Σελίδες

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Kαλό μήνα, Απρίλη!

Πίνακας ζωγραφικής, Γιάννης Τσαρούχης
ΑΠΡΙΛΗΣ
Δεύτερος γιος της 'Ανοιξης
και μόσχος
χαϊδεμένος.
Οι μοίρες του έδωσαν πνοή
μ' αγέρα μυρωμένο.

Οι μέλισσες για χάρη του
ετρύγησαν τη γύρη!

Νά' χει τη γλύκα του μελιού
να μην αναστενάζει.
Κι η γη που τον εγέννησε
μόνο καρπούς να βγάζει.

Ξανθός να λούζεται στο φως 
του 'Ηλιου την ημέρα 
και να κρατεί του φεγγαριού
το φυλαχτό στη χέρα.

Nα ' χει το 'Εαρ το γλυκύ
και το Χριστός Ανέστη!
Με πασχαλιές ολάνθιστες
τα όνειρα να θρέφει.
(Μαρία Λαμπράκη)

Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ -HERMANN HESSE (1877-1962) ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ-ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ


«Ζω μέσα στα όνειρά μου. Κι άλλοι άνθρωποι ζουν μέσα σε όνειρα, μόνο που δεν είναι τα δικά τους»

Έρμαν Έσσε: Κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του

“Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσο ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.

Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος ενός αρχέγονου κόσμου.

Πολλοί δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ άνθρωποι.

Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση και πάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.

Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.

Οι ρίζες μας είναι κοινές.

Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.

Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει τον σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.”

Έρμαν Έσσε, Ντέμιαν, απόσπασμα


Η ζωή κάθε ανθρώπου είναι ένας δρόμος προς τον εαυτό του, το
πρόπλασμα ενός δρόμου, το προσχέδιο ενός μονοπατιού. Κανένας
άνθρωπος δεν έφτασε να είναι εντελώς ο εαυτός του, ωστόσο, οι
πάντες φιλοδοξούν να το κατορθώσουν, άλλοι στα τυφλά, άλλοι
με περισσότερο φως, ο καθένας όπως μπορεί.


Hermann Hesse, Ντέμιαν (απόσπασμα)

Ο καθένας έχει μια αποστολή που δεν μπορεί να τη διαλέξει ο ίδιος, να την πλάσει και να την φέρει στα μέτρα του. Για τον ώριμο άνθρωπο ένα είναι το καθήκον του. Να γυρέψει να νιώσει τον εαυτό του, να σιγουρέψει την ύπαρξή του, ν' αναζητήσει ψηλαφητά την πορεία του προς τα μπρος, όπου κι αν τον οδηγεί.

[...] Συχνά μου άρεσε να παίζω με εικόνες απ' το μέλλον, να ονειρεύομαι ρόλους που μου επιφυλασσόταν να παίξω -σαν ποιητής ίσως ή προφήτης, ζωγράφος ή κάτι παρόμοιο. Αλλά ήταν μάταια αυτά. Δε βρισκόμουν εδώ για να γράψω ποίηση, να κηρύξω ή να ζωγραφίσω. Μήτε εγώ μήτε και κανείς άλλος άνθρωπος υπάρχουμε γι' αυτό το ρόλο. Τούτα είναι πράγματα που συμβαίνουν τυχαία. Μια είναι η αληθινή αποστολή για τον καθένα. Να βρει το δρόμο της αυτογνωσίας. Μπορεί να καταλήξει ποιητής, τρελός, προφήτης ή εγκληματίας. Δεν έχει σημασία σε τελική ανάλυση. Αποστολή του είναι να βρει τον προορισμό του, όχι αυτό που θα διαλέξει ο ίδιος, και να τον ζήσει μ' όλη του την ψυχή. Οτιδήποτε άλλο δεν είναι αληθινή ζωή, είναι μια προσπάθεια υπεκφυγής, μια απόδραση και καταφύγιο στα ιδεώδη των μαζών, μακαριότητα και φόβος για τον εαυτό μας.

