Σελίδες

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Η Ποίηση της βροχής- Γιάννης Ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη


Ἀδέλφι
ἐδῶ βαθειά μου ἀνθίζει
ἕνας κῆπος γιὰ σένα.

Καθὼς ἔπεφτε ἡ βροχὴ
καὶ δὲν ἦταν ἕνα πράσινο φύλλο
γιὰ νὰ μὲ μάθει πῶς χαμογελοῦνε
ἐσὺ χτύπησες τὸ τζάμι μου
καὶ μοὔβαλες κρυφὰ καὶ σιωπηλὰ
στὴν ἔρημη παλάμη
τοὺς σπόρους τῆς ἀγάπης.

Εἶναι δικός σου ὁ κῆπος μου.

Πόσο κρύωνα τότε!

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

 Οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς
ποὺ μούσκεψαν τὰ μαλλιὰ
καὶ τοὺς ὤμους μου
ἀνάβουν μὲς τὴ ζέστα τῆς ἀγάπης
καθὼς ἀνάβουν ἕνα-ἕνα τ᾿ ἄστρα
στὸ βραδυνὸ οὐρανὸ τοῦ θέρους.

 Γιάννης Ρίτσος — Προσωπογραφίες μιας αρχαίας βροχής
ΙΧ
Αυτός ο αργοπορημένος γύρισε μέσα στη βροχή τα μεσάνυχτα.
Ο φύλακας τού άνοιξε την πόρτα.
Οι καμαριέρες τού στρώσαν το κρεββάτι.

Οι λύκοι ξάπλωσαν επίπεδοι μπροστά στα πόδια του.
Δεν είχε προσωπείο. Δεν ήταν άγαλμα.
Όχι. Δεν ήταν μόνος.

Κρατούσε μες στα χέρια του ένα μακρύ, σκληρό κι ευαίσθητο τραγούδι
Σαν το ραβδί των μάγων θέλοντας να μεταμορφώσει τη ζωή
σαν το ραβδί των τυφλών ψάχνοντας να εισχωρήσει στον κόσμο.


Στην άκρη του ραβδιού των τυφλών
Είναι συγκεντρωμένη η όρασή τους· η άκρη του ραβδιού τους
είναι το μάτι τους, βαθύ, εξοικειωμένο στο σκοτάδι. Οι τυφλοί
χτυπάνε το ραβδί τους, δοκιμάζουν τον αέρα, τη σιωπή, τη ρίζα, την
             πέτρα,
χτυπάνε το ίδιο τους το μάτι σ’ όλες τις πέτρες και πονάνε.
Εκεί που πονάνε, βλέπουν και γνωρίζουν.
Εκεί που βλέπουν και γνωρίζουν, δείχνουν.
Το ποίημα είναι ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή
που δείχνει τρέμοντας προς τη μεριά του ήλιου.

Οι ποιητές έχουν νικήσει την τυφλότητα.

Το 1943 Ἐκδίδεται ἡ «Παλιὰ μαζούρκα σὲ ρυθμὸ βροχῆς» μὲ τίτλο «Μακρινὴ ἐποχὴ ἐφηβείας» καὶ ἡ «Δοκιμασία», τὴ σύνθεση τῆς ὁποίας μὲ τίτλο «Παραμονὲς ἥλιου» ἀπαγορεύει ἡ γερμανικὴ λογοκρισία και αφιερώθηκε από τον ποιητή στη μνήμη της μητέρας του, Ελευθερίας Ρίτσου.
 
Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής (αποσπάσματα)
Μαζεύτηκαν τα σύγνεφα στη δύση. Δεν είναι κόκκινα μήτε χρυσά.
Ένα χρώμα θαμπό μελιτζανί. Κ’ οι φωνές των παιδιών
πολύ μακρινές σα χαλασμένες φυσαρμόνικες
μέσα σε κάμαρες κλεισμένες όταν λείπει η μητέρα σε βεγγέρα
με κείνο το μωβ φόρεμα και τα μωβ μάτια
δυό μακρινά λιμάνια δίχως καΐκια. Συγνέφιασε πολύ.

