Σελίδες

Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας (απόσπασμα)


«Αν διάλεξα να γράψω για παιδιά είναι γιατί θέλησα να αποτυπώσω όσα σηµαντικά έζησε η γενιά µου, που φοβάµαι µην ξεχαστούν όταν θα έχουµε φύγει εµείς».
Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας (απόσπασμα)Δυο μικρές αδερφές που ζουν σ’ ένα νησί του Αιγαίου το 1936 ακούνε τον παππού τους να τους μιλάει ώρες ατέλειωτες για τους «αρχαίους» του, ανυπομονούν να ανταμώσουν με τους φίλους και τις φίλες τους από τα τσαρδάκια σαν έρχεται το καλοκαίρι, μα πάνω απ’ όλα τρελαίνονται με τις μαγικές ιστορίες του καπλανιού που τους διηγείται ο ξάδερφός τους ο Νίκος.
Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια
Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε, διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τί να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από τον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος, κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
— Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι; — είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
— Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου — απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται. Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα.
Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς είπε:

— Μυρτώ, τί προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
— Φυσικά, καρύδια — απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται.
Ο παππούς μας δεν μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Είναι ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι και δεν καμπουριάζει καθόλου. Όλοι στο νησί τον λένε «Ο ΣΟΦΟΣ». Ξέρει όλον τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δεν μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μας διηγείται μύθους για τους αρχαίους θεούς και ήρωες.
— Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
…Ο Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του, ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε πολύ ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ' αυτό ήταν κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι' αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον…
Μέσα στο Ικάριο πέλαγος είναι το νησί μας. Τί μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σα μια μικρή τελεία. Πέρα τ' άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες, απέραντες ... Τί όμορφα που θα ’ναι να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: δε βάζω τα φτερά μου, να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Αν παίζουν κι αυτά κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
— Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; — ρώτησα.
— Σαχλαμάρες! — είπε η Μυρτώ.
— Μπορεί. Αν περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, μπορεί να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936, μπορεί ώς το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
— Ούουου, ώς τότε τί να το κάνουμε; — λέει η Μυρτώ. Εμείς θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούμε να πετάμε.
Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν σκέφτονταν όλοι έτσι, δεν θα ’χε γίνει καμία ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες δεν θα κουράζονταν να βρουν τούτο ή εκείνο, αφού, ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή τους, αυτοί θα έχουν πεθάνει.
— Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
— Θα 'θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
— Αν οι... εφευρέτες ξέρανε την προπαίδεια όπως εσύ, της είπε ο παππούς, δεν θα γινόταν καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε.
— Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη Δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το βαλάντιό μας».
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ' αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
— Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
— ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
— ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να 'χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα
όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
[πηγή: Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας. Μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 9-15]

Αποτέλεσμα εικόνας για με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο
Άλκη Ζέη αφηγείται την ιστορία των πρώτων είκοσι πέντε χρόνων της ζωής της. Μια ολόκληρη εποχή ζωντανεύει μέσα από τη συναρπαστική της αφήγηση που διανθίζεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό

Μνήμη και πολλή αγάπη χρειάστηκε για να γράψω την ιστορία της ζωής μου. Στο μυθιστόρημα μπορείς να λες ό,τι φαντάζεσαι, να κινείς τους ήρωές σου όπως θέλεις, να τους βάζεις να λένε ό,τι σκέφτεσαι εσύ. Όταν όμως τα πρόσωπα είναι αληθινά, δεν γίνεται ούτε τοσοδά να λαθέψεις, μια και κανείς τους δεν μπορεί πια να σε επιβεβαιώσει ή να σε διαψεύσει. Ευτυχώς που υπάρχει η αδελφή μου και η μνήμη της είναι αλάνθαστη και η ζωή της μπλέκεται με τη δική μου. Μόλις διάβασε αυτά που έγραψα μου είπε: «Έτσι ζήσαμε, έτσι ήταν αυτοί που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε». «Τώρα» της λέω, «που ξαναθυμήθηκες την ιστορία μας θα ’θελες να είχαμε ζήσει μια άλλη ζωή;» «Με τίποτα» μου αποκρίθηκε αυθόρμητα. «Με τίποτα» συμπλήρωσα κι εγώ.
Διαβάστε ΕΔΩ Μια πλήρη αναφορά στη ζωή και το έργο της Αλκη Ζέη
http://external.webstorage.gr/images/Books-PDF/9789605661908.pdf

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός


Aπό τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Aναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.


«Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα. Όλοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε».
«Δε με ενδιαφέρει τι θα γίνουν τα ποιήματά μου όταν πεθάνω. Δε με ενδιαφέρει τι θα συμβεί όταν δεν θα ζω. Ο θάνατος είναι απόλυτος. Άμα τελειώνουμε, να τελειώνουμε. Τελεία και παύλα. Όχι αποσιωπητικά. Τα αποσιωπητικά φτάνουν όσο ζούμε. Αν αυτό λέγεται εγωπάθεια, το δέχομαι προθύμως».

 «Έρωτας είναι αυτό που δεν είχες. Το θλιβερό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ερωτεύτηκαν ενώ δεν έχουν ερωτευτεί ποτέ».
«Υπάρχουν στιγμές που ο άνθρωπος θέλει κάποιον να τον αγκαλιάσει χωρίς να υπάρξει συνέχεια. Αυτή η στιγμή του αγκαλιάσματος είναι πάρα πολύ μεγάλη στιγμή, περιεκτική. Η αγκαλιά σε παίρνει ολόκληρο και σε προστατεύει. Σχεδόν δεν έχει σχέση με τον σαρκικό έρωτα». (Κική Δημουλά)

Είπε η νύχτα στο φεγγάρι
δώσ’ μου λίγο χρυσαφί
να σπάσω κάπως
το μαύρο που είμαι.
Δεν περισσεύει, αρνήθηκε το φεγγάρι.
Πρώτον έχω να αναδείξω το θέαμά μου.
Μετά να φωταγωγήσω
την Ακρόπολη το Ερεχθείο
τα σοκάκια την απομόνωση
κάποιον έρωτα σβηστό.
Έβαλε τις φωνές η νύχτα
Ε. όχι και να ρίξεις φως στον έρωτα.
Αυτό το σκοτεινό αίσθημα είναι
ο πιο επιμελής μαθητής μου.
Είπε η ρέμβη στο φεγγάρι
δυστυχώς δε θα σε χρειαστώ άλλο
τέρμα οι παραστάσεις.
Μετρημένοι οι θεατές
αν και ήταν ελάχιστο
συμβολικό το εισιτήριο
και όνειρο να δεις πληρώνεις
όσα πλήρωνες
πάντα
κι ας είναι χιλιοπαιγμένο.
Τέρμα, Τι να κάνω;
Να παίξω
δωρεάν για δυο τρεις
τζαμπατζήδες έρωτες;
Δε συμφέρει
εξευτελίζεται το έργο.
Κι όμως κινείται
Σήκω μέρα.
Νίψου έτοιμο το πρωινό σου
σερβιρισμένος ο κόσμος
φρέσκος μόλις τον έκοψαν
από το δέντρο του ύπνου.
Πάρε μαζί σου και τ όνειρό του
για μεσημεριανό σου.
Κράτα λίγο και για το σούρουπο
θα πεινάσεις
θα ναι τα τρόφιμα
κλειστά.
Μόνο συγκράτησε όσο μπορείς
την επιδεικτική φιλάρεσκη εξάπλωσή σου.
Αφού ξέρεις
η πίσω μεριά ενός βουνού
ένα φού να σου κάνει
έσβησες πας.
Η πίσω πλευρά του θέματος
Τι αθώα που βραδιάζει
σα να μην έπονται τα ασυγχώρητα
σα να έσταξε σοκολάτα
μαύρη στο φανταχτερό γενέθλιο
φουστάνι μικρής ημέρας.

Ένας αθώος στην αρχή λεκές
που ένοχα σιγά σιγά
εξαπλώνεται σαν είδηση
ότι τα ορατά υπέκυψαν
στο αόρατο.
Μας περικλείει αυτό μας φοβίζει.

Παρατηρώντας όμως το ένα
και μοναδικό αστέρι να ξεναγεί
τόσο πολυάνθρωπο σκοτάδι
σε ολόκληρο ουρανό απερίφραχτον
δίχως να φοβάται
κάπως ηρεμούμε,

