Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη
για να φιλάει τα σύνορα.(Mιχάλης Γκανάς)
Τάσος ΛειβαδίτηςΉταν τότε που πίστεψα πως η Επανάσταση κι ο Έρωτας έχουν το ίδιο δυνατό κόκκινο χρώμα. Με τα μάτια μου ξεχειλισμένα στα δάκρυα ...
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαιείναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον. Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
-Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ: «Γυμνό Σώμα»(απόσπασμα)
Είπε: ψηφίζω το γαλάζιο. Εγώ το κόκκινο. Κ’ εγώ. Το σώμα σου ωραίο. Το σώμα σου απέραντο Χάθηκα στο απέραντο. Διαστολή της νύχτας. Διαστολή του σώματος. Συστολή της ψυχής.
Είπε:
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.ψηφίζω το γαλάζιο. Εγώ το κόκκινο. Κ’ εγώ. Το σώμα σου ωραίο. Το σώμα σου απέραντο Χάθηκα στο απέραντο. Διαστολή της νύχτας. Διαστολή του σώματος. Συστολή της ψυχής. - See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf Ἕνας αἰῶνας κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα. Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα ἀφοῦ λείπεις; Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος εἶμαι. Εἶμαι γιὰ σένα.
Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας κ’ εννιά δευτερόλεπτα. Τι να τα κάνω τ’ άστρα αφού λείπεις; Με το κόκκινο του αίματος είμαι. Είμαι για σένα. - See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf
-Τεντ Χιουζ: «Κόκκινο ήταν το χρώμα σου.…
Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας
αιμάτινος επίδεσμος…
Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…
Κι έξω απ’ το παράθυρο
παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…
Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό
κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
τριαντάφυλλα που έκλαιγαν,
ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα
και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»
Κόκκινο ποίημα (Γιώργος Δουατζής)Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινοαίμα, χρώμα κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο αλλά κι αν ήτανε κρασί κόκκινο, κατακόκκινο και μεθυσμένο το ποίημα αιμόφυρτο θα έδειχνε σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο που σκουριασμένο στο υπόγειο ανακαλεί μνήμες δεκαετιών κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα με ματωμένες αταξίες Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης κάνει τα όνειρα αληθινά κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα Γιώργος Δουατζής, Τα κόκκινα παπούτσιαΚόκκινα πόθου πάθους Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας Κόκκινα έντασης φευγιού Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς Κόκκινα ολέθρια κόκκινα Παπούτσια κόκκινα
Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως,
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως, μέσα στο φως, με χρώματα και χειρονομίες, ανθρώπων που αγαπήσαμε, που αγαπήσαμε.(Γ.Σεφέρης)
Ερωτικό Κείμενο, Αλκυόνη ΠαπαδάκηΉταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους. Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης. Το πάθος μιλάει με την αφή. Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά. Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή. Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα. Σκαλίζει… κι ονειρεύεται… Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”της Αλκυόνης Παπαδάκη
Έτσι πολύ ατένισα-Κ.Π.Καβάφης
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου. Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά. Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα· πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι, και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα. Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου, μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα ....
Κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου…
Ναπολέων ΛαπαθιώτηςΚι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι, κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε το γλυκό σου μάτι, και τα χέρια σου πλεκόντουσαν στο κορμί μου γύρω γύρω κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου, γλυκιάν άχνα σαν το μύρο, και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου γλυκά λόγια σαν τα μύρα, κι ήταν άσπρό το κρεβάτι μας κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα… Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα Κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε το κορμί σου και το μάτι κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι κι ήταν άσπρο το κρεβάτι. Το κόκκινο στην ποίση του Οδ.Ελύτη (παραθέματα)
Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ
Έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή
ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος
γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την
επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των
ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-
μαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό
τη θύμηση!
Που είναι η
γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα
όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς
κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου
οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-σμαρίνια.
” Έτσι συχνά όταν μιλάω για τον ήλιο
μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα
Μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο.
Αλλά δε μου είναι βολετό να σωπάσω… “
" Ήλιος ο ηλιάτορας"
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ
Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι
Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι
Artist Mark Arian
Έχεις μια γεύση
τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα
κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο
χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των
γυακίνθων - Μα που γύριζες...
Προσανατολισμοί -Οδ.Ελύτης
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή. Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης(αποσπάσματα)Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσαΚόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός. |
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014
Η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό χρώμα, κόκκινο..
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013
Παδί της γης! Παιδί τραγουδισμένο
painting by Bartolomé Esteban Perez Murillo |
να σώσω το κόσμο, όπως τον πρωτο-αντίκρισαν και τον δημιούργησαν τα παιδικά μου μάτια.
