Σελίδες

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Νίκος Καββαδίας - Ἀνένταχτα

17 Mαϊου 1974: Στο Toυρκολίμανο ο  Nίκος 

Kαββαδίας παρέα με τη Θεανώ

 Σουνά, στα δεξιά του, τη Nιόβη 

Παπαδημητρακοπούλου, τον Hλία 

Πετρόπουλο και, εκτός κάδρου, τη Mαίρη Kουκουλέ 

(Φωτ.: Hλίας X. Παπαδημητρακόπουλος)
Σύμφωνα με τους μελετητές το 1973 ο Νίκος Καββαδίας, σε μια παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ, γνώρισε τη φιλόλογο Θεανώ Σουνά. 
Ο ποιητής που ήταν στα εξήντα τρία του (δυο χρόνια δηλαδή πριν πεθάνει), ερωτεύτηκε τη νεαρή φιλόλογο, η οποία τότε ήταν μόλις είκοσι πέντε ετών.
Ο έρωτάς του φυσικά δεν είχε καμία προοπτική. Αυτό ήταν κάτι που συνειδητοποιούσε ο Καββαδίας αλλά και κάτι που φαίνεται να τον πλήγωνε. 
Ερωτικό γράμμα- Νίκος Καββαδίας
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς.
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.

Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση.

 Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου.
Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.

Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του.

 Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.

Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό.

 Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο.

 Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.

ΚΟΛΙΑΣ

Νίκος Καββαδίας - Ἀνένταχτα

Τὰ παρακάτω ποιήματα δὲν ἐντάχθηκαν σὲ κάποια ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Νίκου Καββαδία ἀλλὰ δημοσιεύθηκαν σὲ διάφορα ἔντυπα.

Πᾶνε δυὸ μῆνες

Πᾶνε δυὸ μῆνες ποὺ ἔφυγα κ᾿ ὅμως δὲν σοὔχω γράψει
τὰ λόγιά μου πὼς ξέχασα θὰ λὲς «Πάντα ἐσὺ θἆσαι
ἡ πολυαγαπημένη μου ὅσο μακριὰ κ᾿ ἂν πάω!»

Κ᾿ ὅμως τὸ ξέρω ἐγὼ καλὰ πὼς πάντα μὲ θυμᾶσαι.
 

Πῶς ὅταν τὶς θολὲς βραδυὲς στὴν κάμαρά σου μόνη
κεντώντας τ᾿ ἄσπρα ροῦχα σου κάνεις σκυφτὴ νυκτέρι
σκέφτεσαι τὰ γλυκόλογα ποὺ θὲ νὰ λέῃ τὸ γράμμα
ποὺ ὁ ταχυδρόμος αὔριο στὴν πόρτα σου θὰ φέρη.

Τὸ γράμμα ποὺ κάθε πρωὶ γράφω καὶ δὲ σοῦ στέλνω
κ᾿ ἔτσι περνᾶν ἀβάσταχτα οἱ θλιβερές σου μέρες
καὶ πᾶς σιγανὰ στὴν παναγιὰ δεόμενη γιὰ μένα
ποὺ ἀλύπητα μὲ δέρνουνε οἱ μανιασμένοι ἀγέρες.
Κ᾿ ἴσως νομίζεις τώρα ἐσὺ πὼς κάποιαν ἄλλη ἀγαπῶ
βαθειά, τρανήν, ἐξωτική, ἐβρῆκα ἐδῶ στὰ ξένα
ποὺ μ᾿ ἔχει δέσει πεια σφιχτὰ καὶ μ᾿ ἔχει μαγεμμένο.

... Καὶ σκέφτομαι τὰ μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
ὅμως, ἂν μπόραες γιὰ νἀρθῇς στὴν ἄθλια κάμαρά μου
σκυμμένο θὲ νὰ μ᾿ ἔβλεπες ἀπάνω σ᾿ ἕνα γράμμα
νὰ σκέφτομαι ... νὰ μὴ μπορῶ ... νὰ θέλω νὰ σοῦ γράψω
καὶ σκίζοντάς το νὰ ξεσπᾶ σ᾿ ἕνα θλιμμένο κλάμμα.

Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1928, ἀρ. φύλλου 153, σελίδα 3.

Ἀγαπάω-Νίκος Καββαδίας

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.

Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.

Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.

Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.

Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.

* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.

 Πόθος
Πᾶμε στὸ κάμπο πέρα κεῖ τ᾿ ἀπόβραδο
πιασμένοι ἀπὸ τὸ χέρι ὡραῖο κοράσι
ὁ ἀχὸς τῆς πολιτείας τῆς ἀρρωστιάρικης
ποτὲ νὰ μὴ μπορέση νὰ μᾶς φτάσῃ.


Καὶ κεῖ στὸν κάμπο πέρα τὸν ἀνθόσπαρτο
ὅπου γιορτάζει πάντα ἡ φύσι
ἀγκαλιαστοὶ θὰ νοιώσουμε τὸν ἔρωτα
ὡς ὅτου ἡ ψυχὴ νὰ μᾶς ἀφήσῃ.

Καὶ χελιδόνι νὰ γενῇ γοργόφτερο
ψηλὰ στὸν οὐρανὸ νὰ φτερουγίσῃ
νὰ διαλαλήσῃ ἐκεῖ μὲ τυτιρίσματα
-Χαρήκαμε τ᾿ ὅ,τι εἴχαμε ποθήσει.
ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΛΧΑΛΑΣ
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 22 Ἰανουαρίου 1928, ἀρ. φύλλου 114, σελίδα 7.
Περισσότερα ποιήματα  θα βρείτε /εδώ