Στο δρόμο, κάτω απ’ τη βροχή, εκείνος ο άγνωστος στεκόταν χρόνια τώρα ακουμπισμένος στο φανοστάτη. Ποιος άγνωστος! Κι οι φλόγες των κεριών τα βράδια που τις σαλεύει μια πνοή από κάποια πανάρχαιη συγνώμη — ποιόν συγχωρεί; Εγώ, όσο μπορώ να θυμηθώ, στεκόμουν στη μικρή γέφυρα του πατρικού κήπου σε κάποια γέφυρα τέλος πάντων — κι ένιωθα σα να μ” έχουν μυστικά ετοιμάσει να υποδεχτώ τη μητέρα τη μέρα που θα με γεννούσε. Έτσι κι οι εραστές μέσα στην κάμαρα απλώνουν τα χέρια ο ένας στον άλλον ενώ εκείνοι στέκονται έξω, μόνοι.
Αγαπημένη μου (Τάσος Λειβαδίτης)-απόσπασμα
Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου. Σ’ έβρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου. Ύστερα έρχόταν η βροχή. Mα έγραφα σ’ όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ’ όνομα σου κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας. Kράταγα τα χέρια σου κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη. Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη… «Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα… Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι είτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια. Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής είταν που αργούσες ακόμα όταν τη νύχτα κοίταζα τ’ αστέρια είταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου… Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Τάσος Λειβαδίτης: Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (αποσπάσματα)
' Νύχτωνε γρήγορα.
Ο αγέρας ερχόταν από μακριά μυρίζοντας βροχή
και πόλεμο.
Τα τραίνα γεμάτα φαντάρους περνούσαν βιαστικά
μόλις προφταίναμε πίσω απ' τα τζάμια να τους δούμε...
Και το βήμα της περίπολος
έπαιρνε τη σιωπή απ'το δρόμο κι απ' τον κόσμο την ζεστασιά....
Έλεγες πως θα πέθαινες
ίσως να 'χες κιόλας πεθάνει
τόση είταν η νύχτα κ'η βροχή
ο άνεμος
οι πληγωμένοι
όταν ένιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει στο σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.
Κ'είταν σα να'χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη....
''Τι ώρα νάναι μες στη νύχτα
τι ώρα νάναι μες στη βροχή
τι ώρα νάναι απόψε σ' όλη τη γη!
Τι ώρα νάναι. [...]''
Tο υπόγειο -Λειβαδίτης Tάσος Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε, άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους, θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος, μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα, τις δίψες, τις παραχωρήσεις, μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω ― α, εσείς, εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου, βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου, όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων φτωχών προγόνων, κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας. Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει, ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο, ένας Θεός καθόλου αθάνατος, γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική κι ανεπανάληπτη στιγμή του. (από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966, Kέδρος 1985)
Τάσος Λειβαδίτης (ΙΙ) – Σχέδιο με βροχή «Ένας γέρος σταμάτησε στη γωνιά καθώς πήρε να βρέχει. Θλιβερός, ετοιμόρροπος γέρος σα φτιαγμένος από ένα σωρό τσαλακωμένα χαρτιά[που άρχισαν κιόλας να μουσκεύουν κάτω απ τη βροχή, θε μου, τα χαρτιά λιώνουν – μια ομπρέλα, λοιπόν, ηλίθιοι, δε βλέπετε, αυτός ο άνθρωπος θα διαλυθεί. Χαρτιά από παλιά ερωτικά γράμματα, λευκώματα, παιδικές επιστολές στο Θεό, χαρτιά από εξισώσεις, κατασχέσεις, δικογραφίες δολοφόνων, αποδείξεις από πανάρχαια χρέη και ξεθωριασμένα χειρό- γραφα λησμονημένων ποιητών. Και πάντα η βροχή ήρεμη, σιωπηλή τυλίγοντας τον κόσμο σ ένα γκρίζο, κουρελιασμένο πανί σαν ένα χέρι που τόκοψαν και παν να το θάψουν. ήρεμη, ταπεινή βροχή, γεμάτη συχώρεση.»
(Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου) Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν μυστηριώδεις υποθέσεις – την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως όλα θα τελειώσουν κάποτε. Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο γερνάνε γίνονται πιο ξένοι κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια. Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;
Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει παίρνει το μέρος των φτωχών Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη! Δος μου το χέρι σου.. Δος μου το χέρι σου..
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν χιλιάδες χλωμές προσωπίδες. Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.
Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες· αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας, μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας, σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος. Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες· κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά σε βούρλα και σε καλάμια νησιά που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές· πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα. Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.
Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια τα πρόσωπα της άλλης φυλής.
