεύαν Παρατατικό, Αόριστο και Μέλλοντα
είχα μια απεριόριστη πεποίθηση –πιστέψτε με–
(ήτανε χρόνοι Οριστικής – πώς νʼ αμφιβάλλεις;)
Αν και τότε ακόμα ο ερχομός τους
έμπαινε πια σε πλαίσια ιστορικά
μιας δηλαδή κατά το μάλλον κι ήττον πιθανής αφίξεως.
Ο Παρακείμενος με τον Υπερσυντέλικο
δε μʼ έπεισαν ποτέ βεβαίως.
Σε τι θα μʼ ωφελούσε άλλωστε;
Χρόνοι παρωχημένοι κι άσχετοι τελείως
με το τώρα ή το αύριο
που σε κάνουν παρανάλωμα.
«Έχω έρθει» κι «είχα έρθει»
Τ ό τ ε, μʼ άλλα λόγια
Και;
Το ζήτημα ήταν, τ ώ ρ α, τι γινόταν.
Τίποτα δε γινόταν, σήμερα τʼ απόγευμα
το βράδυ έστω αργά.
Οι χρόνοι της Οριστικής
τελειώσανε και κλείσανε
στο «τότε», στο «αν», στο «θα» και στο «αλλά».
Μετά οι σαθρές της Ευκτικής
και τόσο λίγο προσιτές ελπίδες
(να ʼρχόσουνα, να ʼρχόσουν και τι να ʼταν!)
Ουσιαστικά στηρίχθηκαν
στʼ ανύπαρκτα ερείσματα της Υποτακτικής:
«Αν έρθω»… «όταν έρθω»… «για να ʼρθω»…
Υποθέσεις δίχως θέσεις κι αποδόσεις·
σύνδεσμοι χρονικοί και τελικοί
χωρίς σκοπό, μετέωροι στο χάος του αορίστου
που διά μέσου τους μοιραία οδηγήθηκα
στης Προστακτικής τις παραισθήσεις.
Μʼ άλλα λόγια, ό, τι δεν ήταν εφικτό
με την Οριστική, την Υποτακτική
την Ευκτική (ναι, Θεέ μου, τόση ευχετική!),
είχα την ψευδαίσθηση ότι θα το πετύχαινα
προστάζοντας: «Να ʼρθεις. Ξεκίνα.
Είναι τέσσερις. Στις πέντε να ʼσαι εδώ».
Ενώ η Προστακτική δεν είνʼ επίτευξη·
πρόκειται για μια μονάχα ακόμα φαντασίωση
που διαρκεί ως τις πέντε, έξι το πολύ.
Περνάει καμιά φορά στις ικεσίες:
«ελέησον και σώσον, έλα» λόγου χάριν
και σε λίγες περιπτώσεις μόνο
λίγων τυχερών
γίνεται κυριολεκτική.
Μα ποιοι ʼναι κείνοι που προστάζουν
δίχως την ψευδαίσθηση μονάχα πως προστάζουν;
Στις νόθες καταστάσεις του Απαρέμφατου
προσπάθησα ένα διάστημα μετά
να βρω μια διέξοδο.
Μα τι σημαίνουν άραγε το «ιέναι» και το «ελθείν»;
Ότι έρχεσαι, ότι ήρθες, να ʼρχεσαι, να ʼρθεις,
ίσως και να ʼρχόσουνα, να ʼρθεις; αν έρθεις.
Γύριζα πλησίστιος στους υποθετικούς και τελικούς συνδέσμους
πάλι μʼ άλλα λόγια στα φαντάσματα της Υποτακτικής
και λίγα βήματα πιο πέρα
προσγειωνόμουνα γυμνός κι αμέτοχος
στης Μετοχής την μπλόφα:
ερχόμενοι κι ιόντες
εληλυθότες –α! ναι!- κι ελθόντες:
εκείνοι που έρχονται και θα ʼρχονται
μα θα τους πιάνει πάντοτε η βροχή στο δρόμο
που ήρθανε,
που θα ʼρθουν αν μπορέσουν πάλι.
Τέλος, όλοι κείνοι
που ʼχουν κι είχαν έρθει
όταν οι πλανήτες των εγκλίσεων
και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι»
όλοι τους, όλοι τους
μʼ είχανε κλείσει έξω απʼ την τροχιά τους.

Σταύρος Βαβούρης, ένας σπουδαίος ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς

Σταύρος Βαβούρης (1925 – 2008)
Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1925 στην Αθήνα (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο). Αν και κληρονόμησε μια κινητική αναπηρία, δεν καθηλώθηκε σε καροτσάκι. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση από το 1959 έως το 1984, οπότε συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Γυμνασίου.

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Χίμαιρα» στο περιοδικό «Νεανική Φωνή» και ακολούθησαν και άλλες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά. Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εδώ φαντάσου καλπασμούς και κύματα». Η τελευταία ποιητική του κατάθεση έγινε το 1999, με τη συλλογή «Κι αυτά; Ίσως…».

Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ολλανδικά, τα πολωνικά και τα βουλγαρικά. Το 1986 τιμήθηκε με το δεύτερο κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή του «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα». Στο λογοτεχνικό του έργο συμπεριλαμβάνονται ένα κριτικό δοκίμιο για τον ποιητή Άθω Δημουλά και μια συλλογή από τέσσερα διηγήματα.

Ο Σταύρος Βαβούρης πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 2008, σε ηλικία 83 ετών.

Εργογραφία

  • Εδώ, φαντάσου καλπασμούς και κύματα (1952)
  • Τρία ποιήματα (1954)
  • Σημειώσεις για έναν άνθρωπο που πέθανε (1956)
  • Πικρά χείλη δίχως γεύση παραδοχής (1959)
  • Τα ξηρά ποιήματα – Στη διακεκαυμένη (1963)
  • Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής (1964)
  • Εν ερημίαις και σκολιαίς (διηγήματα, 1965)
  • Προτάσεις για την ποίηση του Άθω Δημουλά (Δοκίμιο,1966)
  • Ορφέας κατερχόμενος  (1971)
  • Delecta (1971)
  • Ποιήματα (1977)
  • Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος «έρχομαι» (1980)
  • Carmina profana  (1983)
  • Τα ακαριαία: εμείς (1980–1984), 1984
  • Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (1985)
  • Ημέρες, νύχτες πού ’ναι τες (1987)
  • Εξ άλλου, μη ρωτάς (1988)
  • Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940–1993), 1998
  • Κι αυτά, ίσως… (1999)
Περισσότερα ποιήματα θα βρείτε/ΕΔΩ