Σελίδες

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020

«Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται». Tάσος Λειβαδίτης

Σύμφωνα με μια πορτοκαλίζουσα παρετυμολογία του 19ου αιώνα, η ομπρέλα προέρχεται από τη φράση «όμβρε, έλα!» που φωνάζει… προκλητικά ο ομπρελοφόρος, αψηφώντας φωναχτά το ενδεχόμενο βροχής. Φυσικά αυτό δεν ισχύει -πρόκειται για δάνειο από τα ιταλικά (ombrella). Στα λατινικά, umbra ήταν η σκιά και umbella το υποκοριστικό της, η σκιούλα. Υπό την επίδραση και του ombra (η σκιά στα ιταλικά), το umbella έγινε ombrella. Στα αγγλικά έχει περάσει η ιταλική λέξη. Οι Γερμανοί λένε Regenschirm, κάλυμμα για τη βροχή.
Η καθαρεύουσα έκανε διάκριση, αποκαλούσε αλεξιβρόχιον την ομπρέλα της βροχής, και αλεξήλιον την ομόλογή της του ηλίου -τη διάκριση όμως την έχει αντιγράψει από τα γαλλικά, όπου αποκαλούν parapluie την ομπρέλα της βροχής και parasol του ήλιου, λέξη που έχει έρθει και στα ελληνικά: το παρασόλι. Αυτό το para- που υπάρχει και στα ιταλικά είναι αντίστοιχο με το αλεξι- το δικό μας (το ρήμα parare στα ιταλικά θα πει προστατεύω, καλύπτω) και το βρίσκουμε και σε άλλες λέξεις που έχουν μπει στα ελληνικά όπως το παραβάν ή το παραπέτο.

Πρώτος που χρησιμοποίησε τη λέξη ομπρέλα σε ελληνικό ποίημα πρέπει να ήταν ο Διονύσιος Σολωμός. Σε ένα από τα σατιρικά του υπάρχουν οι στίχοι:

Δύο – τρεις – τέσσερις – πέντε – έξι·
αμπονόρα και θα βρέξει·
cosi par… Μωρή κοπέλα,                     
να μου φέρεις την ομπρέλα·
είναι ινκόμοδο πολύ                                                
για το χέρι να κρατεί
την ομπρέλα . . . Μα θα πεις,
θέλεις κάλλιο να βραχείς;

Εδώ σατιρίζεται ο γιατρός Ροΐδης, συγγενής του Εμμανουήλ θαρρώ -είναι μικρός ο κόσμος.
https://sarantakos.wordpress.com/2016/11/28/umbrella/

Τάσος Λειβαδίτης, «Αλλά τα βράδια»
«Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται».                     
Τάσος Λειβαδίτης – Ὁ ἐπίλογος

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν
κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπομεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ.
Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος

σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),

……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

Γιάννης Ρίτσος - Προσφορά (απόσπασμα)
-Στὸν φίλο μου Κώστα Γκοβόστη

Σὰ χελιδόνι
μουσκεμένο ἀπ᾿ τὴ βροχή,

ποὺ δὲν πρόφτασε νὰ φύγει
κρυμμένο κάτω ἀπ᾿ τὴ γαλάζια ὀμπρέλλα
τῆς Ἄνοιξης,
δίπλωνα τὰ φτερά μου
καὶ σώπαινα.

«Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής»-Γιάννης Ρίτσος

Είχαμε μια γλάστρα και μια δύση σ’ ένα παράθυρο

κ’ είχαμε την ίδια θλίψη κάθε παραμονή Χριστουγέννων

μια θλίψη σα μια μαύρη ομπρέλα στο διάδρομο

πάνου απ’ την ξύλινη σκάλα.

Κυριακάτικο γεύμα με καλεσμένους στο ύπαιθ
ρο-θανάσης Κωσταβάρας

Στρωμένα τραπέζια στη σειρά, με τη λιακάδα, στον κήπο.

Άσπρα τραπεζομάντιλα, φαγητά και κρασιά

και φρέσκα λουλούδια στα βάζα.

Και το γραμμόφωνο παίζοντας αποσπάσματα από όπερες.

Ξαφνικά περνάει γρήγορα ένα κοπάδι πουλιά.

Κι ένα μαύρο σάλεμα στον αέρα, σαν προμήνυμα μπόρας.

Κι απ' το βάθος

φαίνεται να προβαίνει αργά

ο απρόσκλητος επισκέπτης.

Παράξενος άντρας, φορώντας άσπρο κοστούμι ξεχειλωμένο

και το πρόσωπο αθέατο.

Κρυμμένο πίσω απ' τα φύλλα.

Μοιάζει πάντως κανένας να μην τον γνωρίζει.

Ίσως μόνο ο πατέρας, που τον κοιτάζει μ' ένα φόβο αόριστο.

