Σελίδες

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Ποιήματα για τον μήνα Ιούνιο


Ο τέταρτος μήνας του αρχαίου ρωμαϊκού ημερολόγιου με 29 ημέρες.

 Σήμερα είναι ο 6οςμήνας του χρόνου και έχει 30 ημέρες. Κατά μια άποψη πήρε το όνομά του από τη ρωμαϊκή θεά Γιούνο που ήταν αντίστοιχη με την ελληνική Ήρα, στην οποία ήταν αφιερωμένος. Κατά μια άλλη άποψη το όνομα του οφείλεται στον πρώτο ύπατο της Ρώμης Λεύκιο Ιούνιο Βρούτο. Στις 21 Ιουνίου έχουμε το  θερινό ηλιοστάσιο.

 Ο Ιούνιος  αντιστοιχεί με το τέλος του αρχαίου ελληνικού μήνα Θαργηλίωνα και με τις αρχές  του Σκιροφορίωνα. Είναι ο μήνας του θερισμού και πολλών άλλων γεωργικών εργασιών. Έχει πολλές ονομασίες, από τις οποίες η πιο διαδεδομένη είναι «θεριστής» που προέρχεται από τον θερισμό των σιτηρών.

Επίσης Πρωτόλης ή Πρωτογιούλης, δηλ. πρώτος μήνας και αρχή του καλοκαιριού, Αλυθτσατσής (Κάλυμνος), Ρινιαστής (Πάρος), Ορνιαστής (Άνδρος), Λιοτρόπης, Κερασάρης (Γρεβενά) & Κερασινός (Πόντος), γιατί τότε ωριμάζουν τα κεράσια. 



Πάμπλο Νερούντα. Ένα ποίημα για τον Ιούνιο-Μετάφραση Γ. Κεντρωτής

(Η Σιγαλιά είταν πράσινη)

Η σιγαλιά είταν πράσινη, το φως μουλιάσει είχε·

κι ο Ιούνιος, μήνας μέγας, έτρεμε σαν πεταλούδα· 

κι εσύ, Ματθίλδη, στο βασίλειο έφτασες του Νότου 

νερά και πέτρες σπώντας, κόβοντας το μεσημέρι

στα δύο.
Κατάφορτη ήρθες με άνθη σιδηρούχα ώς πάνω, 

με φύκια που βασάνισε και ξέχασε ο αγέρας·

πλην άσπρα ακόμα, φαγωμένα απ’ το παμφάγο αλάτι,

τα χέρια σου σηκώνανε τα στάχυα απ’ τις αμμούδες.


Τις άμειχτές σου χάρες αγαπώ, το λίθινό σου

λείο δέρμα και τα νύχια που προσφέρεις στων δαχτύλων τον ήλιο, 

και το στόμα σου που πλέχει μέσα στη χαρά·

για ’κείνο το σπίτι, όμως, που ’χω χτίσει πλάι στην άβυσσο

 το σύστημα να μου χαρίσεις της σιωπής που με πονά,

την τέντα τη θαλασσινή που ξέχασες στις θίνες. 


27 Iουνίου 1906, 2 μ.μ. Κ-Π-Καβάφης, Κρυμμένα

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά

σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα

κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,

πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο

και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε

«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».


Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας

κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν

το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,

κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν

με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας

το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,

η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα

και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·

«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,

«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου». 

(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 


      ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ-Οδυσσέας  Ελύτης (απόσπασμα)
  ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες

        με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου

                                  Δείχτης ήμουν εγώ

Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη

ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος

        Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη

        καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών

        Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -

Τζιουζέπε Ουνγκαρέτι, «Ιούνιος»

