Σελίδες

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Έλα μαζί μου -Ποιήματα

Έλα μαζί μου- Μαρία Πολυδούρη
Ἔλα μαζί μου, ἀφοῦ ἤθελες ν᾿ ἀναίβης
σὲ τούτη τὴν ἀπόκοσμη κορφή.
Μονάχα μὴ θελήσης νὰ κατέβης,
δὲν εἶνε πουθενὰ μία ἐπιστροφή.


Τὴν πλάνα ἀνησυχία σου θὰ πληρώσης
ὄχι σὰν ἄλλοτε, μὲ χαλασμό.
Τώρα πρώτη φορά θὰ παραδώσης
καὶ τὸ στερνό σου ἀκόμα στοχασμό.


Καὶ τότε πιά, τὰ μάγια θὰ λυθοῦνε.
Θὰ μείνουμε μονάχοι στὴν ἐρμιά.
Τὰ γύρω σ᾿ ἕνα γύρο θὰ χαθοῦνε
καὶ θἄμαστε σὰν κρεμαστὰ κορμιά.


Τὰ χέρια μας μονάχα τὰ μαλλιά μας
θ᾿ ἀγγίζουνε, στὸ κενό.
Σὰν ἄνεμος θὰ πέρνη τὴ μιλιά μας
καὶ θἆναι τἄχα ἐμπόδιο κοινό,


ἐνῶ μέσα στὰ λόγια μας θὰ πνέη
τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς μας ὁ χαμός.
-Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ νὰ μοιάζουμε σὰ νέοι
κι᾿ οὔτε κι᾿ αὐτὸς νὰ λείπη ὁ στολισμός!)


Μικρή πρόσκληση  (Γιάννης Ρίτσος)
Έλα στις φωτεινές ακρογιαλιές –μουρμούριζε μόνος–
εδώ που γιορτάζουν τα χρώματα –κοίτα–
εδώ που δεν πέρασε ποτέ η βασιλική οικογένεια
με τις κλειστές καρότσες και τους επίσημους αποσταλμένους.
Έλα δεν κάνει να σε δουν –έλεγε–
είμαι ο λιποτάχτης της νύχτας
είμαι ο διαρρήκτης του σκοταδιού
έχω γεμάτο το πουκάμισο μου και τις τσέπες μου ήλιο.

Έλα – μου καίει το στήθος και τα χέρια.
Έλα να σου τον δώσω.
Έχω και κάτι να σου πω
Που δεν κάνει ούτε εγώ να το ακούσω.

ΠΗΓΗ

Γιάννη Ρίτσου, «Αναφυλλητό. V»-απόσπασμα

Ένας κήπος, ένα φεγγάρι
ένα πουλί από φεγγάρι
σε φωνάζουν.
Έλα.

Τα φύλλα ξεχάσανε το χρώμα τους.
Μην αργείς.
Σταχτί χρώμα, σταχτιά σκέψη,
ξεχνάω να δω, ξεχνάω να πάω
— πού πάω;

Θέλω τον πόνο ολόκληρο
όρθιο τον πόνο
πέτρινο
όρθιο κι ακέριο.
Μη φύγεις.

Από τη συλλογή Υδρία (1957-1958)      


Έλα μαζί μου- Κώστας Βασιλάκος

Σε συνάντησα να περπατάς
στους αρμούς της παραίτησης,
αγκαλιά με απολιθωμένες 
στιγμές ευτυχίας.

- Έλα μαζί μου , σου είπα ,
είναι κι άλλοι πολλοί,
ένα δέντρο όλη η γη ,
να δροσίσει τον λίβα των ημερών.

- Δεν θέλω 
να μου κλαδέψουν την αναπνοή ,
το δικό τους άλλοθι να γίνω,
αποκρίθηκες.

- Έλα μαζί μου ,
τα ξερά κλαδιά δεν έχουν
παρά μόνο τη φωτιά τους ,
Γι΄ αυτό κι εγώ ακόμα ελπίζω.


- Έλα μαζί μου.

" Λόγια δραπέτες "

Κώστας Βασιλάκος / Άνεμος Εκδοτική.

