Σελίδες

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η Ποίηση της Προσευχής


Απόστολος Γεραλής (1886-1983)

 Μανόλης Αναγνωστάκης-Προσευχή

Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμεΔέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλόταΠολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμεΣαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μαςΛησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του ΠαραδείσουΣτον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάςΣήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοιΜη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.
(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμενΕις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).


Απόστολος Γεραλής (1886-1983)

Νικηφόρος Βρεττάκος, «Προσευχή»

«Κύριε, ποὺ στέλνεις τὴ βροχὴ στοὺς σπόρους καὶ τὸν ἥλιο στὴ μήτρα τῆς μητέρας, ποὺ ἀποκρίνεσαι στὸ βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ μὲ τὸ οὐράνιο τόξο πάνω ἀπὸ τὴ χλόη, ποὺ ἀπὸ ψηλὰ εὐλογεῖς, μέρα καὶ νύχτα, τῶν ἔναστρων ἀχτῶν τὴν ἀνανέωση τὸ φῶς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μυριάδων διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μὴν ἀκούσεις ποτὲ τὸ βέλασμά μου!… Ὅμως, Κύριέ μου τὴ δύση αὐτὴ μπορεῖς νὰ μοῦ στερήσεις μ’ ὅποια σου δυστυχία; Τὰ δάκρυα τοῦτα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ βάθη πιὸ γαλάζια κι ἀπ’ τὶς πηγὲς τῆς ἄνοιξης, μπορεῖς, Κύριε, νὰ τὰ ἐμποδίσεις; Κοίταξέ με πως ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τὶς τροχιὲς τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο νὰ μὲ κουράζεις πιότερο!  Ἄφησέ με μὲ ἥσυχη ἀναπνοὴ κάτω ἀπ’ τὸ κλῆμα τῶν ἄστρων σου νὰ κλάψω… Δὲ μπορῶ, Κύριε μου, νὰ μισήσω!  Ἀγάπησέ με!»

(Από το ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ, 1939)



Απόστολος Γεραλής-Προσευχή (1886-1983)
 
Η προσευχή των αστέγων, Νικηφόρος Βρεττάκος
Μητέρα του Χριστού, Μαρία,
πόσο είναι η νύχτα τούτη κρύα
δεν μπορεί ο Θεός να καταλάβει.

Κατέβα, Συ, απ' τους ουρανούς
και μ' αναμμένους τους φανούς
του Χάρου οδήγα το καράβι.

Χίλιες φορές απόψε εκλήθη
μα δεν ακούει. Κάπου κοιμήθη
κι αυτός στα πλάτη παγωμένος.
Του θόλου λύθηκαν οι αρμοί
κι όλος ο κόσμος σαν κορμί
τρέμει στα νέφη τυλιγμένος.

Ρόδα κανείς να τον στολίσεις,
μύρα κανείς να τον ραντίσεις
μήπως σου ζήτησε, Μαρία;
Πάρ' την ψυχούλα μας γυμνή
προς τη γαλάζια σου σκηνή
από τη νύχτα αυτή την κρύα.

Κι η θεία σου πόλη σαν μας πάρει,
για τη μεγάλη σου τη χάρη
σκυφτοί στις άκρες των βραδιών σου,
με δάκρυα, σαν ο ήλιος σβει,
θα σου ποτίζουμε βουβοί
τις θάλασσες των λουλουδιών σου.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Οι Γκριμάτσες του Ανθρώπου


Η προσευχή του ταπεινού (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά, σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάσταξα. Μου δίνεις και την ξένη.

Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.

Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.

Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.

Ονειρεμένη προσευχή-Κωστής Παλαμάς

Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου.
Στη Φάτνη Βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δώσ’ μου!

Κι όταν θα ’ρθεί από Σε σταλτός ο Χάρος να με πάρει,
κάμε σα βρέφος να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.

Χριστέ μου, δώσ’ μου στους σεισμούς, στις τρικυμίες του κόσμου πάντα να στέκω ατράνταχτος, και να είναι ο λογισμός μου

το φως από το μυστικό που χύνοταν αστέρι, όταν για Σένα στη Βηθλεέμ τους Μάγους είχε φέρει.

Και κάμε λόγια κι έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα, προφητικά, φεγγόβολα κάμε τα σαν εκείνα

της νύχτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν, και γρικούσαν τους ουρανούς ολάνοιχτους που Σε δοξολογούσαν.