“Όταν/ η νύχτα αυτή/ μου πεθάνει

και σαν τρίτος/ να την κοιτάζω θα μπορώ

κι όταν αποκοιμηθώ/ στο θρόισμα

των κυμάτων/ που έρχονται/ να τυλιχτούν

στο φράχτη από ακακίες/ του σπιτιού μου


Όταν ξαναξυπνήσω/ μες στο κορμί σου

που πάλλεται/ σαν τη φωνή του αηδονιού

Εξαντλείται/ όπως το στιλπνό

χρώμα/ του ώριμου σταριού

Στη διαφάνεια/ του νερού

το μεταξένιο χρυσάφι/ της επιδερμίδας σου

θα θαμπώσει


Καθώς θα ξεπετιέσαι

απ’ τις ηχηρές/ πλάκες

του αγέρα θα ‘σαι/ ίδια/ πάνθηρας

Στις κινούμενες/ κόψεις

της σκιάς/ θα φυλλορροήσεις

Μουγκρίζοντας/ σιωπηλή

στον κουρνιαχτό εκείνο/ θα με πνίξεις

Ύστερα/ τα βλέφαρα θα μισοκλείσεις

Θα δούμε τον έρωτά μας να γέρνει/ σαν δειλινό


Ύστερα θα δω γαληνεμένος

στον ασφάλτινο ορίζοντα/ των ιρίδων σου

να μου πεθαίνουν/ οι κόρες των ματιών

Τώρα/ η αιθρία έχει κλείσει

όπως/ την ώρα ετούτη

στην αφρικάνικη πατρίδα μου/ τα γιασεμιά


Τον ύπνο μου έχασα

Τρεμοσβήνω/ στην άκρη ενός δρόμου

σαν πυγολαμπίδα

Θα μου πεθάνει/ η νύχτα αυτή;”
Νίκος Γρηγοριάδης, Λίγος Ιούνης (9 - 12)

Λίγος Ιούνης

9

Νύχτωσε τόσο ξαφνικά

εκεί στο κέντρο τού μυαλού

που δεν ξέρεις αν είναι ο βάλτος που βουρκώνει

ή το βουβό το κλάμα που ρέει

στα έγκατα της μνήμης.


Κι ήταν εκείνη την ακαθόριστη στιγμή

που δεν μπορείς, όσο κι αν είσαι εξασκημένος,

να το μαντέψεις από σημάδια ασφαλή

αν ξημερώνει ή αν

θα σε βρει

η νύχτα.


10

Και τώρα σε ποιους δρόμους πια

θα συναντήσεις τα χρώματα

που έχουν εξαίσια βαφτεί απ' τη ματιά της;


Ολοένα η άμμος τρίβεται στα μάτια

κι ολοένα η θάλασσα μαυρίζει και φουσκώνει.

Μόνη η μνήμη κρατάει αναλλοίωτη το χρώμα της.

11

Την ώρα την ανέλπιστη

πήρε και μαύρισε το σπίτι

σαν το ξερό το κούτσουρο που τρίζει,

λίγο προτού πάρει φωτιά και γίνει

στάχτη.

12

Πώς μπόρεσες, χέρι μου άγνωμο,

να ρίξεις τόσο μαύρο

μες στην αιθρία και καρβούνιασες

το λαμπερό διαμάντι,

συ που γλιστρούσες τρεμουλιάζοντας

ανάσα πάνω στο κορμί της;

Από τη συλλογή Δειγματοληψία Β' (1996)
Μέρες του Ιουνίου ’41-ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ /

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Β΄

Βγήκε το νέο φεγγάρι στην Αλεξάνδρεια

κρατώντας το παλιό στην αγκαλιά του

κι εμείς πηγαίνοντας κατά την Πόρτα του Ήλιου *

μες στο σκοτάδι της καρδιάς — τρεις φίλοι.


Ποιός θέλει τώρα να λουστεί στα νερά του Πρωτέα;

Τη μεταμόρφωση τη γυρέψαμε στα νιάτα μας

με πόθους που έπαιζαν σαν τα μεγάλα ψάρια

σε πέλαγα που φύραναν ξαφνικά·

πιστεύαμε στην παντοδυναμία του κορμιού.

Και τώρα βγήκε το νέο φεγγάρι αγκαλιασμένο

με το παλιό· με τ’ όμορφο νησί ματώνοντας

λαβωμένο· το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά

και σαν ξεριζωμένες ρίζες.


Η δίψα μας

ένιππος φύλακας μαρμαρωμένος

στη σκοτεινή πόρτα του Ήλιου

δεν ξέρει να ζητήσει τίποτε: φυλάγεται

ξενιτεμένη εδώ τριγύρω

κοντά στον τάφο του Μεγάλου Αλεξάντρου.