Falter im Wein-HERMANN HESSE
In meinen Becher mit Wein ist ein Falter geflogen,
Trunken ergibt er sich seinem süssen Verderben,
Rudert erlahmend im Naß und ist willig zu sterben;
Endlich hat ihn mein Finger herausgezogen.
So ist mein Herz, von deinen Augen verblendet,
Selig im duftenden Becher der Liebe versunken,
Willig zu sterben, vom Wein deines Zaubers betrunken,
Wenn nicht ein Wink deiner Hand mein Schicksal vollendet

Πεταλούδες στο κρασί
Μια πεταλούδα πέταξε στο φλιτζάνι του κρασιού μου
Μεθυσμένη παραδίδεται στον γλυκό του χαμό
Χάνεται στο υγρό και είναι πρόθυμη να πεθάνει.
Το δάχτυλό μου την έβγαλε τελικά.
Τέτοια είναι η καρδιά μου,
τυφλωμένη από τα μάτια σου

Ευτυχώς βυθισμένος στο μυρωδάτο κύπελλο της αγάπης,
Πρόθυμος να πεθάνεις μεθυσμένος από το κρασί της μαγείας σου
Εκτός κι αν ένα κύμα του χεριού σου ολοκληρώσει τη μοίρα μου

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ [HERMANN HESSE (1877-1962)]: Λευκά σύννεφα

Ω! δες, αιωρούνται πάλι
σαν μελωδίες απαλές
όμορφων ξεχασμένων τραγουδιών
στον καταγάλανο ουρανό!

Καμιά καρδιά να τα νοιώσει δεν μπορεί,
που σε μακρινό ταξίδι
όλου του πόνου κι όλης της χαράς τη γνώση
αυτού που ταξιδεύει δεν θα δει.

Εγώ αγαπώ τα λευκά, τα αιθέρια
σαν τον ήλιο, τη θάλασσα και τον αέρα,
γιατί των ανέστιων
είναι άγγελοι κι αδέρφια.

Νοέμβριος 1902

Μετάφραση: Σμαρώ Τάση

EΥTΥXIA (ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ)

Μάιος 1907
Όσο την ευτυχία κυνηγάς,
Δεν είσαι ώριμος να ευτυχήσεις.
Κι ας έχεις όσα αγαπάς.

Όσο για όσα έχασες παραπονιέσαι
Και στόχους έχεις και δεν βρίσκεις γαλήνη,
Ακόμη δεν ξέρεις τι είναι ειρήνη.

Μόνο όταν κάθε επιθυμία απαρνηθείς,
Μήτε σκοπό μήτε και επιθυμία γνωρίζεις,
Την ευτυχία δεν θα την ονοματίζεις.

Τότε δεν φτάνει των γεγονότων
η ροή στην καρδιά σου,
κι η ψυχή σου ηρεμεί.

Ποιήματα

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Μετάφραση ΣΜΑΡΩ ΤΑΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ



Ο Έρμαν Έσσε γεννήθηκε στο Calw της Γερμανίας στα 1877. Βιβλιοπώλης στην αρχή, έγινε γρήγορα γνωστός με τα ποιήματα και τα μυθιστορήματά του. Στα 1904 δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, Πήτερ Κάμεντσιντ, και απο κει και πέρα κερδίζει το ψωμί του απ' τα γραφτά του. Στη Ροσάλντε (1914) εξετάζει τα προβλήματα του καλλιτέχνη, ο Κνουλπ (1915) είναι μια προσφορά στην αλητεία, ο Ντέμιαν (1919) αποτελεί μια ψυχαναλυτική μελέτη της αιμομειξίας, ενώ στο Νάρκισσος και Χρυσόστομος (1930) σκιαγραφεί τις δυο πλευρές της ανθρώπινης φύσης, αντιπαραθέτοντας ένα μοναχό με έναν ηδονιστή.
Ο Λύκος της Στέπας (1927) αντικαθρεπτίζει τη σύγχυση της σύγχρονης ύπαρξης, ενώ ο Μαγκίστερ Λούντι (1945) δεν είναι παρά μια ουτοπική φαντασία πάνω στο θέμα της απόσυρσης απ' τον κόσμο. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι και το Ταξίδι στην Ανατολή (1932), ένα απ' τα πρώτα βιβλία που κίνησαν στον 20ό αι. το ενδιαφέρον της Δύσης για την ανατολική φιλοσοφία και στάση ζωής.