 Κωστής Παλαμάς -Προσευχή

Αγάπη, Εσύ, χαρά της γης

και τ’ ουρανού ευλογία,

που είσαι γλυκιά σαν τ’ άστρο της αυγής,

που είσαι μεγάλη σαν την Παναγία!

Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,

και Σου φιλώ το διαμαντένιο χέρι·

λυπήσου μας που ζούμε μακριά,

κάμε μια μέρα να γενούμε ταίρι.

Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,

μου καίγετ’ η καρδιά μου για λιβάνι·

απ’ τους ανθούς Σου τους παντοτινούς

πλέξε για μας του γάμου το στεφάνι.

Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,

και το μικρό, το φτωχικό μας σπίτι

θα είν’ εκκλησιά τρανή και ξακουστή

που τη δική Σου δόξα θα κηρύττει!

Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,

ω χωρισμοί και πίκρες να μας τρώτε,

Αγάπη μεγαλόχαρη, καλή,

μη μας ξεχνάς, λυπήσου μας και τότε.

Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,

αθώρητα φτερά κι ευλογημένα,

για να πετούμε αιώνια, τί χαρά!

Εγώ να βρίσκω αυτή κι εκείνη εμένα.

Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,

δικά Σου Χερουβείμ, κοντά στ’ αστέρια,

γλυκά γλυκά ν’ αλλάζουμε φιλιά,

σφιχτά σφιχτά να σμίγουμε τα χέρια.

ΠΗΓΗ

Προσευχή, Άγγελος Σικελιανός

Γυμνή Σου δέεται η ψυχή.Από χαρά,από πόνο
γυμνή από ηδονή
γυμνή Σου δέεται η ψυχή,Δημιουργέ,με μόνο
την άπλαστη φωνή,

που,πριν στη σάρκα μου να μπει,στον Κόρφο σου - ως τζιτζίκι
κρυμμένο στην ελιά -
βουλή δική Σου χτύπαε στην καρδιά μου κι έλεε:"νίκη,
νίκη στα πάντα!",και δεν ήτανε μιλιά

δική μου,ήταν η δική Σου,Θεέ, Μ'εκείνη μόνο
Σου δέομαι,λύτρωσέ μου το σκοπό
το μυστικό που γεύτηκα βαθιά κ' έξω απ' το χρόνο,
για ν' αγαπώ,για ν' αγαπώ

πάνω από πρόσωπα και πλάσματα,απ' τον ένα
που κλείνω μέσα μου παλμό,
που είν' ένας πια για ζωντανά κι πεθαμένα
δώσε μου,ναι,το λυτρωμό,

τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο,Θε μου,
μέσα στα στήθια μου ξανά
και να 'μαι όλα σαν η πνοή και σαν η βοή τ' ανέμου,
στα κοντινά,στα μακρινά...

Προσευχή- Μελισσάνθη

Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τὰ λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιὲς
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθὼς τὸ διάφανο νερό,
Κύριέ μου.

Μέσα ἀπὸ βαλτονέρια προχωρῶ
καὶ τίποτα, μὰ τίποτα δὲν μὲ ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δὲν μένει.

Κοίταξε πόσο καθαρὰ
εἶναι τὰ χέριά μου τ᾿ ἁμαρτωλά·

σὰν τοῦ παιδιοῦ ποὺ ὅταν προσεύχεται σὲ Σένα
ἔτσι σὰν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τὸν χιτῶνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
καὶ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ κρατήσουν...

Ἀπὸ τὰ σφάλματά μου τὰ φριχτὰ κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δὲν δύναται ἀνάμεσό μας νὰ μπεῖ,
νὰ μᾶς χωρίσει,

τίποτε ἄλλο δὲν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπὸ τὸν ὕπνο ποὺ μὲ παίρνει τὸ βαθὺ
-τὸν ξένοιαστο ὕπνο σὰν ἑνὸς παιδιοῦ
στὴ μέση ξάφνου ποὺ ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-

Τὸ ξέρω
εἶναι ἄσοφο νὰ σὲ παρακαλοῦν γιὰ κάτι τι·
γιὰ τοῦτο τίποτα δὲν σοῦ ζητῶ.

Μόνο μιὰ λύπη μὲ βαραίνει σὰν βουνό,
βαθιὰ ὑποφέρω,

σὰν συλλογίζομαι τὸν ὕπνο τοῦτο,
ποὺ μπορεῖ νὰ ᾿ρθεῖ
τὴν κρίσιμη ὥρα,
ποὺ τὸ Σάλπισμά Σου θ᾿ ἀκουστεῖ.