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει. Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω. Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά· τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα. Φθινόπωρο, 1936
Το «Les Feuilles mortes» («Τα πεθαμένα φύλλα«) γράφτηκε το 1945.
Τους στίχους έγραψε ο ποιητής, και σεναριογράφος, Jacques
Prévert και τη μουσική ο Joseph Kosma. Ο Yves Montand,
μαζί με την Irène Joachim, ερμηνεύουν το “Les feuilles
mortes“ το 1946 στην ταινία «Les Portes de la Nuit».
θαρρούσε κανείς πως ανθίζανε στο λιτό φέρετρό σου,
ως να ρέαν στο βάθος του νερό και πρωί.
Μόλις που αφήναν να ξεβγαίνει από μέσα τους
το πρόσωπό σου, απαλό, γλυκό, αστιγμάτιστο,
χωρίς ίχνος τύψης, σαν φεγγαράκι.
Το κορμί σου λιανό σαν σπαθάκι αγγέλου,
το φέρετρό σου μακρύ, καθώς το πηγαίνανε
πάνω στους ώμους τους, μες στο φθινόπωρο,
κάτω απ' τα δέντρα, δεν έδειχνε θάνατο.
Οι δουλειές σου τελειώσανε. Ζύμωσες, έπλυνες,
συγύρισες όσο περνούσε απ' το χέρι σου
τούτο τον κόσμο. Πόνεσες, γέννησες.
Άφησες μες στην ψυχή μου το γάλα σου.
Μέσ' απ' του ήλιου το μάτι που έφεγγε πάνω σου,
σ' έβλεπε ο Κύριος να φεύγεις χαρούμενη.
...........Δε θήλασες πάνω στην άμμο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Οδοιπορία, Ποιήματα 1958-1967 (1971) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ι Ν Ο Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι
Λυγμοί μακρόσυρτοι
Απ’ τα βιολιά
Του φθινοπώρου
Σφίγγουνε την καρδιά μου
Με τη μονότονη
Θηλιά του πόνου.
Βαριά η ανάσα μου
Τεφρό το χρώμα, και
Του ρολογιού όταν ακούω χτύπο νέο
Μέρες παλιές
Και σιγοκλαίω.
Ύστερα φεύγω μες στο κακό
Το ανεμοβρόχι
Για να με σέρνει
Εκεί κι εδώ
Ίδιος εγώ
Φύλλο ξερό.
από τη συλλογή Poèmes saturniens, μετάφραση Τζούλια Τσιακίρη
Ο Ι Κ Υ Κ Ν Ο Ι Τ Ο Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο
του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη
Οι κύκνοι το φθινόπωρο ζητάνε τη χαρά τους
γιατί η χαρά τους πέταξε μαζί με τ’ αγιοκαίρι…
Θα ζήσουν τάχα να τη βρουν, την άνοιξη; -Ποιός ξέρει;
…γιατί μπορεί και να χαθούν πριν βρούνε τη χαρά τους…
Απόψε την περίμεναν, σχεδόν όλο το βράδυ,
ώσπου στο τέλος νύσταξαν κοιτώντας το σκοτάδι,
κι έγειραν και κοιμήθηκαν απάνω στα φτερά τους…
Ράινερ Μαρία Ρίλκε – Φθινόπωρο
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,
σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·
πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού.
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,
από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά.
Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει.
Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη.
Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή
στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.
ΓΚΙΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ- ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ Ένα κλωνάρι από ρεικιά στο χέρι μου ριγεί Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς
Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω
Πως να παλέψει (Χ.Λάσκαρης)
Είναι μια θλίψη το Φθινόπωρο
καθλως αδειάζουν οι ακρογιαλιές
και το νησί ερημώνει΄
και μένει μόνη η ψυχή
με άγριο πέλαγο.
Πώς να παλέψει
με τις άδειες Κυριακές,
την ερημιά των βράχων
και της θάλασσας,
με τις κουρούνες που το δειλινό
στην αποβάθρα κρώζουν.
(ΧΡ.ΛΑΣΚΑΡΗΣ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ-Γαβριηλίδης-)
–Γ. Σεφέρης, [Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο]
«Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…»
(Γ. Σεφέρης, Ένας λόγος για το καλοκαίρι.
-Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εποχές»
(απόσπασμα)
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»
(Α. Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος)
-Βίκτωρ Ουγκώ, «Φθινόπωρο»
«Τώρα η αυγή δεν είναι πια σαν πρώτα ξάστερη
τόσο ζεστός δεν είναι πια ο αγέρας
τόσο καθάριος ο ουρανός..
Πέρασαν οι μεγάλες μέρες
τελειώνουν οι χαριτωμένοι μήνες,
αλίμονο, να που τα δέντρα κιόλας κιτρινίζουν!
Με πόσο γρήγορο περπάτημα φεύγει ο καιρός!