Μην αργήσεις, μητέρα, θα βρέξει. Κ’ οι φωνές θα μείνουν μονάχες
σαν τ’ άδεια ποτήρια του νερού στο βραδινό τραπέζι,
τα ψίχουλα και τ’ άπλυτα πιάτα. Δε μπορώ. Κουράστηκα…

Απ’ τα προχτές μας το ’λεγε ο παππούς: θα βρέξει.
Κι ας έγραφε το μετεωρολογικό δελτίο: Καλοκαιρία
άνεμοι ασθενείς εις το Αιγαίον πέλαγος…
Μα αν ακούγαμε τον παππού (όλο βροχή και κρύο προμάντευε)
θα ’πρεπε να φοράμε διαρκώς τις μάλλινες φανέλες
το μάλλινο κασκόλ και το παλτό. Α, Θε μου…
Κι αν τύχαινε ποτές να κρυολογήσουμε:
«Δε στο ’λεγα – έλεγε ο παππούς στη μάνα μας –
να μην τ’ αφήνεις να γυρνούν χωρίς παλτό; Δε στο ’λεγα;»

…Γύρισε η μητέρα.
Ω, να, σκουπίζει τώρα τα παπούτσια της στο διάδρομο
κι ο ήχος της ομπρέλας της που κλείνει. Πέρασε η βροχή.
Μοσκοβολάει όλο το σπίτι μουσκεμένη ρίγανη και ζεσταμένες
κουβέρτες.

Η βροχή θα ’χει σαπουνίσει όλα τα φύλλα ένα – ένα
όπως η μητέρα μας σαπούνιζε τα χέρια μας σαν είμαστε μικρά
παιδιά –
τα φύλλα θα γυαλίζουν σαν τα μάτια των παιδιών. Πιότερο ακόμη.
Τα φύλλα πράσινα. Κ’ η θάλασσα γαλάζια. Μεγάλος που ’ναι ο
κόσμος…
Πάνω στη βέρα της μητέρας νύσταξε το φως.
Σηκώνουν τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια απ’ το τραπέζι.
Λίγα ψίχουλα σκόρπια. Οι πετσέτες σωριασμένες
σαν άσπρα πουλιά με σπασμένες φτερούγες.

Το πιάνο πάλι κ’ η μαζούρκα πιο προσεχτική.
Η σκόνη γλύστρησε απ’ τα φύλλα. Κ’ η βροχή
που φεύγει με το βήμα της παλιάς μαζούρκας
μακριά – μακριά στο αγαπημένο βράδι. Η μητέρα
που βγάζει τις φουρκέτες της αργά σα να βγάζει
τις πρόκες απ’ τους τοίχους σε μια κάμαρα που ξενοικιάστηκε
και μένει μόνη αμήχανη στο σκοτεινό ελευθερωμένο αέρα της.


Πρώτη σταγόνα της βροχής έξω στον τσίγκο. Πώς αργεί.
Ο θυρωρός της πλαϊνής πολυκατοικίας
θα κουβαλήσει την καρέκλα του απ’ το πεζοδρόμιο
και θα σταθεί σκυφτός με σταυρωμένα χέρια πίσω απ’ τη τζα-
μένια πόρτα


Καλή βροχή. Θ’ ανοίξει πέρα στους αγρούς μικρές λακκούβες
ίσαμε μια παλάμη για να σπείρει αγριοβιολέτες και κυκλάμινα
θα γεμίσει τις γούρνες του δάσους για να πιουν τα ελάφια
θα κρεμάσει στους βράχους μικρούς καθρέφτες μακρουλούς
να κοιταχτούν οι γλάροι και να δέσουν τις γραβάτες τους.
Ύστερα ο ουρανός θα ροδίζει χαμηλά κατά τους λόφους με τα
λιόδεντρα…

 Απόσπασμα από το ποίημα -Σχήμα της απουσίας. 
 Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους,
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια τής μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί 
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει
σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.

Υπερώον- Απόβροχο- Γιάννης Ρίτσος Σταμάτησε η βροχή.
Και τί να κάνεις πια
μ’ αυτές τις λίγες στάλες
που μείναν στο αδιάβροχο;
Άχρηστη καρτερία:
να βρίσκεις δικαιολογητικά
και ξένα επιχειρήματα
μπροστά στη νύχτα.