Ὁδοιπορικό. Ἐκδ.Καστανιώτη.2000. σελ. 192

Η προσευχή των παιδιών-Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)

Θεός τον ήλιο οδηγεί 

ποὺ πρέπει ν᾿ ἀνατείλει, 

πῶς νὰ περάσει ἀπὸ τὴ γῆ 

τὸ φῶς του νὰ μᾶς στείλει. 

Θεὸς ὁρίζει τὰ ψηλὰ 

ὁ ἥλιος ὅταν σβήνει, 

νὰ φέγγουν τ᾿ ἄστρα τὰ πολλὰ 

κι ἡ κάτασπρη σελήνη. 

Καὶ τὰ λουλούδια, ποὺ χυτὰ 

στὴ γῆ μοσκοβολοῦνε, 

Θεὸς τὰ ἔμαθε κι αὐτὰ 

πότε καὶ ποῦ ν᾿ ἀνθοῦνε. 

Καὶ τὸ μικρὸ-μικρὸ πουλί, 

ποὺ ψάλλει στὸ κλωνάρι, 

Θεὸς τοῦ εἶπε νὰ λαλεῖ 

νὰ κελαηδεῖ μὲ χάρη. 

Θεὸς χαρίζει στὰ παιδιὰ 

τὸ νοῦ τους καὶ τὴ γλώσσα, 

νὰ λὲν ὅ,τι ἔχουν στὴν καρδιὰ 

καὶ νὰ μαθαίνουν τόσα. 

Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ καλὰ παιδιὰ 

βράδυ, πρωί, χρωστοῦνε 

στὴν προσευχή τους μὲ καρδιὰ 

νὰ τὸν εὐχαριστοῦνε. 


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Περικλής Κοροβέσης -Ποιήματα

ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Περικλής Κοροβέσης
"Είχα σβήσει με μπλάνκο το όνομά σου από την ατζέντα μου.
Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσον καιρό.
Και όμως πήρες. Ρώτησες αν ενοχλείς. Ήσουν ευγενική.
Το μέταλλο της φωνής σου, πολύτιμο όπως πάντα. Ρώτησες αν γράφω.
Δεν ήθελες να με διακόψεις. Εκτιμούσες πάντα την δουλειά μου.
Ρωτάς τι κάνω. 
“Όλα καλά”, σου λέω. 
Τί να σου πω;
Με γάμησες.
Περίπατο έκανες στη ζωή μου και τη διέλυσες."
Μου φτάνει - Περικλής Κοροβέσης
Έκανες έρωτα,
το ξέρω.
Βγήκες, ήπιες, άκουσες μουσική.
Σηκώθηκες και χόρεψες
σε κοίταζαν
ξαναήπιες
ήσουν μονάχη
ήθελες έρωτα.
Με σκέφτηκες
το ένιωσα,
έχασα λίγο ηλεκτρισμό.

Μετά φύγατε μαζί
ψιλόβρεχε.

Πήγατε σπίτι
στρίψατε ένα τσιγάρο
βάλατε μουσική.
Πήρες εσύ την πρωτοβουλία
πήγες στο κρεβάτι
ξέρω πώς έγινε.

Καθόμουν στη σιωπή
είχε ησυχία
άκουσα τις φωνές σου
είδα χωρίς να θέλω.

Κάθισε δίπλα σου
σε πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά του.
Ήσουν όμορφη.

Την άλλη μέρα πήρες τηλέφωνο
ήσουν καλά.
Είπες πως μ' αγαπάς
-χαμήλωσες τη φωνή σου
για να σ' ακούσω μόνο εγώ-
Μου φτάνει.

Επιμένω-Περικλής Κοροβέσης

Και η ζωή θα μπορούσε να ήταν αλλιώς
γι’ αυτούς που αγαπούν.
Οι λέξεις τους, δεν θα ’ταν δύσλεκτες
και τα χαρτιά τους καθαρά
χωρίς λεκέδες και δάκρυα
τα γράμματά τους πορφυρά
και οι ακροστιχίδες τους ωραίες.
Θα ’γραφαν σε χαρτί ακριβό,
προνόμιο άλλης εποχής
δώρο του νεαρού αυτοκράτορα
που πέθανε από θλίψη.