Νομίζεις πως τα μάτια μας που θάμπωνε το καλοκαίρι
μόλις επρόλαβαν να δουν τα πράσινα φυλλώματα.
Για όποιον ωσάν κι εμένα ζει με τα παράθυρα ανοιχτά
πικρό είναι το φθινόπωρο
με το βοριά του και την καταχνιά του
και το χαμένο καλοκαίρι φίλος που έφυγε.
«Χαίρετε», λέει τούτη η φωνή που κλαίει μες στην ψυχή μου,
χαίρε γαλάζιε μου ουρανέ που μια ζεστή πνοή χαϊδεύει!
Χαρές του ολάνοιχτου ύπαιθρου
μέσα στα δάση θόρυβοι φτερών,
περίπατοι, ρεματαριές γιομάτες μακρινές φωνές,
λουλούδια, ευτυχίες αθώες των ήρεμων ψυχών,
χαίρετε αυγές! Τραγούδια! Δροσοσταλάσματα κι αχτίδες!
Αφού όλα φεύγουν, ας προσθέσουμε:
ω ευλογημένες και γλυκές ημέρες
ωϊμένα! Θα ξανάρθετε;
Θα με ξαναβρείτε;
(από το «Αντρέα Καραντώνη, «Ξένη λογοτεχνία, Φυσιογνωμίες Γ’, εκδ. Παπαδήμα)
«Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην…»
-Γιάννης Ρίτσος, «Η ραψωδία του γυμνού φωτός»
(απόσπασμα)
VI
«Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.
Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες. Βήμα της βραδιάς
με μια δέσμη σοβαρών αστερισμών έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.
Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη φεύγουν με τους ανέμους
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα
ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.
Κανείς δεν είναι να του ανοίξει. Φύγαν όλοι
με τα καράβια δίχως φώτα. Πού έχουν πάει;
Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο
ο σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στην πολυθόρυβη ερημιά της…»
(Γιάννης Ρίτσος, «Δοκιμασία, Κέδρος)
Αρθούρος Ρεμπώ, Φθινοπώριασε
Φθινοπώριασε (σε μετάφραση Χριστόφορυ Λιοντάκη)
“Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο; Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός. – Μακριά απ’ τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές.
Φθινόπωρο. Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο από φωτιά και λάσπη. Κουρέλια που σαπίζουν. Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί. Μέθη…μέθη…μέθη… Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν. Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση. Ο εαυτός μου… Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου. Κοιτάζομαι ξανά. Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα. Στα μαλλιά μου σκουλήκια και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια. Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα… Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ… Τι φριχτή ανάμνηση.
Art by Daniel F. Gerhartz
Οδυσσέας Ελύτης
Ελένη
Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια
ο καιρός
Κατά πού θ’ αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές
ναυάγησαν στα σύννεφα
Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε —σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη—
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ’ τις νεκρές εικόνες σου.
Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη
Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις
Μια που υπάρχει αλλού ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη
Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας
Μια που υπάρχει αλλού
Καταπράσινη πεδιάδα πέρ’ από το γέλιο σου ώς τον ήλιο
Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι
Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ’ αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής
Ένα θολό συναίσθημα
Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται
Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας
Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου
Το φως στον άσπιλο ουρανό
Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική
Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα
Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός
Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση
Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως
Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη
Που δε βλέπει τίποτε
Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα
του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ’ άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα
και λόγια
Λόγια όχι σαν τ’ άλλα μα κι αυτά μ’ ένα μοναδικό τους προορισμόν:
Στίχοι: Ελένη Φωτάκη Μουσική: Γιώργος Καζαντζής 1.Γιάννης Χαρούλης Φθινόπωρο στον έρωτα απόψε ανατέλλει αρισμαρί και μέλι μύρισαν τα βουνά κι εγώ κοιτάζω σιωπηλός το χώμα το βρεγμένο σαν κάρβουνο αναμμένο η ομορφιά πονά. Φιλί γυρεύω του ουρανού κι αυτός μου δίνει στάχτη μα απ’ της καρδιάς τ’ αδράχτι σαν θέλω να κοπείς σαλεύουν τα πορτόφυλλα κι η κλειδωνιά γυρίζει αέρας μου σφυρίζει αν έρθεις, μην αργείς. Γδύσου κι από τα μάτια μου πάρε νερό και πλύσου ο χωρισμός θυμήσου είναι χειμωνανθός τη λύπη την κατοίκησα σε νύχτα και σε μέρα σ’ αφήνω στον αέρα για να σε βρω στο φως. Η αγάπη φόβους και όνειρα δειπνά προτού ραγίσει στου πόνου το ξωκλήσι αγιάζει η ερημιά κι εγώ μια θλίψη που ζητώ για να με σημαδέψει το φως πριν βασιλέψει θα σ’ αρνηθώ ξανά.