(Κρήτη – Αλεξάνδρεια – Νότιος Αφρική, Μάης ‒ Σεπτέμβρης 1941)

Τάκης ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ, «Η τελευταία κραυγή»

                     (απόσπασμα)

“Στεγνός επύρωνε κι αθέριστος Ιούνιος μήνας

σε  τούτο το ύψωμα σε φωτεινούς αγρούς…

Τι να ‘ναι αναρωτήθηκα τούτο το κάλεσμα

που έτσι γλυκά σα μέθη ολάκερο με πλημμυρίζει…


Κι όπως λαχτάραγα να σηκωθώ στον ώμο μ’ άγγιξε

το χέρι ανάλαφρο δίνοντας με ταραχή βαθιά.

Σχήμα δεν έβλεπα μα το άγγιγμα…

της παρουσίας αυτής που μ’ αιχμαλώτιζε

μέσα μου εξύπναγε τ’ ανθρώπινο κι η δίψα

πρωτόγονη ακυβέρνητη…

κι εχτύπαγε με δύναμη τις σφραγισμένες θύρες.


Μνήμες δεσπόζουσες τυφλές μαινάδες μνήμες

εντός μου εκραύγαζαν ανάστατες…

Και τότε ορθώθηκα

κι άνοιξα διάπλατα τα κοιμισμένα μάτια κι είδα

το καύχημα του σώματος σε νικητήριαν άνθηση…


Πρώτη ήρθε η Σκίλα ελάφι ανήσυχο…

Καταμεσής στα μάτια ορθή σάρκα μονάχα σάρκα

με τους ηδονικούς αρμούς ολόγυμνους…

κι οι λόγοι που δεν λέγονταν την έκαιγαν σαν δάδα.


Ύστερα η Άλμα με το μαύρο βλέμμα

χαμόγελο αινιγματικό λιγνή κυπάρισσος…

Το σώμα διαφανές μονάχα σώμα η Άλμα

και διαχυθήκαμε κι ιδρώσαμε φριχτά…


Και τελευταία η Λάουρα. Εσμίξαμε γυμνοί

στον αλμυρό γιαλό η θάλασσα έκαιγε το δέρμα.

Για να κερδίσουμε τα έξαλλα σώματα

δοθήκαμε στον άδειο πυρετό.


Κι η Λάουρα χάθηκε όλα χαθήκαν κι ιδού γυμνός

σε τούτο το ύψωμα στον πυρωμένο αγρό.

Κι είπα καιρός να φύγω η μνήμη γίνηκε

μες στο ακυβέρνητο κορμί φωτιά αδυσώπητη…”


Frederick Childe Hassam (American painter, 1859-1935)
Γιάννης Ρίτσος - Ἐρωτικὴ ἱστορία (γ)

Δυὸ χρόνια ἐκείνη τὸν περίμενε, μὲ τὴν ψυχή στὰ δόντια, ὅπως λένε,

κ’ ἐκεῖνος ἦρθε κάποια μέρα, ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης, σὰ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ τίποτα.

Αὐτό ἀκριβῶς τὴ σκότωσε. Δέν κατάλαβε ἐκεῖνος

πὼς ἦταν πεθαμένη ἀντίκρυ του, μὲ φόντο

ἕνα περίλαμπρο, τετράγωνο, ἀνοιχτό παράθυρο.


Τὴν κοίταζε μ’ ἐρωτικὴν αὐτοπεποίθηση,

μ’ αὐτὴ τὴν εὔκολη, σχεδόν ἐπαγγελματική, ἀσκημένη ἐπιθυμία. Τὸ βλέμμα του

ζεστά ψυχρό τρυπάνιζε κάποια παλιά ναρκωμένη πληγή μὲς στὰ ὀστά της.


Κ’ ἤτανε μιὰ σκηνή παράξενη κι ὡραία, σὰν κάποιος

νἄχε πεθάνει ἀμίλητος στὴν πολυθρόνα τοῦ ὀδοντιατρείου

κι ὁ γιατρὸς νὰ συνέχιζε ἥσυχα νὰ τοῦ σφραγίζει ἕνα δόντι

ἐνῶ ὁ ἥλιος τοῦ Ἰουνίου λαμποκοποῦσε στὸ καφετί πετσί τῆς πολυθρόνας. 

Γιάννης Ρίτσος, [Ιούνιος μήνας]

“Είχαν αρχίσει οι ζέστες – Ιούνιος μήνας –

άλλαζες κάθε τόσο θέση στο κρεβάτι

ζητώντας το δροσερό μέρος στα σεντόνια,

μη βρίσκοντας δροσιά. Κι αυτή η ταυτόχρονη

καταδίκη και αθώωση. Φωνάζανε οι γρύλοι.