Οι βασικές επιρροές στο έργο του Έσσε είναι, όπως ο ίδιος λέει: «Το χριστιανικό και απόλυτα αντεθνικιστικό πνεύμα των γονιών μου, η μελέτη των μεγάλων Κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ιστορικού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ».

Ο χρόνος δεν κατάφερε να μειώσει την αξία του έργου του Έσσε, που βασικό του θέμα είναι η ολόψυχη και εναγώνια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέριο και αρμονικό εαυτό.

Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στο μιλιταριστικό καθεστώς, εγκατέλειψε τη Γερμανία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, όπου και πέθανε το 1962. Πήρε το Βραβείο Γκαίτε το 1946 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.

Χώρα
Γερμανία
Ημ/νιες
1877-1962
Βραβεία
1946 Βραβείο Γκαίτε
1947 Νόμπελ Λογοτεχνίας

ΠΗΓΗ


Hermann Hesse, Häuser am Abend
1933

Το ότι ο Hermann Hesse δεν ήταν μόνο συγγραφέας αλλά και εικαστικός είναι λίγο γνωστό.
Άρχισε να ζωγραφίζει αυτοδιδακτικά σε ηλικία 40 ετών και δημιούργησε ένα εκτενές έργο από πολύχρωμες, μικρού μεγέθους ακουαρέλες καθώς και εικονογραφήσεις ποιημάτων.
Θεματικά, επικεντρώθηκε σε απεικονίσεις τοπίων του υιοθετημένου ιταλικού σπιτιού του στο Τιτσίνο.

Hermann Hesse,Föhnstimmung mit blauen Bergen
1928


Hermann Hesse,Landschaft im Tessin
1924


Hermann Hesse,Tessiner Landschaft
1922


Hermann Hesse,Caslano
1924


Hermann Hesse,Casa Bodmer, Montagnola
1932


Hermann Hesse,Casa Bodmer
1933


Hermann Hesse,Tessiner Dorf mit Kirche
1924

works/hermann-hesse-falter-https://www.ludorff.com/en/works/hermann-hesse-falter

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

Μιχάλης Καραγάτσης - Ἡ κυρία Νίτσα


  Ο Μιχάλης Καραγάτσης έγραψε αυτό το διήγημα το 1928. Στα είκοσί του χρόνια ξεκινούσε με αυτό τη συγγραφική του σταδιοδρομία, γράφοντας με θέμα την πρώτη πλατωνική του αγάπη, τη νεαρή δασκάλα του κυρία Νίτσα.