Κι όμως φοβάται.
-παλικαριές με το χάος;-
κι από το φόβο του τρεμοφέγγει έτσι.
«Η παγίδα»: «ακόμα/ ακόμα και τώρα με τόσα/ αξεπέραστα που πέρασα/ ακόμα τις τρέμω τις λέξεις./ Απορώ πώς αφέθηκα./
Μόνες τους όμως/ μόνες τους προσφέρθηκαν/ να χτίσουν/ αυτό που θέλω/ γράφοντάς το να υψωθεί -αν μη/ τι άλλο- σε κάτι άλλο./ (...) Α, θα ’πρεπε θα ’πρεπε/ με τόσο δύσκολη/ φτύνοντας αίμα πείρα/ που έχω εξοικονομήσει/ θα έπρεπε βλέποντας τις λέξεις/ έτσι στο άψε σβήσε/ να χτίζουν μια σιωπή/ εμφανώς μασουλώντας ομιλία/ θα έπρεπε αμέσως να διακρίνω/ ότι μου έστηνε παγίδα/ η τόσο παρορμητική των λέξεων/ προσφορά».
Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός


«Οταν βρέχει / δεν παίρνω ομπρέλα. / Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι / από το ξεκάθαρο. // Οταν δε βρέχει / όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός / όσο κι αν το πιστεύω // ανοίγω την ομπρέλα μου / δεν είναι ξεκάθαρη / καιρική συνθήκη η ευτυχία»Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός 


 Η ατελής προδοσία
 Δέ θυμάμαι άν φεύγοντας μου έδωσες
το σεσημασμένο φιλί.
Είπες μόνο φεύγω για λόγους αναψυχής
αφήνω ανοιχτή την πόρτα της προδοσίας
θα επιστρέψω εξ' ολοκλήρου
αυτό ναι, το θυμάμαι καλά
κεντήθηκε με καυτή βελόνα
τατουάζ ανεξίτηλο στην παρειά μου.

Ξέρεις τι είναι προδοσία;
Η ανάγκη φυγής που κυριεύει
κάθε σώμα
καθηλωμένο στην ίδια κουραστική στάση
όπως είναι η στάση της πίστης
η στάση της αγάπης
μπροστά σ΄ένα παράθυρο αμετακίνητο
με μόνη θέα νύχτα μέρα
καρφωτή στα μάτια
την ανυπόφορη αντηλιά του εαυτού της.
Ξέρεις ποιός είναι ο διαφημιστής
ο αντζέντης της προδοσίας;
Το προδοτικό φιλί.
Εκείνο μεριμνά για τη φήμη της
της κλείνει κερδοφόρα συμβόλαια
με την αθανασία
εκείνο φέρνει γενεές και γεμίζουν
οι οθόνες των αιώνων
γιατί αυτό το φιλί
είναι που διεγείρει
την καταπιεσμένη αγριότητα
προσηλυτίζει το αίμα
στη θρησκεία του θανάτου
εκείνο είναι που
κόβει την ανάσα των θρήνων
κι αν ανασαίνουν ακόμα οι δικοί μου
είναι γιατί θυμάμαι
ότι φεύγοντας άφησες μεν ανοιχτή
την πόρτα της προδοσίας
αλλά το προδοτικό φιλί της
δεν μου το έδωσες.
Γράψε μου σε παρακαλώ
τη διεύθυνσή του.


Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός
-«Λεγόσουν Περιέργεια./ (…) Στα σκοτεινά φιλιούνται / τα αισθήματα από φόβο/ μην μπεις ανάμεσα σε ενωμένα χείλη».


 “Πόσο έχω επιθυμήσει
δεμένη στο ένα έστω φτερό
κάποιου μεγάλου ταξιδιάρικου πουλιού

ξαπλωτή όχι ανάσκελα
γιατί τα υπεράνω μου
όλα σχεδόν τα έχω δει
μπρούμυτα δεμένη στο ένα φτερό
να φωτογραφίσω
αν είναι από το ίδιο υλικό φτιαγμένες
οι σκεπές μας
και συ με ταπεινώνεις, μου λες
ότι κανένα πουλί
με αχρηστευμένο το ένα φτερό του
από το βάρος μου
δε διακινδυνεύει τέτοιο ταξίδι
λάθος κάνεις
έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει
στο βάρος μου δεμένη.”
Κική Δημουλά
Τα εύρετρα
εκδ.Ικαρος/2010

 Kική Δημουλά, Άκουσέ με απόσταση
Αν ήμουν δικαιοσύνη
θα σε φυλάκιζα
σε απόσταση αναπνοής.
Έσφαλες να είσαι απροσμέτρητη
βλάπτοντας τη μέγιστη σημασία
της εγγύτητας.
Όσο απλοϊκά κι αν σε μετρήσω
με γνώμονα
την αίσθηση το φόβο την άγνοια
σε πιο αμετακίνητη κι από τη μοίρα
αθροίζεται η επιρροή σου.
Μπροστά σου σαν τίποτα
φαντάζει η αιωνιότητα
και ο Θεός
σαν έμμονη ιδέα του χάους.
Εσύ σε ερημότοπο μετέβαλες
το πολυσύχναστο αγνάντεμα
σε απολωλός
το κάθε δυσδιάκριτο ξωκλήσι.