Οι φρουροί αποκοιμήθηκαν πάνου στα όπλα τους.

Το φεγγάρι στάθηκε να τους κοιτάζει.

Ένα πουλί ξύπνησε.

Το ποτάμι κυλούσε.

Τότε ακριβώς, ο πιο μεγάλος έκανε μια κίνηση

σα ν’ άπλωνε τον ουρανό πάνου στα γόνατά του

κι άρχισε να ράβει τ’ αστέρια στη θέση τους

όπως ράβει ο φυλακισμένος τα κουμπιά στο σακάκι του.”

Κική Δημουλά, «Ζούγκλα»-(απόσπασμα)
Η εξοχή βρισκόταν στην ήβη/ και το πράσινο ασελγούσε.Κραυγές τροπαιοφόρου θηριωδίας/ έσερνε ο Ιούνιος της υπαίθρου.Πιανόταν και πηδούσε/ από κλαδί δέντρων και αισθήσεων,Ταρζάν  ταινίας μικρού μήκους/ που κυνηγάει αθέατα θηρίαστη μικρή ζούγκλα μιας ιστορίας. 
Το δάσος υποσχότανε πουλιά/ και φίδια.Δηλητηριώδης αφθονία αντιθέτων. 
Το φως έπεφτε καταπέλτης, σε ό, τι δεν ήταν φως,κι η ερωτομανής λαμπρότηςπαράφορα φιλούσε κι ό, τι δεν ήταν έρωτας,μέχρι και τη δική σου συνοφρύωση.

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Ποιήματα για τη Μητέρα- Μάνα!


Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ- Γεώργιος Δροσύνης
Όλα τα άνθη χαρωπά, με τη δροσιά λουσμένα,
Στης άνοιξης την αγκαλιά ανθίζουν ένα, ένα.
Μα κάθε τι, το πιο μικρό, τη μυρωδιά χαρίζει
Εις την καλή μητέρα του, όπου γι' αυτό φροντίζει,
Και όταν την πρωτομαγιά γιορτάζει τ' όνομά της
Η άνοιξη, γιορτάζουνε μαζί και τα παιδιά της.
Λουλούδια αν είμαστε εμείς, εσ' είσ' η άνοιξή μας
Μες στη δική σου αγκαλιά ανθίζει η ψυχή μας.
Αχ! πάρε την αγάπη μας και δως μας την ευχή σου·
Είναι για μας "πρωτομαγιά" η μέρα της γιορτής σου.


Τάσος Λειβαδίτης – Θυμάμαι (Μάνα)

Θυμάμαι το 36
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρει ένα καρβέλι ψωμί.
Άχνιζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες .
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα, τραγούδια
νοιώθαμε να χορταίνουμε .
Η μάνα ακούμπαγε το μπάλωμα στα γόνατα κι άκουγε σιωπηλή.

Μάνα, που είσαι , μάνα
έζησες όλες σου τις μέρες με δάκρυα
έζησες όλα τα βράδια σου με μια κούπα φασκόμηλο και μια φέτα ψωμί
ήμουν μεγάλος, άντρας πια, κι έκλαψα σαν μικρό παιδί
σαν έμαθα πως είχες κάποτε ζητιανέψει
για μας μάνα
μάνα

ο άνεμος σάρωνε το στρατόπεδο
πεθαίναμε απ’ την πείνα και την παγωνιά
μα εγώ έβρισκα λίγο απάγκιο γιατί μου ‘στελνες την έγνοια σου.

Τώρα έφυγες , μάνα, δίχως να σε δω.
Πέθανες την ώρα που έτρωγα με τα μάτια τον ορίζοντα
πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα
να βρω κατά πού πέφτει το σπίτι μας
να βρω μια μικρή σπίθα απ’ το μεγάλο τζάκι της στοργής σου.

Μα απόψε, συγχώρα με, σε νοιώθω, μάνα, και σένα πολύ μακριά.
Απόψε νοιώθω σαν να μην είμαι πια δικό σου παιδί.
Είναι τα εκατομμύρια αδέρφια μου κι ο αγώνας μας που σαν μια γόνιμη φαρδιά κοιλιά με γέννησε σ’ αυτό το σταυροδρόμι που φυσάει.