Θα ’ταν απλά
σαν τον έρωτα
ή σαν παιδιά
ή σαν απόηχος τραγουδιού
που σ’ επισκέπτεται
τη νύχτα που είσαι μόνη.

Ναι, θα μπορούσε να ’ναι απλά.
Σαν το φαγητό που έγινε για φίλους
σαν τη καληνύχτα τους ή το καλό τους κατευόδιο
ή σαν ύπνος ανάλαφρος και φωτεινός.

Επιμένω, θα μπορούσαν.
(Π.Κ. Ανέκδοτα Ποιήματα, Μανδραγόρας τχ. 8-9,


«Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την». [Πηγή: www.doctv.gr]

Άγνωστος Στρατιώτης-Περικλής Κοροβέσης

Κάθε χώρα έχει ένα μνημείο
για τον άγνωστο στρατιώτη της.
Η Γαλλία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο,
είχε ένα εκατομμύριο νεκρούς.
Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν χωρίς όνομα.
Αλλά όταν τους καλούσαν είχαν όνομα,
διεύθυνση, αριθμό μητρώου.
Κανένας στρατός δεν έχει άγνωστους στρατιώτες.
Αλλά όταν σκοτώνονται,
φαίνεται πως σκοτώνεται και τ’ όνομά τους.

Άσυλο στο Χαρτί-Περικλής Κοροβέσης

Εμείς οι φυλακισμένοι του χαρτιού,
χάσαμε τόση ζωή, όσο η έκταση των γραπτών μας.
Δεν είχαμε κι άλλη λύση.
Ήρθαμε και δεν μας περίμεναν.
Χτυπήσαμε την πόρτα, αλλά δεν μας άνοιξαν.
Μιλήσαμε και η γλώσσα μας ήταν ξένη.
Καταφύγαμε στο χαρτί, ζητώντας άσυλο,
όμως κι εδώ εξόριστοι είμαστε.
Δεν είχε χώρο για μας, μόνο για τις λέξεις.


Απόδραση-Περικλής Κοροβέσης

Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται.
Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις.
Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου.
Όλα είναι στο κεφάλι σου.
Σπάσ’ το και πέτα.
Ο ουρανός είναι απέραντος.
Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει∙
βρες την.


Λαθρομετανάστης-Περικλής Κοροβέσης

Κάθομαι στο καφενείο στην Αχαρνών
και κοιτάζω το δρόμο που γίνεται θέατρο.
Μπροστά από το τραπέζι,
περνούν οι ομορφιές του κόσμου:
λυγερές από μακρινές χώρες,
το ίδιο απρόσιτες όπως όλες οι όμορφες∙
στιβαρά παλικάρια που το βήμα τους
δαμάζει την άσφαλτο∙
χαρούμενες παιδικές φωνές,
φτάνουν στα κουρασμένα αυτιά μου.
Αλλά κανείς δεν τους θέλει
και τους βρίσκω συγγενείς μου.
Λαθρομετανάστης ήμουν κι εγώ στη ζωή μου,
χωρίς χαρτιά και άδεια παραμονής.
Και στην πρώτη σκούπα με απέλασες.
Και μου έρχεται να χωθώ
σ’ αυτό το πολύχρωμο πλήθος και να τους πω:
«Πάρτε με μαζί σας, είμαι δικός σας».


Ξέρω πώς είναι ο θάνατος-Περικλής Κοροβέσης

…και θα ‘χω αφήσει τόσα πίσω.
Ιδέες, αποφάσεις και αυτή την συγκατοίκηση με τον Μπαχ,
που ‘ταν ασφυκτική.
…και ένας ακόμα άγνωστος, θα μείνει, με τους αγνώστους.
Μπορεί και να θυμάμαι τα χέρια σου, τα μάτια σου, την πέτρα που έσκυψες και μάζεψες δίπλα από την θάλασσα.
Για αυτό σου λέω, ξέρω πώς είναι ο θάνατος
Μια άλλη βραδιά όπως όλες οι άλλες..