- “Αφετε τα παιδία έρχεσθαι προς με και μη κωλύετε αυτά. Των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία του Θεού. Αμήν λέγω υμίν, ός εάν μη δέξηται την βασιλείαν του Θεού ως παιδίον, ου μη εισέλθη εις αυτήν” [Λουκ. ιη’16-17] Λουκ.ιη'16-17
- “Αφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Των γαρ τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών” [Ματθ. ιθ’14]
Adolphe-William Bouguereau. Song of the Angels
Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.
Διεθνὴς Παιδούπολη Πεσταλότσι(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδεςφερμένες ἐδῶ ἀπ᾿ τὰ τέσσερα σημεῖα τῆς γῆς
γιὰ ἕνα διάλογο ἀγάπης.
Κοινὸ τὸ χορτάρι κι ὁ ἥλιος
καὶ τὰ χέρια ποὺ παίζουνε.
Βλέπετε αὐτὰ τὰ παιδιὰ
ποὺ τὰ μάτια τους εἶναι γιομάτα οὐρανὸ
καὶ ἀθῳότητα;
Εἶναι οἱ ἴδιοι αὐτοὶ
ποὺ σκοτώθηκαν στοὺς πολέμους.
ποὺ ἐξωσμένοι ἀπ᾿ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν ἀδιαίρετη
σκηνὴ ἐπαιτήσανε τὸ δικαίωμα
νὰ χαροῦνε τὴ γῆ ποὺ τοὺς γέννησε:
Sophie Anderson,painter |
νὰ μαζεύουν λουλούδια, νὰ ψαρεύουν στὶς λίμνες,
νὰ σκάφτουν, νὰ χτίζουν, νὰ θαυμάζουν τὸν κόσμο
μὲς ἀπ᾿ τῶν ἄσπρων τους σπιτιῶν τὰ παράθυρα
δίχως φόβο· ἀσφαλεῖς καὶ ἰσότιμοι
ἀπέναντι στὴ βροχή.
Οἱ ἴδιοι ποὺ πάλαιψαν
γενναῖα τὸ ἀδυσώπητο σκοτάδι
καὶ πέσανε. ποὺ ἔκαμαν
ὄμορφα ὄνειρα.
Δὲν ἤτανε διαφορετικὰ
τὸ γέλιο, τὰ χέρια, οἱ κινήσεις τους,
κι ὅμως σκοτώθηκαν.
Τὰ μάτια τους ἴδια
τὸ φῶς ποὺ ζητούσανε.
Κάθε πρωὶ
ποῦ βγαίνει ὁ ἥλιος στὴν πόλη τοῦ Τρόγγεν,
στὸ χωριὸ Πεσταλότσι, τὰ πράγματα εἶναι
τὸ ἴδιο ἁπλά, ὅπως ἄλλωστε ἦταν πάντοτε
σὲ τοῦτο τὸν κόσμο.
Μονάχα πὼς τὰ πρόσωπα
ἐδῶ τῶν παιδιῶν εἶναι πατρίδες.
Κάθε πρωί, μὲ τὸ ἴδιο τραγοῦδι
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὴν ἴδια ὑπόσχεση
ἀγάπης
ὅλα μαζὶ
εἶναι ἡ Ὑδρόγειος ποὺ προσεύχεται
Fritz Zuber-Buhler,painter
ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ
ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Ἀναδύθηκε δάσος ζοφερὸἀπ᾿ τὸ πνεῦμα μας
κι ἐκάλυψε τὸν ὁρίζοντα.
Μόνο ἀτραποὶ τρυπώνουν
καὶ χάνονται μέσα στὸ φόβο.
Μέλλον δὲν φαίνεται.
Τρέχουν, χορεύουν ἀνύποπτα
γιὰ ὅ,τι γίνεται πάνω τους
τὰ παιδιά, ἐνῷ γέρνοντας γύρω
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὰ πόδια τους, (ὡς
ν᾿ ἀκοῦν τὴ βοὴ καὶ νὰ βλέπουν
τὸ σύννεφο) σὰν ἕνα ἀπέραντο
ὑπαίθριο ἐκκλησίασμα
τὰ λουλούδια προσεύχονται.(Νικηφόρος Βρεττάκος)
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν πᾶς ὡς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις περιπατητικὸ ἀστέρι ἢ ξύλα
ἀναμμένα γιὰ τὰ Χριστούγεννα-στὸ τζάκι τοῦ Νέγρου
ἢ τοῦ Ἕλληνα χωρικοῦ.