Και το τραγούδι μου γεννήθηκε μες στα αίματα όπως γεννιέται μια σημαία…

Μητρότητα- Τάσος Λειβαδίτης
Την έβλεπε συχνά στον ύπνο του, (εδώ και χρόνια, πεθαμένη μου μητέρα),
και πάντα το παράξενο εκείνο όνειρο: το μισοσκότεινο δωμάτιο,
όπως τότε, οι σιγανές κουβέντες πλάι στο φέρετρο, κι οι φλόγες των κεριών που τρέμαν
καθώς από την ανοιγμένη πόρτα έμπαινε αθόρυβα
η μεγάλη νύχτα. Όλα τα ίδια. Μόνο Εκείνη
δεν ήταν η ίδια (α, μητέρα) – θέλω να πω δεν ήταν πια μονάχη, μα δίπλα της, σ’ ένα άλλο φέρετρο,
ξανά εκείνη, το ίδιο αγαπημένο πρόσωπο
πεθαμένο δυο φορές, τα ίδια εκείνα χέρια που όλα τα συγχωρούσαν, σταυρωμένα
δυο φορές, δυο μητέρες όμοιες, πλαγιασμένες σε δυο φέρετρα –
λες κι η απέραντη, πλημμυρισμένη της μητρότητα
που την είχε κάνει να ζήσει αμέτρητες ζωές
να μην χωρούσε τώρα μόνο
σ’ ένα θάνατο.

Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Βιολέτες για μια εποχή, 1985
Μητέρα», της λέω, «μη μου ετοιμάζεις πια το γάλα – δεν μπορείς να καταλάβεις ότι είσαι πεθαμένη;»
Περίμενα να δω τι θα πει. Ήταν Ιούνιος βράδυ, με μια φανταστική πανσέληνο στον ουρανό.
Και μη μου πείτε πως αυτό δεν ήταν μια απάντηση. 


Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη
……Φτεροῦγες σάλευαν κάτω ἀπ᾿ τὰ ἔπιπλα, καὶ στὸ βάθος ὁ σκοτεινὸς καθρέφτης ἔκανε τὰ παιδιὰ ν᾿ ἀρρωσταίνουν συχνά, γιατί δὲν ἤθελαν νὰ μεγαλώσουν,
……ἡ μητέρα ἔκλαιγε καὶ μὲ παρακαλοῦσε νὰ κατέβω, μὰ ἐμένα ἦταν ἡ μοῖρα μου νὰ περπατάω στὸ ταβάνι, μιὰ μάχη δική μου, μητέρα, ὅπου πάντα ὁ νεκρὸς ἤμουν ἐγώ.
……Γι᾿ αὐτὸ ἤξερα καὶ τῶν οὐρανῶν τὴ μυστικὴ ὑπόγεια πύλη.

Τάσος Λειβαδίτης, Μυστικὴ πύλη, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972)

Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ -Nικηφόρος Βρεττάκος

Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κι ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρόλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
... τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό — δεν ξέρει η μητέρα μου.
Δεν ξέρει αν ήτανε Σάββατο χτες,
δεν ξέρει αν αύριο είναι Δευτέρα.
Ωστόσο τις μέρες τις γνωρίζει καλά.
Η Κυριακή μυρίζει βασιλικό
κι η φωνή της καμπάνας είναι γλυκιά.
Δεν ξέρει πώς γίνεται. Γύρω της όλα
φαίνονται φρέσκα, δείχνουν αλλιώς.

Νικηφόρος Βρεττάκος''Από το ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ, 1929''

 Πικρία ἐλαφρή.
Μανούλα χάδια καὶ φιλιὰ μὲ πότισες καὶ ἥπια,
π’ ὅσο πλατὺ δὲν τὰ χωρεῖ τῆς λήθης τὸ νερό….
«Θὰ μεγαλώσης γιόκα μου» κι’ ὅμως ποτὲ δὲν μοὖπες
τίποτε γιὰ ἕνα γολγοθὰ κι’ ἕνα σταυρό…
-=-
ἦταν τῆς μοίρας; ἥσυχα κοιμοῦ μαννούλα τώρα….
ὅτι κι’ ἂν εἶναι ἀμίληχτα περνᾶ μὲ μᾶς συρτό!...
αἰώνια μεῖς θὰ φεύγουμε κι’ ἀτέλειωτα θὰ δίνη
ἕνας στὸν ἄλλο ἕνα σταυρό!...

ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΓΙΟΣ (1940)-Nικηφόρος Βρεττάκος

Στῆς ἱστορίας τὸ διάσελο ὄρθιος ὁ γιὸς πολέμαγε
κι ἡ μάνα κράταε τὰ βουνά, ὄρθιος νὰ στέκει ὁ γιός της,
μπροῦντζος, χιόνι καὶ σύννεφο. Κι ἀχολόγαγε ἡ Πίνδος
σὰ νἆχε ὁ Διόνυσος γιορτή. Τὰ φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι ἀναπήδαγαν τὰ ἔλατα καὶ χορεύαν
οἱ πέτρες. Κι ὅλα φώναζαν:
«Ἴτε παῖδες Ἑλλήνων…»
Φωτεινὲς σπάθες οἱ ψυχὲς σταύρωναν στὸν ὁρίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς τ’ ἀνέβαιναν.
Μὲ τἠν εὐκὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ πηγαίναν
καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε ὁ ἄνεμος φορτωμένες
κι ἔλυνε τὰ τσεμπέρια τους κι ἔπαιρνε τὰ μαλλιά τους
κι ἔδερνε τὰ φουστάνια τους καὶ τὶς σπαθοκουποῦσε,
μ’ αὐτὲς ἀντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα τὴν πέτρα
κι ἀνηφορίζαν στὴ γραμμή, ὅσο ποὺ μὲς στὰ σύννεφα
χάνονταν ὁρθομέτωπες ἡ μιὰ πίσω ἀπ’ τὴν ἄλλη.
 http://nikiforosvrettakos.gr/lst/categorie/70
[Παιδί, παιδάκι]-(Ο. Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά, Ίκαρος)

«… Μια νύχτα η μητέρα μου αγρυπνούσε μ’ ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της.
Ήταν κόκκινο, πελώριο, μυτερό στην κόψη του καθώς πριόνι, κι έβγανε καπνούς.
Εκείνη, καθισμένη σ’ ένα βράχο, δε μιλούσε, μόνο κοιτούσε μακριά κατά το Λιγονέρι.

Μια φυσαρμόνικα έκλαιγε σ’ όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς κι έβλεπες οι σκιές να
Μεγαλώνουν. Ύστερα πήρε να φυσάει. Άκουγα ένα ένα τα φύλλα να μιλάν μέσα
στον ύπνο μου. «Παιδί, παιδάκι.» Το νερό με ταλάντευε – κι όλη τη στεριά μαζί μου,
και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δώματα.

Ήταν μια νύχτα πίσσα μαύρη. Αγριεμένα βελάζανε τα κύματα.
Μια γερόντισσα με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο
τον κρατούσε απ’ το χέρι και πήγαινε, μέσα στην κοσμοχαλασιά.

Ήτανε όμορφη! Όμορφη!  Αγγέλισσα σωστή, που ευωδίαζε δεντρολίβανο.
Μέσα σε λίγες ώρες μου ‘πιε όλο το σκοτάδι ως την στερνή σταγόνα.
Χαράματα, όταν άνοιξα τα μάτια, κιόλας έστεκε ορθή, στραμμένη κατά την Ανατολή…»
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ
Κική Δημουλά
[Στη μάνα μου]
Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ'ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ'αυτό το μπαλκόνι
σ'αυτό το χαμόγελο
τ'απογεύματα,
η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ'όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

"Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν;"Δεν το 'ξερε.
Δεν το 'ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.

ΣΑΣ ΑΦΗΣΑ ΜΗΝΥΜΑ-ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ἐμπρὸς ἐμπρὸς μὲ ἀκοῦτε; Ἐμπρὸς
ἀπὸ μακριὰ τηλεφωνῶ. Δὲν ἀκούγομαι
τί, ξεφορτίστηκε ἡ ἀπόσταση;
Ἀπὸ κινητὸ διάστημα μιλᾶτε;
Νὰ ξαναπατήσω τὸ μηδέν; Κι ἄλλο;
Μὲ ἀκοῦτε τώρα;
Ναὶ μοῦ δίνετε σᾶς παρακαλῶ τὴ μαμά μου;

Τί ἀριθμὸ πῆρα; Τὸν οὐρανὸ
αὐτὸν μοῦ ἔχουν δώσει. Δὲν εἶναι κεῖ;
Μπορῶ νὰ τῆς οὐρλιάξω ἕνα μήνυμα;
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη πεῖτε της
εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι πέθανε κι ἐγὼ
μικρὸ παιδὶ κατουρημένο γοερὰ
μούσκεμα ὁ φόβος ὡς ἀπάνω
κι ἀκόμα νὰ στεγνώσει.