Γιώργος Παυλόπουλος —Συλλογή "Που είναι τα πουλιά", Κέδρος 2004

  ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ-

Πολύ βαθιά μέσα στη νύχτα
Η φωνή μιας γυναίκας
"Έλα" μου ψιθύρισε
"Ποια είσαι;" είπα.
"Έλα" ψιθύρισε
και πάλι κι έκλεισε το τηλέφωνο.
"Πάλι λάθος" είπα κι έσκυψα στα χαρτιά μου.

Πάμε να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε -Βύρων Λεοντάρης (απόσπασμα)
“Τόσα φιλιά- μα δίχως χείλη/ τόσες αφές- μα δίχως χέρια
τόσοι φρουροί- μα δίχως πύλη/ τόσες ειδήσεις- δίχως περιστέρια
 τόσοι αγώνες- δίχως μάχη/ τόσες μαγείες- δίχως θάμα.

Κρυφά θα φύγει δίχως να ‘χει/ αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας…
 Έρωτας- δίχως ν’ αγαπάμε./ Ζωή- χωρίς ποτέ να ζούμε.
Έλα λοιπόν κι απόψε, ας πάμε/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε.
          ΜΕ ΚΑΤΑΝΥΞΗ- Ντίνος Χριστιανόπουλος 
Ἔλα νὰ ἀνταλλάξουμε κορμὶ καὶ μοναξιά.
Νὰ σοῦ δώσω ἀπόγνωση, νὰ μὴν εἶσαι ζῷο,
νὰ μοῦ δώσεις δύναμη, νὰ μὴν εἶμαι ράκος.
Νὰ σοῦ δώσω συντριβή, νὰ μὴν εἶσαι μοῦτρο,
νὰ μοῦ δώσεις χόβολη, νὰ μὴν ξεπαγιάσω.
Κι ὕστερα νὰ πέσω μὲ κατάνυξη στὰ πόδια σου,
γιὰ νὰ μάθεις πιὰ νὰ μὴν κλωτσᾶς.

 
-Έλα να φύγουμε, Μαργαρίτα!
Οι πέτρες κι οι ωκεανοί δεν είναι τίποτα!
Περνάμε τη μυθική χώρα!
Κράτησε όσο μπορείς απ' τη λάμψη του Κόσμου!

Υπάρχουν χώρες που δεν έχει βρέξει ποτέ·
υπάρχουν χώρες που ποτέ δεν τις φώτισε ο ήλιος.
Στη χώρα, λόγου χάρη, των Ιλιλαμά
δε φύτρωσαν ποτέ λουλούδια!
Και κατεβήκαμε από τα βουνά
καβάλα στ' άσπρα μας άλογα
με κρεμασμένα στους ώμους μας
τη βροχή και τον ήλιο.

Οι σπόροι της ψυχής μας γιόμισαν
με κόκκινους ιριδισμούς το σύμπαν!


                     Μόνο μέσα στα όνειρα-Θανάσης Κωσταβάρας
"Μόνο μέσα στα όνειρα
πραγματοποιείται ο τέλειος έρωτας"

Έλα πάλι στα όνειρά μου απόψε.
Έλα άνθος που ανοίγεις και κλείνεις και γίνεσαι πέτρα.
Και γίνεσαι άγριο πουλί κι άλλοτε πάλι ραγισμένο χαμόγελο.
Έλα μέσα στον κήπο μου όσο θα κρατάει η εφήμερη βλάστηση.
Όσο θα παίζουν τα τρυφερά βιολιά των γρύλων
Κάτω απο τ' ανύποπτα φύλλα.
Έλα πριν να πέσει η πάχνη.
Πρίν να σύρει το γυάλινο ξίφος της
Η σκοτεινή αυγή.
Πριν να ματώσουν τα βλέφαρα.
Έλα και γίνε εσύ το κλειδί που ανοίγεις τις πόρτες
Και γίνε η βροχή και ο κρύος αέρας.
Έλα και χτύπα σαν το αστροπελέκι και χτύπα με.
Χτύπα με στην ασίγαστη επιθυμία μου να σ' αγγίξω
Και να σε κρατήσω για πάντα.
Για πάντα όπως κρατάει ο ουράνιος θόλος
Τον ήλιο και το φεγγάρι και τ'άστρα.
Κι έτσι από στιγμή σε στιγμή
Μέσα από ίσκιους κι από ψεύτικα είδωλα
Ας σε κερδίζω.
Κι ας σε χάνω πάλι σε λίγο.
Κι ας γίνεσαι πέτρα κι ας γίνεσαι βροχή και κρύος αέρας.
Εγώ θα είμαι εκεί, εκεί θα βρίσκομαι πάντα.
Εκεί θα σε περιμένω
Ακόμα κι ως την άλλη ζωή θα σε περιμένω.
Αγγίζοντάς σε μονάχα στον ύπνο μου.