Νὰ τὴν κάνεις ἀνθισμένη μηλιὰ
στὰ παράθυρα τῶν φυλακισμένων.
Ἐγὼ
μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχω ὡς αὔριο.
Ἂν μποροῦσες νὰ ἀκουστεῖς
θὰ σοῦ ἔδινα τὴν ψυχή μου
νὰ τὴν κάνεις τὶς νύχτες
ὁρατὲς νότες, ἔγχρωμες,
στὸν ἀέρα τοῦ κόσμου.
Νὰ τὴν κάνεις ἀγάπη.
Paul Hermann Wagner (1852 – 1937, German) |
Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει' σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.
Τότε ολόγυρα
Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε' και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.
Ένα μικρό κορίτσι, ανύποπτα, νυχτώθηκε άξαφνα μέσα στη λύπη.
Τι 'ταν λοιπόν η ζωή; Κι αυτός ο πόνος; Κι η κραυγή τούτη;
Ήταν δικά του αυτά;
Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
Και περίμεναν πίσω απ΄ το γέλιο του
πανέτοιμα κι επίβουλα;
Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
Κι αυτά τ' αγαπημένα πρόσωπα
που έσκυβαν πάνω του, μακρινά κιόλας; Άνοιξε ήσυχα, λοιπόν,
την πόρτα ενός άστρου, μπήκε μέσα προφυλακτικά να μην ακούσουμε,
μα όλες τις νύχτες 'κείνη η πόρτα ανοιχτή
χτυπάει απ' τον αγέρα του μικρού λυγμού του.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Κι ούτε μπόρεσε να σηκωθεί πια να την κλείσει.
Ούτε μπορούμε (είναι μακριά) να την κλείσουμε.(Γιάννης Ρίτσος)
Sophie Gengembre Anderson,painter
'' Αχ, Φωτεινούλα,
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.'' Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
μικροί-μικροί
ταπεινωμένοι
πούναι κ’ οι στίχοι,
πικρά-πικρά
που κλαίνε οι στίχοι,
μπροστά στα πόδια σου.'' Γιάννης Ρίτσος, Αναφυλλητό
Ζωγράφος, Νικόλαος Γύζης
Το απλό παιδί που εγώ αγαπώ…Ν.Λαπαθιώτης
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί
Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…
Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…
Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά (α' έκδ. Αθήνα: Ερμής 1992).
Λονδίνο 29 Νοεμβρίου 1961
Αγαπητό μου Μαντζουρανάκι
Χτες η Μαντζουράνα (η γιαγιά) μου έφερε μια ωραία
ζωγραφική που μας έστειλες.
Μου άρεσε τόσο πολύ που θα ήθελα να ήμουνα
κι εγώ εκεί μέσα· να τρέχω και να τραγουδώ σ’ εκείνο το δρόμο που
έφτιαξες και να ήσουν κι εσύ μαζί μου να παίζαμε και να λέγαμε αστεία.
Πολύ μου άρεσε ακόμη γιατί ένα μικρό μικρό
πουλάκι, πιο μικρό από τη μύτη του μολυβιού αυτού που σου γράφω, πήγε
και τρύπωσε μέσα στη ζωγραφιά σου, και άμα είμαι καλός αρχίζει ένα
θαυμάσιο κελάηδημα.
Τώρα αυτό που σου λέω θα πουν οι άλλοι, οι μεγάλοι,
πως είναι μπούρδες.
Πώς να κάνω να τους δείξω πως δεν είναι;
Αλλά δεν
πειράζει, πάντα οι άνθρωποι μου λένε πως λέω μπούρδες. — Έπειτα όμως άμα
περάσει καιρός κάνουν ένα «Χα!» όπως ο γάιδαρος και λένε: αλήθεια μάς
έλεγες!
Έτσι πιστεύω πως θα γίνει και μ’ αυτό το μικρούτσικο πουλάκι που
σου έλεγα, και για τα ποιήματα με τις ζωγραφιές που έδωκα στη μαμά σου
πριν ακόμη γεννηθείς.
Τώρα μαθαίνω πως τις κρατάς εσύ και πως τις κάνεις
γούστο.
Χαίρομαι.
Να ’σαι καλά
Γιώργος
Για τα παιδιά - Χαλίλ Γκιπράν
Τα παιδιά σου δεν είναι παιδιά σουΕίναι οι γιοι και οι κόρες της λαχτάρας της Ζωής για τη Ζωή.
Δημιουργούνται διαμέσου εσένα, αλλά όχι από σένα
Κι αν και βρίσκονται μαζί σου, δε σου ανήκουν.