Κοροβεσης, Περικλης, 1941-2020

Είμαι φτωχός σε υλικά αγαθά,πλούσιος όμως πολύ σε εμπειρίες. Έζησα ανοιχτά, ελεύθερα, σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, δίχως εξαναγκασμούς και συμβιβασμούς. Ήμουν πάντα με την Εύα, που δεν δέχτηκε τον μισό Παράδεισο που της δόθηκε αλλά τον διεκδίκησε ολόκληρο, γι’ αυτό και δάγκωσε το Απαγορευμένο Μήλο – το θέμα του επόμενου βιβλίου μου. Χάρηκα το διάβασμα, τη γραφή, τον έρωτα, τη δράση, τη δημιουργία. Ταξίδεψα, ξενιτεύτηκα, έκανα δύο γάμους κι έναν γιο, ζω είκοσι χρόνια τώρα αγαπημένα με την τελευταία σύντροφό μου, τη Μαρία, με την οποία δεν παντρευτήκαμε για να μη χρειαστεί να χωρίσουμε! Τελώ σε έναν διαρκή ενθουσιασμό.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ναι, την ευχαριστήθηκα τη ζωή μου. Και ότι, τουλάχιστον, δεν θα πεθάνω ηλίθιος.

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO τον Απρίλιο του 2014

Ο Περικλής Κοροβέσης (20 Ιουλίου 1941 - 11 Απριλίου 2020) γεννήθηκε στο Αργοστόλι.
Σπούδασε θέατρο με τον Δημήτρη Ροντήρη, σημειολογία με τον Roland Barthes και παρακολούθησε μαθήματα με τον P. Vidal Naquet στο Παρίσι. Από μικρή ηλικία μετείχε ενεργά στο μαχητικό δημοκρατικό κίνημα της Αριστεράς. Φυλακίστηκε και εξορίστηκε επί χούντας. Το πρώτο του βιβλίο, "Ανθρωποφύλακες" (1969), μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες. Εκτός από πεζά, έγραψε θέατρο, παιδικά και, τελευταία, ποίηση. Παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα, διατηρούσε μόνιμες στήλες στην "Ελευθεροτυπία" και στην "Εποχή' και στο περιοδικό "Γαλέρα". Μεταξύ 2007-2009 διετέλεσε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α' περιφέρεια Αθηνών.
Έργα του:
"Ανθρωποφύλακες" (μαρτυρία), Στοκχόλμη 1969
"Κοινός τόπος" (κείμενα), 1976
"Περιγραφή AGCTTGA+TCGAACT" (Είκοσι πέντε κείμενα του Π. Κοροβέση, δεκατρείς ζωγραφιές του Χρόνη Μπότσογλου), 1980
"Γύρω από το νησί η θάλασσα" (μυθιστόρημα), 1982
"Η συνέλευση των ζώων" (μουσικό παραμύθι-μουσική Γ. Κουρουπού), 1983
"Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα" (παραμύθι), με εικονογράφηση Κ. Δίγκα, 1986
"Ατάμ Αλ' Ακ" (μουσικό παιδικό θέατρο-μουσική Π. Περράκη) 1987
"Τango Bar" (θεατρικό), 1988
"Εμπορία ειδήσεων" (άρθρα 78-90), 1990
"Επιχείρησις Ιουδίθ" (θεατρικό), 1992
"Γυναίκες ευσεβείς του πάθους" (μυθιστορήματα), 1995
"Μ' εξακόσιες λέξεις" (συλλογή κειμένων), 1996
"Νοσταλγία μνήμης" (αφήγημα), 1999 κ.ά.
Πηγή βιογραφικού /www.biblionet.gr

«Δεν υπάρχει κελί που να μην τρυπιέται. Δεν υπάρχει φυλακή που δεν μπορείς να δραπετεύσεις. Δεν υπάρχει σκλαβιά που να εμποδίζει την ελευθερία σου. Όλα είναι στο κεφάλι σου. Σπάσ’ το και πέτα. Ο ουρανός είναι απέραντος. Υπάρχει μια γωνιά που σε περιμένει. Βρες την». [Πηγή: www.doctv.gr]

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

Μάνα: Περλ Μπακ ( Pearl Sydenstricker Buck )

Στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα Η μάνα (1934) της Αμερικανίδας Περλ Μπακ, περιγράφονται η καθημερινή ζωή και οι ασχολίες μιας μητέρας που συντηρεί με την αδιάκοπη εργασία και τη σταθερή αφοσίωσή της τη φτωχή αγροτική της οικογένεια. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Κίνα των αρχών του εικοστού αιώνα και επικεντρώνεται στη μορφή της μητέρας, η οποία, πρότυπο αγάπης, κατανόησης και προσφοράς, στηρίζει την παραδοσιακή πατριαρχική οικογένεια