Εκείνος τον πλησιάζει και του απλώνει το χέρι.

Σαν να του λέει κιόλα κάτι, σαν να τον καλεί για έναν περίπατο.

Κι όπως, τελείως απρόθυμος, ο πατέρας σηκώνεται

αρχίζουν να πέφτουν oι πρώτες σταγόνες.

Όχι δυνατή όμως βροχή, μια σιγανή ψιχάλα, περίπου αθόρυβη.

Παγερή σιωπή σφραγίζει τώρα τα χείλη.

Από το γραμμόφωνο δεν ακούγεται παρά το ξύσιμο της βελόνας.

Όλος ο κήπος μυρίζει βρεγμένο χώμα, όλοι έχουν πια σηκωθεί.

Μερικοί ανοίγουν ομπρέλες.

Μια λύπη απλώνεται λίγο λίγο πάνω σ' όλα τα πρόσωπα.

Της Χαρούλας Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

Να σε δω
να περπατάς ανέμελα
μέσα στον κόσμο των ανθρώπων
να ξανανοίξω την ομπρέλα μη βραχείς
κι’ ας εμφανίζεσαι
για να κρυφτείς ξανά
μέσα σε λαμπερή αχλή
ακολουθώντας
το φως του φεγγαριού
την ώρα που θα σε καλούν κοντά τους άγγελοι.
Κι’ εγώ να σέρνομαι
μέχρι το κοντινότερο ποτάμι
ξέρεις…
φύγανε από εδώ οι νεροποντές, μαζί σου,
και τα δάκρυα.
Τράβηξες κατά τον ουρανό
αλλάζοντας τη γεωγραφία της Αγάπης.
Στο βάθος αστραπές,
οι λόφοι γύρω καλυμμένοι με πάχνη
όλα θαρρείς την ίδια τακτική
ακολουθούν, για ν’ αρμενίσουν στην αιωνιότητα.
Στάζουν σταγόνες απ’ το μαύρο γείσο
στα τρεμάμενα χέρια
μα, αυτό το κοκκινόχωμα του Νότου
πόσο τούτη την ώρα ιχνογραφεί ανεξίτηλα.
Ξεστράτισαν απόψε τα όνειρα
στέκεται ο νους μπροστά στα εφτασφράγιστα χείλη
σιωπές, σιωπές,
κύλησε η μέρα… με σιωπές
κυλάει και η νύχτα, μέσα από βλέμματα υγρά.
Ακούς τον ψίθυρο,
είναι γιατί υπάρχει ένας ακόμη άγγελος
που φοβάται στο σκοτάδι,
είναι γιατί σ’ ευχαριστώ
για το αχνιστό ψωμί που χόρτασα.
Να το θυμάσαι μάννα…
ξημέρωμα θα ξαναϊδωθούμε, Αύριο.
Γεμίζουν αναφιλητά την έρημο
στον ίσκιο της μεγάλης φοινικιάς
γυρεύει ο άνεμος κάτι απ’ τη μνήμη μου να σβήσει
…τα φθαρμένα γράμματα
και τα στάχυα πάνω στον κάμπο
μα, να με περιμένεις πάντα, στην ακτή.


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα Γενάρης 2012

 ΠΗΓΗ

Κική Δημουλά, «Προφυλάξεις» Όταν βρέχει δεν παίρνω ομπρέλα. To θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι από το ξεκάθαρο. Όταν δε βρέχει, όσο και αν ευτυχεί ο ουρανός όσο κι αν τον πιστεύω ανοίγω την ομπρέλα μου δεν είναι ξεκάθαρη καιρική συνθήκη η ευτυχία.

Τα χόρτα χάιδευαν τα πόδια της
ο αέρας τα μαλλιά της
η πρωινή δροσιά ριγούσε στην επιδερμίδα της
κι ο ουρανός;
μόλις την είδε στ’ ανοιξιάτικο λιβάδι
ο ουρανός
κατέβηκε αργά και μίκρυνε
και έγινε στο χέρι της γαλάζια ομπρέλα
Από τη συλλογή-
Το μυστικό αλφάβητο
 (2010) του Τόλη Νικηφόρου

Θυμάσαι; Χρήστος Μπουλώτης(απόσπασμα)

Σε μια ξένη πόλη ούτε δική μου
ούτε δική σου, εκεί σε πρωτοείδα
Μπορεί και να μ΄ήξερες από παλιά
κι απλά με ξαναβρήκες.
Κι έβρεχε, χωρίς ομπρέλα
ΤΟ  ΘΥΜΑΣΑΙ;