Οδυσσέας Ελύτης -Προσανατολισμοί (απόσπασμα)
Ώ έλα μαζί μου να ιδρύσουμε τα όνειρα,
Έλα μαζι μου να δούμε τη γαλήνη.
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Γενναίο το στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε στο γαλάζιο φως
στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου
Ξέρεις κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια.

"Ψαλμός και Ψηφιδωτό για μιαν Άνοιξη στην Αθήνα"(Οδυσσέας Ελύτης-απόσπασμα)
Έαρ έλα
"Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα. Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει και πώς εκείνος την κοιτάζει!
Πως ύστερα που πάλεψε να βγει μεσ’ απ’ τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει […]"
Οδυσσέας Ελύτης
ADAGIO

*

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε από τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα. Γιατί πού θα χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ αγαποθμε τη σωστή γαλήνη.
Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι με άσωτα βιολιά ν απαρτίζουν τις νυχτιές μ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! 
Φλάουτα ν αγεροδρομούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. 
Και πιο βαθειά μες στ αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά-σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δένδρα.
Ω! έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δεν θάναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ την πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται από τη γοητεία, δε θάναι παρά η καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.
Έλα στον ώμο μου να ονε
ιρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Ἐρωτικὸ κάλεσμα-Μενέλαος Λουντέμης
Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.

Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.

Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.


H μεγάλη μέρα-Πωλ Ελυάρ (Μετάφραση, Ανέστης Μελιδώνης)
Στη Γκαλά Ελυάρ

Έλα, ανέβα. Όπου να ‘ναι τα πιο ανάλαφρα φτερά, σκάφανδρο του αέρα, θα σε κρατήσουν απ’ τον λαιμό.
Η γη κομίζει μόνο το αναγκαίο και τα πανέμορφά σου πουλιά, χαμόγελο. Στους τόπους της θλίψης σου, όπως μια σκιά πίσω απ’ τον έρωτα, το τοπίο καλύπτει τα πάντα.
Έλα γρήγορα, τρέξε. Και το σώμα σου πάει πιο γρήγορα απ’ τις σκέψεις σου, αλλά τίποτα, ακούς; τίποτα, δεν μπορεί να σε ξεπεράσει.

ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΗΠΟ-Ανν Σέξτον
(FROM THE GARDEN)
Έλα, αγάπη μου,
Συλλογίσου τους κρίνους.
Έχουμε λίγη πίστη.
Μιλάμε πάρα πολύ.
Κάνε πέρα τη μπουκιά σου από λέξεις
Κι έλα μαζί μου να παρατηρήσουμε
Τους κρίνους ν’ ανοίγουν σ’ ένα τέτοιο αγρό,
Να πληθαίνουν εκεί σαν κότερα,
Αργά καθοδηγώντας τα πέταλά τους
Δίχως νοσοκόμες ή ρολόγια.
Ας συλλογιστούμε τη θέα:
Ένα σπίτι όπου λευκά σύννεφα
Διακοσμούν τα μουντά δωμάτια.
Ω, κάνε πέρα τις καλές σου λέξεις
Και τις κακές σου λέξεις. Φτύσε
Τις λέξεις σου σαν πέτρες !
Έλα εδώ ! Εδώ να ’ρθείς !
Έλα και φάε τα ευχάριστα φρούτα μου.
Μετάφραση: Κώστας Λιννός
ΠΗΓΗ
Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης-Γιώργος Σαραντάρης
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της

Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ
Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!