Έχει καμιά διαφορά η μια μέρα από την άλλη κάτω από τον ουρανό για μια μάνα;
To πρωί η μάνα ξύπνησε και σηκώθηκε πριν ακόμα χαράξει η αυγή, κι ενώ οι άλλοι κοιμόντουσαν ακόμα, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε τα πουλερικά* και το γουρούνι, πήγε το νεροβούβαλο μέσα στο μαντρί, και καθάρισε όσες βρομιές είχαν κάνει τη νύχτα, τις μάζεψε και τις έκανε ένα σωρό, σε μια γωνιά του μαντριού. Ενώ οι άλλοι ήταν ακόμη ξαπλωμένοι, πήγε στην κουζίνα, άναψε τη φωτιά και έβρασε το νερό για να πιούνε ο άντρας και η γριά όταν σηκώνονταν, και λίγο από αυτό το έριξε σε μια ξύλινη λεκάνη για να δροσίσει λίγο και να μπορέσει να πλύνει τα μάτια του κοριτσιού.
         Κάθε πρωί τα μάτια του κοριτσιού ήταν σφιχτά κλεισμένα και δεν μπορούσε να δει καθόλου ώσπου να του τα πλύνει. Στην αρχή το παιδί φοβόταν, όπως και η μάνα, αλλά η γριά σφύριξε:*
         «Έτσι ήμουνα κι εγώ, σαν ήμουνα μικρή, μα δεν πέθανα!».

  Τώρα το είχαν συνηθίσει και ήξεραν ότι δε σήμαινε τίποτε έξω από το ότι κάμποσα παιδιά ήταν έτσι κι ότι δεν πέθαναν από αυτό. Μόλις που είχε ρίξει νερό στη λεκάνη, όταν πρόβαλαν τα παιδιά, το αγόρι κρατώντας το κορίτσι από το χέρι. Είχαν βγει συρτά από το κρεβάτι χωρίς να κάνουν θόρυβο, χωρίς να ξυπνήσουν τον άντρα που έτρεμαν το θυμό του, γιατί παρ' όλους τους καλούς και κεφάτους τρόπους που είχε, όταν ήθελε να είναι κεφάτος και καλός, ο άντρας ήταν ικανός να θυμώσει και να τα ξυλοφορτώσει* άγρια αν τον ξυπνούσαν πριν από την ώρα του. Τα δυο τους στέκονταν βουβά στην πόρτα κοιτάζοντας τη μάνα και το αγόρι ανοιγόκλεινε τα μάτια του και χασμουριόταν, αλλά το κοριτσάκι καθόταν υπομονετικά περιμένοντας, με τα μάτια σχεδόν κατάκλειστα.
Ύστερα η μάνα σηκώθηκε βιαστικά και παίρνοντας την γκρίζα πετσέτα που ήταν κρεμασμένη σ' έναν ξύλινο γάντζο, βούτηξε τη μια της άκρη στη λεκάνη και σιγά σιγά καθάρισε τα μάτια του κοριτσιού. Το παιδί κλαψούρισε, χωρίς να βγάζει ήχο από το στόμα του, μόνο με την ανάσα του, και η μάνα αναλογίστηκε, όπως κάθε πρωί:
         «Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχάσω την αλοιφή για τα μάτια αυτού του παιδιού. Κάποτε πρέπει να φροντίσω και γι' αυτό. Αν δεν το ξεχάσω όταν πουληθεί το φορτίο με το άχυρο του ρυζιού, την άλλη φορά, θα του πω να πάει σ' ένα μαγαζί με φάρμακα - υπάρχει κάποιο κοντά στην πύλη στα δεξιά, κατηφορίζοντας σ' ένα μικρό δρομάκι».



         Ενώ το σκεφτόταν αυτό, ο άντρας πρόβαλε στην πόρτα φορώντας τα ρούχα του. Χασμουρήθηκε δυνατά κι ύστερα έξυσε το κεφάλι του. Εκείνη είπε φωναχτά τη σκέψη της:
         «Όταν θα πας να πουλήσεις αυτό το δεμάτι με το άχυρο του ρυζιού, να πας και σε κείνο το μαγαζί που είναι κοντά στην Πύλη του Νερού και να ζητήσεις καμιά αλοιφή ή κανένα άλλο φάρμακο για πονεμένα μάτια σαν και τούτα».
         Όμως ο άντρας ήταν ακόμα βαρύς από τον ύπνο κι απάντησε θυμωμένα:
         «Και γιατί να ξοδέψουμε από το λίγο έχει μας για πονεμένα μάτια, αφού δε θα πεθάνει ποτέ από δαύτα.* Είχα κι εγώ πονεμένα μάτια όταν ήμουνα μικρός κι ο πατέρας μου ποτέ του δεν ξόδεψε τα λεφτά του για μένα, μόλο που* ήμουνα ο μοναδικός γιος που του είχε απομείνει».