Αν χτυπήσεις τα πλήκτρα
με το βρεγμένο χέρι σου
θα βγουν οι λέξεις μουσκεμένες,
κι ύστερα; — τίποτα;

 Αθήνα, 16.III.85 ρίτσος

Γιάννης Ρίτσος, "Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή" (απόσπασμα)

Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,

νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει.

Τούτη η βροχή
μιλάει με τα λόγια της, ήσυχα λόγια, όχι για μένα και για σένα-
δεν έχουν στόχο τα λόγια της – γι αυτό μας μιλάνε-
δεν αφορούν εμάς, δε θέλουν να μας συμβουλέψουν,
να μας παινέψουν, να μας κατηγορήσουν, να μας παρηγορήσουν,
δε μας αναγκάζουν σ’ οποιαδήποτε στάση
σ’ άμυνα, ή σ’ επίθεση, ή σε απολογία-
Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης- όχι της γης όταν σκάβουν ένα λάκκο-
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει…


[Από τη σειρά Δοκιμασία (1935-1943)]
Γιάννης Ρίτσος, Ο λύχνος τών φτωχών και ταπεινών
    Στην αδελφή μου ΝΙΝΑ

Μόλις έπαψε το σούρουπο η βροχή
βγήκες αργά στον έρημο κάμπο
κοίταξες τον πλυμμένο ουρανό
και περίμενες τη νύχτα.

Είδες έναν κύκλο φωτεινό
γύρω στο φεγγάρι
κ’ είπες : πάλι θα βρέξει.

Κ’ είσουνα τόσο χαρούμενος
που κοίταξες τον ουρανό
που είδες το κίτρινο φεγγάρι
που άκουσες τη φωνή σου.

Κάτου απ’ τα μουσκεμένα δέντρα
περνούσε Εκείνος
μ’ ένα μικρό φανάρι στο δεξί του χέρι
να φωτίζει το δρόμο
μη σκοντάφτουν τα μαμούδια.
Μην ξεχάσεις τη λειτουργία της Κυριακής.

Μελέτη του χρόνου-Γιάννης Ρίτσος
Ι

Ο χρόνος και τα χρώματα του στα τζάμια της πόλης.
Τα βράδια το σφύριγμα του τραίνου παίρνει τον τόνο του ανέκλητου.
Τα φυλάκια κρυώνουν δίπλα στη σιδηροδρομική γραμμή.

Βρέχει πολλές μέρες συνέχεια σε τούτη τη χώρα,
τ’ αστέρια μουσκεμένα στη θέση τους
σαν καρφιά σκουριασμένα-αν κάνεις να τ’ αγγίξεις
θα ξεκολλήσουν-θα πέσει λίγη σκόνη και λίγος σουβάς,
δεν μπορείς να κρεμάσεις επάνω τους ένα παλιό κάδρο
ούτε τ’ αδιάβροχο σου και το καπέλο σου.
ΙΙ
Κάθεσαι και περιμένεις στο σταθμό,
ανάμεσα στις ροχάλες της βροχής και στη γκρίνια των δέντρων.
Ένα σκυλί μυρίζει το χώμα ,_δε γαυγίζει.

Ένα ζευγάρι σταματάει για λίγο μπρος στα κάγκελλα
_μπορεί να βγει ένα πράσινο φύλλο.
Μια λέξη φεύγει στον υγρόν αέρα,
έχει το θόρυβο μιας ομπρέλας που κλείνει.
_»Δε θα ξανάρθω, έλεγε, δεν θα ξανάρθω».

Βλογιοκομμένα τζάμια στο δρόμο,
στον προβολέα σπιθίζουν οι σταγόνες τους.
Τι κάθεσαι λοιπόν να περιμένεις;
Κι αν έρθει η αλλαγή δε θάρθει από κει.
 ΩΡΕΣ ΒΡΟΧΗΣ-Γιάννης Ρίτσος

Ήρθαν οι πρώτες βροχές. Άλογα μουσκεμένα
στέκονται κάτω απ’ τα δέντρα με μισόκλειστα μάτια
κάνοντας πώς μασάνε λίγο ξερό χορτάρι
μέσα στη φθινοπωρινή τους άνοια. Η Μαρία
θα ’θελε να χτενίσει με τη χτένα της τη βρεγμένη τους χαίτη. ’Αλλά
οι τελευταίοι παραθεριστές έφευγαν κιόλας. Μια κότα
λίγο πιο κει κακάριζε ανάρμοστα. Κι ήταν μια λύπη
να βλέπεις πλήθος τα σπουργίτια πεινασμένα να χαμοπετάνε
στα τρυγημένα αμπέλια, να βλέπεις και τα σύννεφα
ν’ αλλάζουν, να σκίζονται, να τρέχουν παρ’ ότι
καρφωμένα εδώ κι εκεί με μαύρες πρόκες από κοράκια.
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, γέρασε ή Μαρία.