Τὸ σκάκι-Μανόλης Αναγνωστάκης

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη

Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα

Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει

δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις

Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω

Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη

γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...
Αλεξάντρ Πούσκιν | Έλα να με φιλήσεις
Απόδοση: Γιάννης Αηδονόπουλος

Έλα να με φιλήσεις πριν τα ρόδα, τα πέταλα με θλίψη ξεφυλλίσουν, πριν οι βροχές του γκρίζου φθινόπωρου τα παραθύρια μου έρθουν να χτυπήσουν.

Πριν ν’ απλωθεί παντού –τάφος- το χιόνι
κι η ομίχλη μαρμαρώσει μου τα χείλια
πριν να περιφρονήσω και πετάξω
μεσ’ απ’ τα στήθια μου τη ζήλια!
Έλα να με φιλήσεις τώρα, που όπου και να περάσω φως ίσκιος μου θα ‘ναι που μεθυσμένα είναι τα βήματά μου και είναι καλόδεχτα όπου πάνε.
Τώρα που περπατάω ψηλά κοιτώντας και που ανασαίνω αρώματα και μύρα τώρα που κάθε πόθος μου έχει γίνει χορδή και είναι η ψυχή μου λύρα.
Μεθαύριο θα ‘ναι αργά, τα βήματά μου θα σέρνονται βαριά πάνω στο χιόνι. Μεθαύριο θα ‘ναι αργά. Στα δυο σου μάτια θα σουρουπώνει θα νυχτώνει!
ΠΗΓΗ
 
Τάσος Λειβαδίτης, «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»
(απόσπασμα)
«… Έλα λοιπόν, σκούπισε τα μάτια σου, μην κλαις. Θεέ μου τι
όμορφα μάτια!
Θυμάσαι, αλήθεια, ένα βράδυ που καθόμαστε στο παράθυρο
μακριά ένα γραμμόφωνο, κι ακούγαμε δίχως να μιλάμε.
Είπες: Ας μην έχουμε γραμμόφωνο, κι ας μη βάλανε αυτή
την πλάκα του για μας.
Όμως αυτό το σιγαλό τραγούδι είναι δικό μας. Κι αυτό το
βράδυ είναι δικό μας.
Και κείνο το άστρο, εκεί, καταδικό μας. Έτσι είχες πει.
Μιλάς σαν ποιητής, αγάπη μου, έκανα ξαφνιασμένος.
Πέρασες τα όμορφα μπράτσα σου γύρω απ’ το λαιμό μου
και με φίλησες. Όπως εσύ μονάχα ξέρεις να φιλάς.
Έλα, λοιπό, μην κλαις.
Έτσι μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις – να χαμογελάς.
Εμείς θα ζήσουμε, αγαπημένη μου, και θα νικήσουμε. Ό, τι
κι αν κάνουν
θα νικήσουμε.
Μια μέρα θα ξαναβρεθούμε.
Θ’ αγοράσουμε τότε κ’ εμείς ένα δικό μας γραμμόφωνο
και θα το βάζουμε να παίζει όλη την ώρα. Ναι, αγάπη μου,
θα κάτσουμε κιόλας στο παράθυρο, κοντά κοντά.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Και τότε
όλα τα βράδια κι όλα τα άστρα κι όλα τα τραγούδια
θα ‘ναι δικά μας. 
 