         H μάνα, καταλαβαίνοντας πως δεν ήταν κατάλληλη η στιγμή για να μιλήσει, δεν είπε τίποτε παραπάνω και πήγε να του βάλει το νερό του. Ήταν όμως κάπως θυμωμένη και δεν του το έδωσε στο χέρι, αλλά το άφησε στο τραπέζι για να το πάρει μόνος του, αλλά δεν είπε τίποτα και ξέχασε την υπόθεση, για την ώρα. H αλήθεια ήταν ότι πολλά παιδιά είχαν πονεμένα μάτια, και γίνονταν καλά όταν μεγάλωναν, όπως και ο άντρας, που, μόλο που τα μάτια του είχαν κάτι σημάδια γύρω από τα βλέφαρα, που φαίνονταν, αν τα κοίταζε κανένας κατά πρόσωπο, έβλεπε καλά όταν δεν ήταν πολύ μικρό εκείνο που περιεργαζόταν. Δεν ήταν όμως από κείνους τους μορφωμένους που ζούνε με τα βιβλία και πρέπει να βλέπουνε καλά, κι έτσι αυτό δεν είχε σημασία.
         Ξάφνου η γριά αναταράχτηκε και φώναξε αδύναμα, και η μάνα τής έφερε ένα κύπελλο με ζεστό νερό, της το έδωσε να το πιει πριν σηκωθεί, και η γριά το ρούφηξε με θόρυβο και ρεύτηκε όλα τα κακά αέρια που έρχονταν από το άδειο στομάχι της, βόγκηξε λίγο και παραπονέθηκε για την ηλικία της, που την έκανε να νιώθει αδύναμη τα πρωινά.
         H μάνα γύρισε στην κουζίνα κι άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό, και τα παιδιά κάθισαν κοντά της πάνω στο χώμα περιμένοντας κουβαριασμένα γιατί το πρωί ήταν κρύο. Το αγόρι σηκώθηκε στο τέλος και πήγε κοντά στη μάνα του που τάιζε τη φωτιά, αλλά το κορίτσι έμεινε μόνο του. Ξαφνικά ο ήλιος πρόβαλε πάνω από τους ανατολικούς λόφους και το φως ξεχύθηκε σε μεγάλες φωτεινές αχτίνες, που έπεσαν πάνω στα μάτια του παιδιού κι εκείνο τα έκλεισε αμέσως. Άλλοτε θα έκλαιγε, αλλά τώρα πήρε μόνο μια βαθιά ανάσα, όπως θα έκανε ένας μεγάλος, και κάθισε φρόνιμο με τα βλέφαρα σφιχτά κλεισμένα και δεν κουνήθηκε καθόλου μέχρι που ένιωσε τη μάνα του να του βάζει μπροστά του μια γαβάθα* με φαγητό.

  Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ' άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ' ορκίζομαι».

         Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι. Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της.

Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.
         Αυτή τη μέρα, αφού έφαγε ο άντρας, κι αφού στέναξε, πήρε το σκαλιστήρι* του και ξεκίνησε κάπως άκεφα, όπως το συνήθιζε πάντα, για το χωράφι, κι εκείνη καθάρισε τις γαβάθες, έβαλε τη γριά να καθίσει στον ήλιο, κάτω από τη ζεστασιά του, και πρόσταξε τα παιδιά να μην παίζουν κοντά στη γούρνα.* Ύστερα πήρε το σκαλιστήρι της και ξεκίνησε κι εκείνη σταματώντας μια δυο φορές για να κοιτάξει πίσω της. H αδύναμη φωνή της γριάς μόλις που ακουγόταν και η μάνα χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η γριά ήταν να προσέχει την πόρτα και το έκανε με περηφάνια. Μόλο που ήταν γριά και μισότυφλη, μπορούσε να διακρίνει αν πλησίαζε κανένας που δεν έπρεπε και θα έμπηγε αμέσως τις φωνές.