Καρλόβασι, 28.VIII.87

Φραντς Κάφκα, Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

«Η σιωπή των Σειρήνων», γράφτηκε ανάμεσα στο 1917 και το 1923 και πρωτοδημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του συγγραφέα) ο Κάφκα παραλλάσσει, ή και παραμορφώνει, τον αρχαίο προμηθεϊκό μύθο και τις γνωστές από την αρχαιότητα παραλλαγές του. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο της πρόζας αυτής αναγνωρίζεται στην έξοδο της, όπου όλες οι πιθανές εξηγήσεις του προμηθεϊκού μαρτυρίου (επίτηδες εδώ αποσιωπάται η τελική απελευθέρωση του ήρωα) μετατρέπονται στο ανεξήγητο νόημα των μύθων γενικότερα.

ΟΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΟΤΙ σωτήρια μπορεί να φανούν και τα ανεπαρκή, ακόμη και τα παιδαριώδη μέσα:
Για να προφυλαχτεί από τις Σειρήνες, ο Οδυσσέας έφραξε τα αυτιά του με κερί και έβαλε να τον αλυσοδέσουν στο κατάρτι. Κάτι ανάλογο, ασφαλώς, θα μπορούσαν να κάνουν ανέκαθεν όλοι οι ταξιδιώτες -εκτός από εκείνους που οι Σειρήνες πρόφταιναν να τους σαγηνεύσουν από μακριά- ήταν όμως παγκοσμίως γνωστό ότι δεν ωφελούσε. Το τραγούδι των Σειρήνων διαπερνούσε τα πάντα, και το πάθος των σαγηνευμένων δεν ήταν ικανό να σπάσει μόνο αλυσίδες και κατάρτια.
Αυτό ο Οδυσσέας δεν το σκέφτηκε, αν και πολύ πιθανόν το είχε ακουστά. Εναπέθεσε τις ελπίδες του σε μια χούφτα κερί και μια αρμαθιά αλυσίδες, και γεμάτος αθώα χαρά για τα πενιχρά του μέσα, έβαλε πλώρη για τις Σειρήνες.
Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους. Τίποτε στον κόσμο αυτόν δεν μπορεί να αντισταθεί στο αίσθημα πως τις νίκησες με το σπαθί σου, ούτε στην αλαζονεία που επακολουθεί και σαρώνει τα πάντα.
Κι η αλήθεια είναι πως δεν τραγουδούσαν οι τρομερές Σειρήνες καθώς τις ζύγωνε ο Οδυσσέας˙ γιατί πίστευαν, ίσως, ότι με τη σιωπή τους μόνο θα νικούσαν τούτο τον αντίπαλο - εκτός κι αν, βλέποντας τόση ευτυχία στο πρόσωπο του Οδυσσέα, που μόνο το κερί σκεφτόταν και τις αλυσίδες του, λησμόνησαν κάθε τραγούδι.
Ο Οδυσσέας όμως, τη σιωπή τους, ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν την άκουσε: του φάνηκε πως τραγουδούσαν, και πως μόνο εκείνος δεν τις άκουγε, επειδή είχε λάβει τα μέτρα του. Πριν ξεκινήσει, έριξε μια κλεφτή ματιά, είδε τον καμπυλωμένο λαιμό, τις βαθιές ανάσες, τα δακρυσμένα μάτια, το μισάνοιχτο στόμα, και πίστεψε πως όλα αυτά συνόδευαν τις άριες που ανάκουστες αντηχούσαν γύρω του.
Κι έπειτα δεν τις ξανακοίταξε, γύρισε το βλέμμα του πέρα, μα­κριά, κι εμπρός στην αταλάντευτη απόφασή του οι Σειρήνες κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν, τόσο που, κι όταν βρέθηκε κοντά τους, μήτε που τις πρόσεξε.
Εκείνες όμως, ωραιότερες παρά ποτέ, συστρέφονταν, τεντώνονταν, παράδερναν τα απαίσια μαλλιά τους με τον άνεμο, και τα γαμψά τους νύχια σέρνονταν πάνω στα βράχια. Και πια δεν ήθελαν να ξελογιάσουν - μόνο να κρατήσουν ένα καθρέφτισμα από τα μεγάλα μάτια του Οδυσσέα ήθελαν, όσο γινόταν πιο πολύ.
Αν οι Σειρήνες είχαν συνείδηση, εκείνη η φορά θα ήταν το τέλος τους. Τίποτε δεν έπαθαν όμως˙ απλώς, ο Οδυσσέας τους ξέφυγε.
Στην ιστορία αυτή υπάρχει πάντως κι ένα υστερόγραφο: Ο Οδυσσέας ήταν, λένε, τόσο πολυμήχανος, τέτοια αλεπού, που μήτε η Θεά του Πεπρωμένου δεν μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Και ίσως, αν και κάτι τέτοιο υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική - ίσως να πρόσεξε στ' αλήθεια πως σωπαίναν οι Σειρήνες, κι όλες αυτές οι προσποιήσεις που αναφέραμε, ήταν κάτι σαν ασπίδα, που την όρθωσε μπροστά τους, και μπροστά στους θεούς.
μτφρ. Τζένη Μαστοράκη - Νάσος Βαγενάς