Νὰ ῾ρθεῖ νὰ τὸν ἀλλάξει.

Ἂν δὲν μπορέσει, τῆς λέτε ἀκόμα ὅτι
ὡρίμασε ἐκείνη ἡ παλιὰ φοβέρα της
πὼς θὰ μὲ φάει ὁ γέρος ἂν δὲν τελειώσω
τὸ φαγητό μου.
Ὡρίμασε ἔγινα γεῦμα γήρατος.
Ὄχι σὲ ταβερνάκι ὀνείρου.
Σὲ κάποιο λαϊκὸ μαγέρικο ποὺ ἄνοιξε
ὁ καθρέφτης.
Κικὴ Δημουλᾶ - Ἦχος ἀπομακρύνσεων
Ποιητικὴ Συλλογή, ἐκδ. Ἴκαρος, 2001

Ήρθε στον ύπνο μου η μάνα μου-Γιώργος Λ. Οικονόμου

"Διψάς;" με ρώτησε
"Όχι μαμά"
"Κρυώνεις;"
"Όχι μαμά"
"Τότε δε με χρειάζεσαι, φεύγω"
"Σε χρειάζομαι,
γιατί αλλιώς θα πάψω να 'μαι παιδί,
μάνα" της είπα
κι έμεινε.

Από τη συλλογή "για το Άλφα της στέρησης", εκδ. κύμα.

Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τύψεις
όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν:
δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανελέητα
λόγια πιο πρόστυχα κι απ' τις χειρονομίες -
μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ' ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή ξενυχτισμένη και χλομή


Μαρία Πολυδούρη – Μητέρα
Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει
η μοίρα σου στο νεανικό μου στήθος.
Όλοι μου οι πόνοι καταφεύγουν πλήθος
γύρω στη θύμησή σου που πικραίνει.

Εμένα, που δέχτηκα ευλογία
κ’ έγινα το θαυμάσιο ομοίωμά σου,
ας με δεχτή σα νά 'μαι αμάρτημά σου
η μνήμη σου, μαρτυρική κι’ αγία.
Στη μοίρα σου, που γνώρισα σε μένα,
τη σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.

Μα στην καρδιά μου μόνο εγώ θα ξέρω
πόσους μετρούν νεκρούς τ' αγαπημένα.
Μητέρα μου, πόσο μου λείπεις τώρα
που πνιχτικό, βαθύ σκότος θα γίνη
στη μάταιη ζωή μου που όλο σβήνει...
Αχ, πως μου λείπεις σε μια τέτιαν ώρα.


"Το ψωμί της μάνας μου", του Παλαιστίνιου ποιητή Mαχμούτ Νταρουίς

"Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί"

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της

Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις
Μέρα τη μέρα
Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου
Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.
Μελισσάνθη, «Η μπαλάντα της μάνας»
“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι;
Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε
κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.

Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι;
Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό.

Και για πνιγμούς, για τραγικά ναυάγια
μέσα στις νύχτες του όλο ιστορεί.”
Για της νεράιδας- θάλασσας τα μάγια
Που παίρνει όποιον τις νύχτες τη θωρεί
- Αποκοιμούνται στο μαστό τα βρέφη -
Μένανε, η άρμη το παιδί μου τρέφει
με το μικρό του δαχτυλάκι γνέφει
της τρικυμίας ν’ αρχίσουν οι χοροί.