Όσο για μας
ενώ μας γέννησε
μια πρόθεση να μην απέχουμε πολύ
ο ένας απ’ τον άλλον
στην πλήρη απομάκρυνση μας ώθησες
στην εξορία των χωρισμών καταδικάζοντας
το καθετί που φάνταζε ενωμένο.
Το τέλος μας
γιατί το άφησες τόσο κοντινό;
Kάνεις πως δεν μ’ ακούς.
Έχεις βέβαια άλλοθι τρανταχτό:
την τεράστια απόστασή σου
τη μισάνθρωπη.
Κική Δημουλά, Δημόσιος καιρός, Άκουσέ με απόσταση, σελ. 82, Eκδόσεις Ίκαρος, 2014



Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020

Λίτσα Ψαραύτη-Το περιβόλι του Σαμίχ

Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου ο βομβαρδισμός της Σάμου αναγκάζει την οικογένεια της Βαγγελίτσας να ακολουθήσει το δρόμο της προσφυγιάς στην Παλαιστίνη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί (από το μυθιστόρημα Tο διπλό ταξίδι) περιγράφεται η ζωή στην έρημο σ’ ένα στρατόπεδο κοντά στη Γάζα και στα γειτονικά περιβόλια, όπου η Βαγγελίτσα συναντά τη Ρασμίγια.