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Tο προσφυγόπουλο του ουρανού -Νιρβάνας Παύλος

Eις τον προσφυγικόν καταυλισμόν της Λαχαναγοράς Πειραιώς ενεφανίσθη μίαν των ημερών ένας ανέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δεν ήτο ούτε Mικρασιάτης, ούτε Θραξ. Δεν τον είχαν κυνηγήσει αι ορδαί του Kεμάλ. Δεν του είχαν σπάσει το πόδι του οι Tούρκοι Tσέτηδες. Ήτον απλούστατα ένας αθώος σπουργίτης. Kαι καθώς επετούσε στον ουρανόν, τον οποίον δεν διεκδικούν, ως γνωστόν ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Tούρκοι, το λάστιχο ενός μικρού εντοπίου Tσέτη τον ετόξευσεν εις τα ύψη και δεν είχε την ευσπλαγχνία να του δώση τουλάχιστον τον θάνατον.
Tου ετσάκισε το ποδαράκι του. Kαι ο πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος από τον τρομερόν πόνον έπεσεν ως νεκρόν σώμα, εις το χώμα. O μικρός Tσέτης έσπευσε να τον αιχμαλωτίση, και νεκρόν ακόμη. Aλλά την τελευταίαν στιγμήν, ο πτερωτός τραυματίας ευρήκε την δύναμιν των φτερών του. Kαι εσώθη πάλιν, εις τα ύψη από τα οποία έπεσε.

    Tα φτερά του όμως απέκαμαν εις την ουρανίαν περιπλάνησιν. Eδοκίμασε ν' ακουμπήση σ' ένα κλαδί δένδρου να ξεκουρασθή. Aλλά πώς; Mόλις επροσπάθησε να στηριχθή στο ποδαράκι του, τρομεροί πόνοι τον έκαμαν να παραιτηθή από κάθε ιδέαν αναπαύσεως. Kαι με τας τελευταίας δυνάμεις, που απέμεναν στις μουδιασμένες φτερούγες του, εδοκίμασε πάλιν να πετάξη. Έκαμε δύο-τρεις γύρους εις τον αέρα, αλλά οι φτερούγες του δεν τον εκρατούσαν πλέον.
Ένοιωθε τώρα ότι ύστερα από λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θα ευρίσκετο κάτω στο χώμα, ανίκανος πλέον να σωθή από τους αγρίους Tσέτες της γειτονιάς. Eις ομοίαν περίστασιν, ο αεροπόρος, του οποίου εσταμάτησεν έξαφνα ο μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικά το έδαφος και ζητεί το κατάλληλον έδαφος, δια να προσγειωθή, όσον ασφαλέστερα μπορεί.

