Σελίδες

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Yπάρχεις ..

Yπάρχεις ..
Αδημονώντας μέσα μου/στη ρευστότητα του χρόνου..
Σε κύκλους φαντασιώσεων /με το χρόνο να τεμαχίζεται αναίτια/σε ανύπαρκτο ερωτικό τοπίο.
Υπάρχεις..
Στο λαβύρινθο της σκέψης μου/κι ως άλλη Αριάδνη /μάταια αναζητώ τον Θησέα εντός μου/απο τον λώρο του μίτου σου να πιαστώ.
Υπάρχεις..
Σαν άνεμος ούριος /στην αβέβαιη πλώρη των ονείρων μου..(Μαρία-Λαμπράκη-)




Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Τι έρημος κι αυτή των ανθρώπων

Tα όνειρα έμειναν και σήμερα /στα ''αζήτητα''
Τώρα η νύχτα περιδιαβαίνει τους δρόμους /με απούλητη την πραμάτεια της/ κανείς δεν ενδιαφέρεται /ως να τους είχε η μοναξιά τυλίξει/με νύχτες δίχως όνειρα..
Τι έρημος κι αυτή των ανθρώπων....


Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Δεν έμαθες ποτέ....

Δεν έμαθες ποτέ ,πως..
Τα βράδια που κοιμόσουν/άνοιγα κρυφά τις πόρτες των ονείρων σου με το αντικλείδι της σιωπής..
Πλημμύριζα απ' το άχραντο δάκρυ του Ερωτα/μεταλάμβανα τα θαύματα  της Αγάπης/πεθαίνοντας στα πιο όμορφα τραγούδια /αυτά που δεν σου τραγούδησα,ποτέ..
Δεν έμαθες ποτέ...
Πόσες φορές η σκέψη μου /κοιμήθηκε μαζί σου στα νησιά τα Παραδείσια /των αμέτρητων μικρών Θεών(Μ.Λαμπράκη)

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή, ν' άρχισαν εκεί....(Τάσος Λειβαδίτης)


Οι Στίχοι   -Τάσος Λειβαδίτης               
Συλλογιέμαι τη μοναξιά ενός παιδιού που παίζει ολομόναχο σ' έναν κήπο μες στην ερημιά του καλοκαιρινού απομεσήμερου. 
Ίσως οι πιο ωραίοι στίχοι ενός ποιητή ν' άρχισαν εκεί.


Τάσος Λειβαδίτης «Ξημέρωμα»

O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα
μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια
κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες:
έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ’ τ’ όνειρο
η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο
ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη
κι ο Θεός που απ’ τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που
φοβούνται τη νύχτα
φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν
την ελπίδα στους ναυαγούς.

Ποίηση. Tόμος Tρίτος 1979-1987, Kέδρος, 1991



Ή δίκη του αιώνος-Τ.Λειβαδίτης
Σάς παρακαλώ αφήστε με να περάσω, είμαι ο μοναδικός μάρτυς σ' αύτη τη δίκη,
πρόκειται για το έγκλημα του αιώνος. 
Βέβαια, όλα αυτά είναι υπερβολές της φαντασίας, μου —
πως αλλιώς να δικαιώσω την ύπαρξη μου σ' έναν ακατανόητο κόσμο.
Συνήθως τις περισσότερες ώρες μου τις περνώ στο ζωολογικό κήπο
και σκέφτομαι πράγματα τόσο θλιβερά, που τα ζώα γρυλίζουν φοβισμένα -
τέλος, βγάζω το περίστροφο μου, το ακουμπώ στο μέτωπο μου και πυροβολώ
αλλά μ' έχουν ξεχάσει κι οι σφαίρες μου φεύγουν προς τον ουρανό —
όπως θα φύγω κάποτε κι εγώ λυπημένος, χωρίς να μάθω ποτέ ποιος είμαι.
....Μια λυπημένη αναπνοή για την πουτάνα τη ζωή που μου χρεώσανε......
Θυμάσαι αλήθεια την μέρα που νιώσαμε άξαφνα πως
είχαμε αποτύχει στην ζωή μας
ίσως και να πεθάναμε τότε από πόνο, αλλά την ίδια στιγμή
απ΄το βάθος κάποιου δρόμου ακούστηκε η ξεχασμένη
μελωδία της Ραμόνας
σαν να μην είχαμε ποτέ μεγαλώσει....
Μα τώρα είναι αργά , κλείσε την πόρτα , οι ξένοι ας μείνουν έξω
ήρθε ο καιρός τησ δοκιμασίας και μ΄αυτά που θα
πεις θα σε κατηγορήσουν αύριο
άλλωστε το ρολόι του σταθμού χτύπησε τρεις : η ώρα του αποχαιρετισμού
Ποιός έφευγε ; Ποιός έμενε ;
Και ποιός θα αποδώσει δικαιοσύνη;
Απόσπασμα από το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη '' Η δίκη του αιώνος '' . Συλλογή ΄΄μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα ΄΄

Γυμνά χέρια, Τ-Λειβαδίτης-
 Από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972),
……Κανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρυπνίες συντήρησα τη ζωή μου, γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη, φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα, λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια
……και συχνά αναρωτιόμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω, μα ήξερα πως ήταν κι οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα, όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο,
……ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.

Τάσος Λειβαδίτης, Μια γυναίκα 
Ένα πλατύ, δροσερό χαμόγελο έτρεχε πάνω στο γυμνό κορμί σου
Σαν ένα κλωνάρι πασχαλιάς, πρωί, την άνοιξη
Έσταζες όλη από ηδονή, οι ερωτικές κραυγές μας
Τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια
Απ’ όπου θα περνούσαν οι αιώνες –α, για να γεννηθείς εσύ
Κι εγώ για να σε συναντήσω
Γι αυτό έγινε ο κόσμος.
Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη σκάλα που ανέβαινα
Πάνω απ' το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
Ως τ' ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.

.............. Πέρασαν μήνες. Κι είναι στιγμές που ξεχνάω
Ακόμα και το πρόσωπό της
Πασχίζω να θυμηθώ –τίποτα.
Μονάχα αυτό το βάρος στην καρδιά
Που είναι κάτι περισσότερο
Κι απ' την ανάμνησή της.
Που είναι αυτή ολόκληρη μέσα μου.
Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό έξω απ' την πόρτα σου
Εσύ θα ξέρεις
Πως πέθανε σφαγμένος απ' τα μαχαίρια των φιλιών
Που ονειρευότανε για σένα.