Μπορείς να τους δώσεις την αγάπη σου, αλλά όχι τις σκέψεις σου
Αφού ιδέες έχουν δικές τους.
Μπορείς να δίνεις μια στέγη στο σώμα τους, αλλά όχι και στις ψυχές τους
Αφού οι ψυχές τους κατοικούν στο σπίτι του αύριο
που εσύ δεν πρόκειται να επισκεφτείς ούτε και στα όνειρά σου.
Μπορείς να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις
αλλά μη γυρέψεις να τα κάνεις σαν εσένα
Αφού η ζωή δεν πάει προς τα πίσω ούτε ακολουθεί στο δρόμο του το χτες
Είσαι το τόξο από το οποίο τα παιδιά σου
ωσάν ζωντανά βέλη ξεκινάνε για να πάνε μπροστά.
Ο τοξότης βλέπει το ίχνος της τροχιάς προς το άπειρο
και κομπάζει ότι με τη δύναμή του
τα βέλη του μπορούν να πάνε γρήγορα και μακριά.
Ας χαροποιεί τον τοξοτή ο κομπασμός του
Αφού ακόμα κι αν αγαπάει το βέλος που πετάει
έτσι αγαπά και το βέλος που μένει στάσιμο.”
Τόλης Νικηφόρου-Ένα παιδί
Με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι
κοιτάζω εκστατικά
πίσω απ' τις στάλες της βροχής
ένα πολύχρωμο κόσμο
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τις τσέπες γεμάτες μπίλιες
μέσα στο χειμώνα
ένα παιδί με δακρυσμένα μάτια
για το γατάκι του που πέθανε
για το λουλούδι που μαράθηκε
για όσους έφυγαν χωρίς επιστροφή
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
με τρύπιο παλτό
που λαχταράει τα ζεστά κάστανα
την γειτονιά και τους φίλους
την άνοιξη που θάρθει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
που δεν δέχεται
πως μπορώ να γελάω
όταν την ίδια στιγμή κάποιος κλαίει
κρύβω μέσα μου ένα παιδί
απαρηγόρητο
που θα ‘θελε να φτιάξει τη ζωή
στα μέτρα της καρδιάς του
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)
Στο παιδί μου...
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο
Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια
Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.
Α! φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.
Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) του Μανόλη Αναγνωστάκης
"Αυτοί παιδί μου δεν/ δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους/ όλο δεν και δεν και δεν-/ τρο δεν φύτεψαν τα χέρια τους/ δεν χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι/ πληγωμένο/ γυναίκα άσχημη και στερημένη/ αυτοί παιδί μου δεν/ δεν δίνουν τ΄Αγγέλου τους νερό». (Μιχάλης Γκανάς )
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης
Μάνος Χατζιδάκις, Δέκα Ποιήματα (αποσπάσματα)
Παιδί της γηςΠαιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Σαν αστραπή
Μπλέκω τα δάκτυλα
Κλείνω τα μάτια μου
Και σ’ ονομάζω Μουσική
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι όπως μεσ’ στη θύμηση
Θυμίζεις τ’ όνειρό σου
Βγαίνουν μορφές πιο δυνατές
Κι απ΄την μορφή του Χάρου
“Δεν σε πληγώνω αφέντη μου
Φιλιά σου δίνω'
Παιδί της γης
Παιδί τραγουδισμένο
Έτσι που σε φαντάζομαι
Με τη φλογέρα και τον αητό
Στον ώμο σου
Χαράζεις μια τον Θάνατο
Και τον γυρνάς σε ωραίο σκοπό.
Σχέδιο για ένα Δημοτικό τραγούδι
Ένα παιδί τριανταφυλλί
ήρθε μου πήρε το φιλί
κι έγινε δέντρο αμάραντο
μεσ’ στη παρθένα πλάση.
Ζωγράφος , Γεώργιος Ιακωβίδης |
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζούνε δυο μικρά παιδιά
Τόνα βλέπει δεν ακούει
Τ’ άλλο ακούει μα δε βλέπει
Και τα δυο ξέρουν πως πρέπει
Να ‘χουν μόνο μια καρδιά
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Τα παιδιά μένουν παιδιά
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Και τη θάλασσα ποτίζει
Εκεί κάτω στο ποτάμι
Ζει μια δύστυχη τρελή
Π’ αγαπούσε ένα πουλί
Το παιδί που δεν ακούει
Της σκοτώνει το πουλί
Κι από τότες δε γνωρίζει
Πως την βλέπει το ποτάμι
Σαν γυναίκα ή σαν πουλί;
Το ποτάμι όλο γεμίζει
Κι απ’ τη θλίψη ξεχειλίζει
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)