Πίνακες ζωγραφικής, Irina Vitalievna Karkabi, 1960 ~ Figurative painter

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Γιάννης Βαρβέρης -Ποιήματα



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΥΤΟΣΥΣΤΗΝΕΤΑΙ – ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ(1955-2011)
Το ποιητικό μου έργο διακρίνεται από ασυνέχειες καθώς τα βιώματα αλλάζουν και οι διαθέσεις μεταμορφώνονται, μια μονόχορδη φωνή είναι πληκτική…

Όταν περνά η σεισμική ώρα της ιδέας και δεν έχω ολοκληρώσει το ποίημα, μου δίνεται η εντύπωση ότι όλα έχουν τελειώσει, πετάω τα χειρόγραφα, τα παρατάω βιαστικά και επιπόλαια…

Οι συνθήκες γραφής που τηρώ είναι οι εξής: ξεκούραστος, ξυρισμένος και μόνος στο δωμάτιό μου. Γράφω με το χέρι, δεν έχω υπολογιστή, πράγμα που σημαίνει γήρας κι ελευθερία μαζί…

Πολλές φορές οι ήρωες που παρεμβαίνουν στη ζωή μου είναι όσοι έχουν αποδημήσει, αυτοί θέλουν τη στήριξή μας, στις γιορτές θα πρέπει να συνεορτάζουμε και τους συνωνόματους πεθαμένους…

Αρκετά ποιήματά μου μοιάζουν με θεατρικούς μονολόγους μόνο που τους λείπει η απάντηση, αν είχα την απάντηση θα έγραφα θέατρο…

Τη χαρά τη ζω, γράφω τις θλίψεις μου…
Το γράψιμο είναι βάσανο χάριτι θεία…
ΠΗΓΗ
Βιογραφικό του Γιάννη Βαρβέρη /ΕΔΩ
Ποιήματα του Γιάννη Βαρβέρη
Το γράμμα- Γιάννης Βαρβέρης
Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις 
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις 
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
η αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι η φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.

Κάποτε θα μ' αγγίξουνε τα δάχτυλά σου. 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ-TO ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΕΓΩ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης: Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς


Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα. 
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. 
– Είσαι καλά; Του λέω.
- Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι. 
– Άντε, στην υγειά σου, είπε. 
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. 
– Δεν πίνεις; Ρώτησα. 
– Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω....

Γιάννης Βαρβέρης Παίζουμε τους ζωντανούς; 
 Ξαπλώνω απόψε πάλι στη μεριά σου.
 Και με φωνάζω από το διπλανό δωμάτιο μ’ αγκαλιάζω μέ φιλάω 
είμαι περήφανος για τους βαθμούς σου 
το Σάββατο θα πάμε σινεμά 
την Κυριακή θα φάμε έξω 
και σε σφίγγω στη σκιά μου
 αυτήν που έχω στους πνεύμονες 
και δε θα σε προλάβουν
 μονάχα μην υποπτευθείς 
 γι’ αυτό
 ανάβω και τσιγάρο:
 -Μπαμπά, πάλι τσιγάρο; 
μ’ ακούω να λέω 
αλλά δεν ξέρω πια 
ποιος απ’ τους δυο 
καπνίζει και ποιος κλαίει.
Άκυρο θαύμα (1996): Ποιήματα, τόμος Α΄: 1975-1996, Αθήνα, Κέδρος, 2000, 393.
Λίγο πριν -Γιάννης Βαρβέρης
Πριν βρέξει οι γάτες απορούν ως μιαν ανάσα
τα υπόστεγα μιλούν για τη βροχή
πήδος στον τσίγκο πήδος στην ταράτσα
λουφάζει η γάτα πριν σαλτάρει
σ’ άλλα παλιοσίδερα.
Αγκάλιασε τον κούκλο της η Ελβίρα
πάνω απ’ το τούλι απλώνεται λουλάκι ως πέρα
στο δώμα ξέμεινε μικρό κουνούπι λίγο να τρομάζει
σαλεύει το χεράκι και ραγίζει έν άρωμα.
Με τη βροχή με το νερό
οι φτωχοί κούμπωσαν την προσευχή στον κόρφο
και σβήσανε σαν τα χαμόγελα

Πιάνο Βυθού -Γιάννης Βαρβέρης
Αυτές οι νότες
που σας στέλνω με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυo
ως κάτω στον βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.

Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.
Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.
Γιάννης Βαρβέρης, από τη συλλογή ''Πιάνο βυθού ''(1991)
ΠΗΓΗ
Γιάννης Βαρβέρης-Νεκρή φύση σε κήπο
Απο τη συλλογη ''Πιάνο Βυθού''
Έχω βρεθεί όπως όλοι μας
σε πάμπολλα ξενοδοχεία.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο
κατευθύνομαι προς το μπαλκόνι
για να δω πού βλέπει:
σε κτίρια στο σταθμό ή στη θάλασσα
σ' ένα φουγάρο τέλος πάντων
ή σ' ένα βουνό
σε μιαν απώτατη αφορμή για ποίημα.

Όμως απόψε το δωμάτιο έβλεπε
σε κήπο. Με όλο λουλούδια
γαλάζια, μωβ, άσπρα και κίτρινα
και πίσω δέντρα
ανοιχτά πράσινα και σκούρα δέντρα.
Έσκυψα μήπως δω
κάτι οτιδήποτε άλλο· όμως παντού
λουλούδια, δέντρα και λουλούδια.

Κι ήταν αυτό
ένα ρίγος αγαλλίασης
ή φρίκης
σαν εγώ να βρισκόμουνα μέσα σε ποίημα
άλλου.
Μεταγγιζόμενη μελαγχολία- Γιάννης Βαρβέρης
                       Στην αθόρυβη μνήμη 
Ξημερώματα
με βασανίζει, μεταγγιζόμενη,
η μελαγχολία.
Θλίψη αν το θες.


Να λοιπόν που οι ποιητές
-αν δεν έχουν Νόμπελ
ή ένα Λένιν βρε αδελφέ
ή άλλα εύσημα φίλων-
ξεχνιούνται.
Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι - Γιάννης Βαρβέρης
Μεγαλώσαμε και είμαστε
πολύ πικραμένοι.

Δεν μας παρηγορεί η υγεία:
μια πλήξη πια
υγιείς εμείς
μόνο για να την ευχόμαστε στους συνανθρώπους.

Δεν μας παρηγορούν τα χρήματα
Εχομε τόσα
που μπορούμε και να τα αγοράσουμε.

Δεν μας παρηγορούν ούτε τα σώματα:
μάς παραδίδονται αφειδώς
γιατί το σφρίγος πάντοτε
ποθούσε τη σοφία.

Είμαστε άνθρωποι πικραμένοι.
Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ
πικραμένοι.

Αυτό μονάχα μάς παρηγορεί.


Το ηλιακό ρολόι, Γιάννης Βαρβέρης
Όταν ο κύριος Φογκ
ήθελε να δει τι ώρα είναι
έσκυβε από την πολυθρόνα
και κοίταζε το πρόσωπό του στο νερό:
όμορφος παρά μελαγχολικός και δέκα δευτερόλεπτα
τρυφερός και αγέρωχος και σαράντα δευτερόλεπτα
λυπημένος και λυπημένος ακριβώς
του απαντούσε το νερό.

Μόνο τη νύχτα
η ώρα ήτανε πάντα
νύχτα.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεται
δεν τη ρωτάς ποτέ
τι ώρα είναι.

Όταν μια νύχτα ολόκληρη
σου δίνεταιεν τη ρωτάς ποτέ
(από τη συλλογή ''Ο κύριος Φογκ'')

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Β' 2001-2013 (ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ)
Περί του αντιθέτου
Σ’ αγάπησε, μου λες, πολύ
ποτέ σου δεν σε απάτησε, βεβαιώνεις.

Έχω στοιχεία
αλλά το πιο ισχυρό
είναι πως πρέπει να σ’ αφήσω ερωτευμένη.

Πρωθύστερο, Ι
Όταν μπορώ
χωρίς να σε ρωτήσω
πετάω πράγματα
μικρή αξίας
που κάποτε θα σε θυμίζουν.
Έτσι κι αλλιώς
εφόσον ζεις
αν σου ‘λεγα το λόγο
θα ‘χες συμφωνήσει.

Καμένα αρχεία
Αν έρθει η ώρα
τα χρόνια που έχεις κρύψει
στην ταυτότητα
θ’ απαιτήσω
να τα ζήσεις.

Ενοχή
Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος 
που μας κοροϊδεύει.
Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας
τις ακτίνες του.
Πόσο επαίσχυντα ωραίοι
όταν τραβάμε το σύρτη.
Και μένουμε άφωτοι 
ο ένας απέναντι στον άλλον.