Μ’ απόψε, η θάλασσα είναι σαν το λάδι
- πλατειά, θαρρείς, που απλώθηκε στρωμνή –
μαυρίζει, αίμα πνιγμένου, το σκοτάδι.
Παιδί μου, ακούς της μάνας τη φωνή;
Πού απόψε, αυτή σου σιγοτραγουδάει:
“Μαζί θα κοιμηθούμε, πλάι πλάι
νάνι, κανένας μη μου το ξυπνάει
γιατί η καρδούλα του ίσως να πονεί.”
Χάρης Βλαβιανός, "La madre è (finalmente) morta"

1.
Λες και είχε κάνει κρυφή συμφωνία με τον θάνατο
πέθανε τη μέρα των γενεθλίων σου.
Φρόντισε έστω και καθυστερημένα
να σου χαρίσει αυτό που πάντα ζητούσες -
μια νεκρή μητέρα.

Τώρα, ελεύθερη πιά,
είσαι έτοιμη να δεχτείς με ανακούφιση
το τελευταίο, πολύτιμο δώρο της.
Μπορείς χωρίς ενοχές
να χύσεις πάνω στον τάφο της
όλα τα δάκρυα του μίσους σου
και ν' αρχίσεις επιτέλους να ζείς.
Μόνη.
Σημαδεμένη από αυτή την απροσδόκητη χειρονομία
για πάντα.
____
(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009)


Χάρης Βλαβιανός, "La madre è (finalmente) morta (2)"

2.
Στην άκρη του γυμνού δωματίου ένα φέρετρο.
Ένα φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Ένα φέρετρο.
Στην άκρη.
Του γυμνού δωματίου.

Ό,τι άλλο κι αν δουν τα κουρασμένα μου μάτια
δεν θα ξεχάσω ποτέ
το φέρετρο στην άκρη του γυμνού δωματίου.
Το φέρετρο.
Ανοιχτό.
Μέσα εσύ.
Όμορφη ακόμη.
Παγωμένη. ("Αγγιξα τα δάχτυλα σου.)
Με τα μάτια όχι εντελώς κλειστά.

Σου μιλάω.
Άκου.
Είμαστε ακόμη εδώ.
Είμαι ακόμη εδώ.
Δίπλα σου.
Άκου.
Σ' αγάπησα.
Πολύ.
Σ' αγάπησα.
Όμως____

(Χάρης Βλαβιανός, Διακοπές στην πραγματικότητα, εκδ. Πατάκης, 2009) 
ΠΗΓΗ
(Γιάννης Ρίτσος, απόσπασμα απ’ το «Εμβατήριο του ωκεανού»)
…Είχαμε τον κήπο στην άκρη της θάλασσας.
Απ’ τα παράθυρα γλιστρούσε ο ουρανός
κι η μητέρα καθισμένη
στο χαμηλό σκαμνί
κεντούσε τους αγρούς της άνοιξης
με τα ανοιχτά κατώφλια των άσπρων σπιτιών
με τα όνειρα των πελαργών στην αχυρένια στέγη
γραμμένη στη λευκή διαφάνεια…

Η μητέρα μού κρατούσε τα χέρια.
Μα εγώ

πίσω απ’ τον τρυφερό της ώμο

πίσω απ’ τα μαλλιά της τα χλωμά

στρωτά μ’ ένα άρωμα υπομονής και ευγένειας

κοιτούσα σοβαρός τη θάλασσα…


πού αρνηθήκαμε

την τρυφερή σοφία των δακρύων σου

πού ‘ναι το μακρόθυμο χέρι σου

με την έκφραση της καρτερίας

πού ‘ναι το χέρι σου

ν’ ακούσουμε την αυγή και τη θάλασσα

να ζεστάνουμε τη μοναξιά;
Μητέρα 

Πόρτες χάσκουν στη νύχτα.
Ξίφη αστράφτουν.
Ένα φεγγάρι αποκεφαλισμένο.
Οι άνθρωποι ετοιμάζουν σκάλες
Με ανθρώπινα κόκαλα
Για ν’ ανέβουν.

Κύριε, Κύριε
κι εμείς εδώ
στη μέση των μεγάλων δρόμων
λυπημένοι κι αδέξιοι
με το άδειο δισάκι στα χέρια
μ’ ένα κλουβί αηδονιών στη ράχη
με την πλατιά μνήμη της θάλασσας στο μέτωπο
με χέρια αθώα κι απορημένα που δεν επαιτούν.

Μητέρα δε μας μένει τίποτα.
Πού θ’ απαγκιάσουμε;
Πού θα κοιμηθούμε;…
 Προς την μητέρα μου (1873) - Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.
Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.
Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.


Τα ωραιότερα ποιήματα για τη μάνα/ΠΗΓΗ