Βρέχει σιωπές απόψε... Μαρία Λαμπράκη
Που είσαι;
Το ξέρω, πάλι χωρίς ομπρέλα
θα βγω στις γειτονιές του κόσμου,
για να σε γυρέψω.
Που να σε βρω;
Πως να σε γνωρίσω;
Με την ομπρέλα σου ανοιχτή
σ' αυτό το τοπίο της βροχής;
Βρέχει σιωπές απόψε
μα, εσύ πάντα,
 ανοιχτή έχεις την ομπρέλα σου.
 Οκτώβρης
Ανοιξαν πάλι οι ομπρέλες
να στεγάσουν αγκαλιές
ή μοναξιές;


                             

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Βύρων Λεοντάρης, Στέλιος Γεράνης, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος,(Ποιήματα)

Βύρων Λεοντάρης
Χωρίς τίτλο (I)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.

Ι
Οἱ μέρες μου ὅλες λάθος μετρημένες
σὲ τσακισμένα δάχτυλα καὶ καταφαγωμένα
καθὼς χυμοῦσε πάντα πάνω μου τὸ λυσσασμένο τίποτε τῆς ζωῆς

Δὲν ἔχω χρόνο πιὰ
μὲ ἐγκαταλείπουν
οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια
Ὅλα ἔχουν τώρα τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
τὰ χέρια τῶν ἀγαπημένων μας ψάχνοντας γιὰ ἄλλες χειροπέδες
κι ἡ ἄμπωτη ἀπ' τὰ σπασμένα κρύσταλλα τοῦ ἔρωτα
κι ὁ δήμιος ποὺ τελειώνει τὴ δουλειά του καὶ κάνει τὸ σταυρό του
καὶ γυρνάει κι αὐτὸς στὸ σπιτικό του
ὅλα ἔχουν τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μίας γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
ποιὸ βράδυ, θεέ μου, τί νὰ μὴν ἀργήσω
μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου

Πῶς τὸν καιρὸν ἐν ἀτοπήμασιν ἐβιότευσα ρεμβόμενος...
Μαρτύρια πάνω στὰ μαρτύρια
καὶ κρίματα πάνω στὰ κρίματα
χρεωκόπος τοῦ καιροῦ ἀσύγγνωστος
καὶ φτάνει τώρα ξαφνικὰ τὸ μήνυμα ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει...

Νὰ τὸν προφτάσω πρέπει, ἀνάγκη πᾶσα
τώρα, σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου κι ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει
νὰ τὸν προφτάσω κι ἂς μὴ τὸν προφταίνω πιὰ
νὰ ξεκινήσω ἀμέσως... ἀπὸ ποῦ γιὰ ποῦ
σὲ μία κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
-ἔτσι τὰ βρίσκει ὅταν ἔρχεται τὸ μήνυμα
ἔτσι ὅπως πρὶν ἀπὸ μετοίκηση μὲς σ' ἔξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη καὶ ἄχρηστα εὐτελῆ καὶ τιμαλφῆ ἐνθύμια καὶ φυλαχτὰ
φτωχὲς παρηγοριὲς τῆς καθημερινῆς ἁφῆς καὶ τῆς χαμοζωῆς μας
ἀπελπισία τοῦ τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις
ἀπελπισία του νὰ σὲ νοιάζει ἀκόμη τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις...-
σὲ μιὰ κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»

Στέλιος Γεράνης
Ομολογία ενοχής
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,

Χωρὶς νὰ ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ μιὰ καταδίκη εἰς θάνατον
περιπλανῶμαι σὰν φυγόδικος ἀπὸ τὴν πρώτη μου στιγμή.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα•
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου•
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα•
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.

Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.

Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.

Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.

«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Όταν βλέπεις τα μάτια μου

Ὅταν βλέπεις τὰ μάτια μου νὰ σκοτεινιάζουν
κι ἀκοῦς τὸ αἷμα στὶς φλέβες μου
νὰ κατεβαίνει βουίζοντας.
Ὅταν ἀντὶ νὰ μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιὰ
νὰ φράζουν τὸ στόμα μου
κι ἀκοῦς τὶς μαῦρες νυχτερίδες
νὰ ρημάζουν τὸ κέντρο μου.
Ὅταν στὴν ἄκρη τοῦ πνιγμοῦ
στὸ ἔλεος τοῦ πανικοῦ
ἰκετεύω—
ὢ μὴ θυμώνεις ἄγγελε μὴ σπρώχνεις.
Κᾶμε φωλιὰ τὸ χέρι σου
καὶ σκέπασε μέ...
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

ΠΗΓΗ

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος-Αυγουστιάτικος άνεμος-Νικηφόρος Βρεττάκος

Αυγουστιάτικος άνεμος-Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2ος τομος)
Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος,
προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Ανοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.
Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος
Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει
κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Εκδόσεις: Κέδρος)