T α πορτοκάλια για το «μαγαζί» μας τ’ αγοράζαμε από το Σαμίχ, τον περιβολάρη. Τις περισσότερες φορές γέμιζε το δίχτυ μας χωρίς να παίρνει τα δυο γροσάκια, χώρια που μας άφηνε και τρώγαμε όσα θέλαμε. Είχε εφτά παιδιά, έξι αγόρια κι ένα κορίτσι, που τον βοηθούσαν στο περιβόλι όταν γύριζαν από το σχολείο.
Το χωριατόσπιτο του Σαμίχ ήταν χτισμένο στην άκρη του περιβολιού, κάτω από μια θεόρατη λεύκα. Οι ρίζες της ρουφούσαν νερό από το πηγάδι της αυλής και τα κλωνάρια της θέριεψαν κι έφταναν ως τον ουρανό. Ήταν μια παραδεισένια γωνιά μέσα στη ζέστη και την ξεραΐλα του στρατοπέδου. Τα φύλλα της, που τρεμούλιαζαν με το παραμικρό φύσημα, σε καλούσαν να δροσιστείς στη σκιά της, ν’ ακουμπήσεις στον κορμό της και να νιώσεις του χυμούς της ν’ ανεβαίνουν από τις ρίζες.
Όποια ώρα κι αν πηγαίναμε στο περιβόλι, βρίσκαμε τη Ζακίγια, τη γυναίκα του Σαμίχ, να μαγειρεύει σκυφτή πάνω στη φωτιά. Δε θα ’ταν πάνω από 35 χρονών. Το πρόσωπό της όμως, γερασμένο και στεγνό, έδειχνε πως περνούσε πολλές ώρες στον αέρα και στον ήλιο. Μόλις μας έβλεπε, σηκωνόταν όρθια και μας καλοδεχόταν μ’ ένα χείμαρρο αραβικών. Δίπλωνε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της κι όπως ήταν γεμάτα σημάδια και σκασίματα έμοιαζαν με το γέρικο κορμό τής λεύκας. Τις ώρες που δε μαγείρευε, έραβε γιορτινά φουστάνια, δικά της και της κόρης της. Μαύρες φούστες, κεντημένες με γεωμετρικά σχήματα –τρίγωνα, τετράγωνα– όμορφα συνταιριασμένα με κυπαρίσσια, στάχυα, πουλιά, τόσο κόκκινα και βυσσινιά, που δεν μπορούσες να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά.
Τη Ρασμίγια, την κόρη του Σαμίχ, τη γνώρισα όταν πρωτοπήγαμε στο περιβόλι τους. Καθόταν κάτω από τη λεύκα και ξεκούκκιζε ένα ρόδι. Τα χείλια της, τα δόντια της και τα δάχτυλά της είχαν βαφτεί μελιτζανιά. Κοίταζα λαίμαργα το λαχταριστό ρόδι και το ’τρωγα με τα μάτια μου.
... Σαν να βρέθηκα ξαφνικά στη δική μας νησιώτικη αυλή και να ’παιζα με τα παιδιά της γειτονιάς· η ροδιά μας ήταν φορτωμένη με ώριμα ρόδια με σκασμένη φλούδα κι εμείς χιμούσαμε σαν τα σπουργίτια και τσιμπολογούσαμε τα ρουμπινιά σπυριά....
Η Ρασμίγια διάλεξε το πιο μεγάλο ρόδι από το σωρό και μου το πρόσφερε. Ντράπηκα που δεν είχα κι εγώ κάτι να της χαρίσω.
Θέλετε να σας δείξω τις ζωγραφιές μου, μέχρι να σας κόψει τα πορτοκάλια ο πατέρας μου; πετάχτηκε και χωρίς να περιμένει απάντηση έτρεξε στο χωριατόσπιτο.
– Μα πού έμαθε ελληνικά; απόρησε η Μαρούλα.
Τα στρατόπεδα εδώ γύρω είναι γεμάτα Έλληνες από το 1941. Όλοι σχεδόν οι πρόσφυγες έρχονται κι αγοράζουν φρούτα και κηπευτικά και είναι φυσικό να έχουν μάθει οι ντόπιοι τη γλώσσα μας.
Είχε δίκιο η Κασσιανή. Ο Λεωνίδας έλεγε πως μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ο στρατός μας πέρασε με χίλιες δυο δυσκολίες στη Μέση Ανατολή για να συνεχίσει τον αγώνα.
Η Ρασμίγια ήρθε πίσω τρεχάτη με μια αγκαλιά χαρτιά. Καθίσαμε οκλαδόν στο χώμα της αυλής. Ο αέρας λες και σταμάτησε να φυσάει ανάμεσα στα φύλλα και τα κλωνάρια χαμήλωσαν πάνω από τα κεφάλια μας, για να δουν το μαγικό κόσμο που φανερωνόταν μπροστά μας. Πώς μπόρεσε η μικρή Ρασμίγια να χωρέσει τόση ομορφιά μέσα σ’ εκείνα τα παλιόχαρτα;
Στο περιτύλιγμα του χασάπη, στην άσπρη κόλλα όπου τυλίγει ο έμπορος το τσίτι, στο χαρτονένιο πάτο ενός κουτιού· πού βρήκε τέτοιο γαλάζιο χρώμα για να φτιάξει τον ουρανό; Και τα χωράφια, γιατί τα ζωγράφισε μενεξελιά, σαν να ήταν σπαρμένα με μενεξέδες; Κι αυτός ο ήλιος, στημένος μεσούρανα, πώς έγινε τόσο φλογερός και πρέπει να σκιάσεις τα μάτια σου για να μη σου τα θαμπώσει;
Οι ζωγραφιές περνούσαν από χέρι σε χέρι: μια αραγμένη βάρκα που έρχεται και τη χαϊδεύει μουρμουριστά το κύμα· το πηγάδι της αυλής με τη βαριά αλυσίδα που ανεβάζει τον κουβά αγκομαχώντας· το πρόσωπο της Ζακίγια χαραγμένο από αγωνία και πόνο.

Ένιωσα την ίδια ταραχή, όπως τότε που η Σάρα έβαζε τις νότες δίπλα δίπλα και το μυαλό αλάφρωνε και πέταγε μακριά.
img7_7– Θέλω να ζωγραφίσεις μιαν αυλή που να ’χει στη μέση μια ροδιά με τα πιο όμορφα ρόδια του κόσμου κι από κάτω παιδιά να παίζουν και να σκαρφαλώνουν στα κλαδιά της.
– Θα τη ζωγραφίσω τη ροδιά σου και θα σου τη χαρίσω όταν ξανάρθεις, μου υποσχέθηκε.
Στο δρόμο του γυρισμού δεν περπατούσα, πετούσα. Η καρδιά μου τραγουδούσε: «Έχω μια καινούρια φιλενάδα, έχω μια καινούρια φιλενάδα...». Ήξερα σε ποια θα χάριζα εκείνο το παρατημένο μπλοκ ζωγραφικής και την κασετίνα με τα χρωματιστά μολύβια που μου είχε φέρει ο Λεωνίδας και τόσον καιρό δεν είχα καταφέρει ούτε να τ’ ανοίξω.