Επιστροφή 
Άκυρα γράμματα
σκληρά ταχυδρομεία.
Τα χρόνια που έλειψες 
δεν ξέρεις ποιοι γεράσανε
και ποιοι γεράσαν.
Τους έκλαψες ερήμην
όλους ανεξαίρετα.
Στα ξένα όλοι μπερδεύονται
και πιο πολύ
η νοσταλγία με το πένθος.

Τώρα που γύρισες 
για όποιους δεν βρεις
θλίψη δεν έχεις.
Τους έχεις κλάψει
μ’ όση χαρά δεν έχεις 
για όσους βρήκες.
Τα μάτια των δολοφόνων- Γιάννης Βαρβέρης
Μετά το έγκλημα
έχουν οι δολοφόνοι
τα πιο αθώα μάτια.

Έκπληκτοι μπρος απ’ τα πολύχρωμα γλυκά
εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν
στα λαϊκά μελό 4-6
δακρυσμένοι.
Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους 
βυθίζουν με μανία τα χέρια
στις ρηχές τσέπες του πέτσινου
πάνε γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.

Αν ήταν δυνατό από μια μεριά
να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:
Με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό
σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.
Αλίμονο σ’ εμάς
με τη σκανδάλη στα μάτια.

Η αλχημεία του προσώπου -Γιάννης Βαρβέρης 
Οι θλίψεις πρέπει να σιωπούν
όταν σταλάζει μέσα μας ο βαρύς όρκος.
Η πορεία προς τους ξένους κοιτώνες 
είναι καθήκον των ψυχών
στο μικρό τους θάνατο.
Ώρα την ώρα
αλλοιώνονται τα πρόσωπα
τα μέλη αφυδατώνονται
προβάλλονται στο επίπεδο του απείρου
κι επιστρέφουν τιμωροί θεοί
με τη δικαιοσύνη
και τη μοναξιά.

Θυμάμαι τότε
όλους τους άκλαυτους 
κείνους που έπεσαν πάνω στις λέξεις
με ορμή
και στράγγιξαν σ’ αυτές
ως που να σπάσουν.

Ε.Λ.


30/6/2011
Σίμων ο Κυρηναίος

Σίμωνα Κυρηναίε
δε θέλουμε βοήθεια
μη μας σηκώσεις το σταυρό
ολόκληρο το διεκδικούμε το μαρτύριο
είναι βαρύτερες για μας
οι αγαθές προθέσεις.

Ιωσήφ
«Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή»·
γιατί
θα ’ταν για μένα μια ήσυχη, άσημη ζωή
αν έχτιζα σαν ξυλουργός
μιαν οικογένεια του καιρού μου
κάποτε να χαρούν οι κόποι μου
παιδιά κι εγγόνια
κι αυτά με τη σειρά τους
την τίμια λήθη του θανάτου μου.

Όμως αλίμονο
μνήμη κομπάρσου στο θείο θαύμα
κοντά σε μια γυναίκα
που ποτέ της δεν
ερήμην μου κι ερήμην της κατέληξα
θύμα θολό, μάρτυς αμήχανος
ανάμεσα στην ύψιστη τιμή
και στη βαρύτερη ανδρική ταπείνωση.

Γολγοθάς
Εδώ απ’ το ίσιωμα
σας βλέπουμε και σας πονάμε
χρόνια και χρόνια ν’ ανεβαίνετε.
Κι όσο ανεβαίνετε
τόσο από το σταυρό
η απόστασή σας μεγαλώνει
μα κι η χαρά
για την ακόμα πιο σκληρή δοκιμασία.

Εκεί απ’ την ανηφόρα
ούτε μας βλέπετε ούτε μας πονάτε
που ανεβαίνουμε
σχεδόν γενναίοι
στο πιο απόκρημνο ίσιωμα
δίχως σταυρό
και δίχως λόφο.
Από τη συλλογή, «Ο Άνθρωπος Μόνος», Αθήνα 2009, Κέδρος.