Ήταν ενοχλητική γριά και οι ενοχλητικοί γέροι είναι χειρότεροι κι από τα παιδιά, γιατί δεν μπορείς να τους χαστουκίσεις όπως τα παιδιά. Κι όμως, όταν η γυναίκα του ξαδέρφου είπε κάποτε: «Θα είναι πολύ καλό για σένα να πεθάνει αυτό το γέρικο πράμα, που είναι τόσο γερασμένο και στραβό, κι όλο πόνους και γκρίνια για το φαγητό», η μάνα είχε απαντήσει με τον ήρεμο τρόπο που έπαιρνε όταν ένιωθε κάποτε κρυφή στοργή: «Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι».
         Ναι, η μάνα ποτέ της δεν μπορούσε να κάνει την καρδιά της να σκληρύνει απέναντι σε μια γριά σαν κι εκείνη. Είχε ακούσει για γυναίκες που περηφανεύονταν ότι είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα σπίτια τους ενάντια στις πεθερές τους και πως δεν μπορούσαν να ανεχτούνε τον κακό τους τρόπο. Όμως σ' αυτή τη νεαρή μάνα, η γριά φαινότανε σαν να ήτανε ένα ακόμα παιδί της, ολότελα ξεμωραμένο,* που ήθελε τούτο και το άλλο, όπως τα παιδιά. Έτσι καμιά φορά τής φαινόταν κουραστικό να τρέχει εδώ κι εκεί πάνω στους λόφους την άνοιξη, ψάχνοντας να βρει ένα χόρτο που πολύ το 'χε πεθυμήσει η δύστυχη γριά, όμως, όταν έφτασε κάποιο καλοκαίρι κι έπεσε βαριά διάρροια στο χωριό, τόσο βαριά που πέθαναν δυο ολόγεροι άντρες, μερικές γυναίκες και πολλά μικρά παιδιά, και η γριά ήταν του θανατά, ή τουλάχιστον έτσι τους φαινόταν, αγόρασαν το καλύτερο φέρετρο που μπόρεσαν να βρουν και το ετοίμασαν.

Η γριά όμως δεν πέθανε και η νεαρή μάνα ένιωσε αληθινή χαρά όταν την είδε πως γαντζώθηκε στη ζωή και κατάφερε να ζήσει. Ναι, μόλο που η σκληρόπετση* γριά είχε λιώσει δυο νεκρικά φορέματα, η μάνα ήταν ευτυχισμένη που ζούσε ακόμα. Όλο το χωριό το είχε για αστείο το πώς κρεμόταν στη ζωή. Το κόκκινο ρούχο που είχε φτιάξει η μάνα για να τη θάψει, το φορούσε κάτω από το γαλάζιο, όπως ήταν έθιμο σ' εκείνα τα μέρη, μέχρι που να λιώσει και να πεταχτεί και η γριά ανυπομονούσε και δεν αισθανότανε καλά ώσπου η μάνα τής ετοίμασε καινούριο. Και τώρα, φορούσε αυτό το δεύτερο χαρούμενη κι αν κανένας τής φώναζε: «Ακόμα εδώ είσαι, γριούλα;», απαντούσε κεφάτα: «Ναι, εδώ είμαι και φοράω τα καλά μου νεκρικά φορέματα. Εκείνα λιώνουν, εγώ ζω. Τα λιώνω και ούτε που ξέρω πόσα θα λιώσω ακόμα».
         Και η γριά γελούσε καθώς σκεφτόταν πόσο όμορφο αστείο ήταν που ζούσε και που δεν έλεγε να πεθάνει.
         Τώρα, κοιτάζοντας πίσω, η μάνα χαμογέλασε κι άκουσε τη φωνή της γριάς: «Ησύχασε, καλή μου κόρη — εγώ είμαι εδώ και φυλάω την πόρτα».
         Ναι, θα της λείψει πολύ όταν θα πεθάνει αυτή η γέρικη ψυχή. Αλλά τι σημασία έχει που θα της λείψει; Η ζωή ερχόταν κι έφευγε την ορισμένη ώρα και δεν μπορείς να ελπίζεις πως θα ξεφύγεις από την ώρα σου.
         Κι έτσι η μάνα συνέχισε ήσυχη το δρόμο της.


Π. Μπακ, Η μάνα,
μτφρ. Κώστας Κυριαζής, Πάπυρος


ΠΗΓΗ