    Έτσι έκαμε και ο μικρός πτερωτός αεροπόρος. O μοτέρ του δεν εδούλευε πια. Kατώπτευσε το έδαφος. Παντού δρόμοι, με τρομερά παιδιά, που επερίμεναν με τα λάστιχα τεντωμένα. Παντού εχθρικοί αυλόγυροι. Παντού άξενα κεραμίδια, όπου ένας τραυματίας σπουργίτης, ανίκανος ν' αναζητήση αλλού την τροφήν του, θα εκινδύνευε ασφαλώς να πεθάνη από ασιτίαν.
Έξαφνα, προς ένα σημείον του εδάφους διέκρινε μίαν αυλήν, όπου γυναικούλες και μικρά παιδάκια, εκινούντο, με ένα ύφος μεγάλης δυστυχίας. Kαι επειδή η δυστυχία εννοεί την δυστυχίαν, ο πληγωμένος σπουργίτης δεν άργησε να καταλάβη ότι οι άνθρωποι αυτοί ήσαν αδελφοί του και ότι η αυλή αυτή δεν ήταν όπως οι άλλες αυλές των κακών ανθρώπων.

    ― Mαζί με τους δυστυχισμένους κι εγώ! εσκέφθη ο μικρός σπουργίτης.
    Kαι, μ' ένα τέλειον β ο λ - π λ α ν έ, το οποίον οι άνθρωποι εδιδάχθησαν, ως γνωστόν, από τα πουλιά, ευρέθη μέσα εις την αυλήν του προσφυγικού καταυλισμού, κατάκοιτος στο χώμα, ανίκανος να κινηθή, έτοιμος ν' αποθάνη. Aλλά δεν άργησε να βεβαιωθή ότι ευρίσκεται μεταξύ πονετικών ψυχών. Mία ατμοσφαίρα συμπαθείας και αγάπης εσχηματίσθη γύρω από την δυστυχίαν του. Oι άλλοι δυστυχισμένοι εννοούσαν τον πόνον του.

Tα παιδάκια δεν ήσαν εκεί σκληρά και άσπλαχνα, όπως τα άλλα παιδιά. Oι μεγάλοι δεν ήσαν κακοί και αδιάφοροι. Aγαθά χέρια τον εσήκωσαν και τον εχουχούλισαν. Kαι, δια να συμπληρωθή η ευτυχία του, μία ακόμη πονετική ψυχή έσκυψε από πάνω του, ως Θεία Πρόνοια. Ήταν η αγαθή Πρόνοια και των άλλων δυστυχισμένων, η δεσποινίς, η διακονούσα την Φιλανθρωπίαν εις τον προσφυγικόν καταυλισμόν.


   ― Tο καϋμένο το πουλάκι! είπεν η δεσποινίς. Έχει σπασμένο το ποδαράκι του. Πρέπει να το κρατήσουμε κι αυτό δω, να το γιατρέψουμε, ώς που να μπορέση να ξαναπετάξη.
    O μικρός σπουργίτης, μολονότι δεν εγνώριζε την γλώσσαν των ανθρώπων, εκατάλαβε πολύ καλά τί έλεγεν η δεσποινίς, διότι η γλώσσα της αγάπης είναι μία για όλα τα πλάσματα του Θεού. Kαι έσπευσε να ευχαριστήση την δεσποινίδα μ' ένα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
    ― Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ πολύ. Όταν γίνω καλά, θαρθώ να σου πω ένα ωραίο τραγουδάκι στο παράθυρό σου. Δεν τραγουδώ σαν το αηδόνι. Aλλά τα γλυκύτερα τραγούδια δεν είναι τα τεχνικώτερα. Eυχαριστώ, καλή μου κοπέλα, ευχαριστώ. Tσίου-τσίου!
    Δύο τρυφερά χεράκια επήραν τον μικρόν πτερωτόν πρόσφυγα, του έδεσαν το ποδαράκι του, τον ετάισαν, τον επότισαν και ύστερα τον ετοποθέτησαν σε μια ζεστή και μαλακή φωλίτσα.

Ήτο και αυτός ένα προσφυγόπουλο του ουρανού, όπου η κακία των ανθρώπων φθάνει κάποτε αγρία και τρομερά, ως να μην της έφθανε για να χορτάση αυτή η μεγάλη και απέραντη Γη.
(από Tα Άπαντα, E΄, Eκδοτικός Oίκος Xρήστου Γιοβάνη 1968)