Η πρώτη μου αγάπη, ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα, ίσως και πιο πολύ. Αμέσως θα φανταστείτε το αιώνιο ειδύλλιο, του αμούστακου έφηβου και της ώριμης γυναίκας, ή μάλλον χήρας, για να κυνηγήσω με μεγαλύτερη επιτυχία, τις υπεκφυγές* της φαντασίας σας.
         Λοιπόν, όχι. Η πρώτη μου αγάπη, την εποχή που την αγάπησα, δεν ήταν παρά είκοσι χρονών. Εγώ ήμουν οκτώ.
         Η διαφορά της ηλικίας μας αυτή καθ' αυτή δε θα ήταν μεγάλη, αν οι αριθμοί των χρόνων μου δεν ήσαν τόσο χαμηλά. Μα αυτό δεν έχει σημασία. Εκείνη την εποχή ο χρόνος ήταν κάτι τι το ανώτερο για μένα. Ήξερα ότι ήμουν οκτώ χρονών, αλλά ήμουν βέβαιος ότι αυτό το νούμερο ήταν ένα συμβατικό σημείο προς ταξινόμηση της ηλικίας μου, απέναντι της ηλικίας του διπλανού μου. Δεν μπορούσα όμως να εννοήσω, ότι μόλις οκτώ χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που είδα το φως. Χωρίς άλλο έπρεπε να ζούσα πολύ καιρό, είκοσι, τριάντα χρόνια, ξέρω και γω... [...]
         Ήταν ένα λευκό διάφανο ασθενικό κορίτσι, ένα όμορφο κορίτσι. Μια δημιουργία της φαντασίας του Μυσσέ,* και της ρομαντικής πλειάδας. Μια εικόνα του Γκρεζ,* χωρίς αφέλεια όμως. Κάτι το πιο σύγχρονο. Αυτή τη μορφή ίσως τη βρείτε και στον Φραπιέ,* και στον Μπαζίν.* Η Ρόζα* της «Maternelle» ή η Νταβιντέ Μπιρό.* Ήταν δασκάλα. Δασκάλα μου, για να εννοούμαστε.
         Επήγαινα στην Τρίτη του δημοτικού, σ' ένα μεικτό επαρχιακό σχολείο. Η μεγάλη αυλή του μόνο στις γωνιές είχε λίγη χλόη την άνοιξη. Δυο τρεις ακακίες και μερικά βρομόδεντρα ήταν το μοναδικό της στολίδι. Το χειμώνα το νερό της βρύσης πάγωνε, και η κρυσταλλιασμένη λάσπη έσπαζε κάτω από τα χοντρά παιδικά παπουτσάκια μας.
         Η κυρία Νίτσα -αυτό ήταν τ' όνομα της πρώτης δασκαλικής μου αγάπης- δεν ερχότανε ποτέ στην ώρα της. Η διευθύντρια έκλεινε τα μάτια σ' αυτό το μικρό πειθαρχικό παράπτωμα. Ο χειμώνας του κάμπου είναι τόσο κακός για τα κακόμοιρα τα κορίτσια που βγάζουν το ψωμί τους. Ο βοριάς ξεχύνεται από τις κορφές του Ολύμπου παγερός, και κοκαλιάζει τους σβόλους στα χωράφια της εριβώλακος* Θεσσαλίας.
         Η τάξη μας ήταν ένα γωνιακό δωμάτιο, πάντα γιομάτο ήλιο, όταν δεν ήταν συννεφιά. Η σόμπα στη γωνιά τραβούσε με θόρυβο, και κάπνιζε όλη την κάμαρα. Καθόμουν στο πρώτο θρανίο, και με υπομονή περίμενα. Οι σύντροφοί μου δίπλα κάναν ωραία σχέδια για την περίπτωση που δε θα 'ρχόταν η «κυρία».
         Πρώτα θα βγαίναν στην αυλή να παίξουν «αμπάριζα». Ύστερα η «κυρία» διευθύντρια θα τους έδιωχνε γιατί θα κάναν θόρυβο, και θα ενοχλούσαν τις «μεγάλες». Αυτό ήταν η ύστατη ικανοποίηση του ορμέμφυτου της ελευθερίας, που βλάσταινε μέσα στις νέες ανθρώπινες ψυχούλες τους. Και ύστερα η εκδήλωση αυτού του ορμέμφυτου. Η άσκοπη πολυθόρυβη περιπλάνηση στον κάμπο. Και οι οπτασίες περνούσαν μπρος από τα μάτια μας.
         Θα πηγαίναμε στο σταθμό. Ο δρόμος είναι γιομάτος λάσπη, μα αυτό δεν έχει σημασία. Είναι τόσο ωραίο να νιώθεις το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια σου, σα μια γλιστερή μαλακή μάζα. Αποκεί θα παίρναμε από το μηχανοστάσιο ασετυλίνη·* -είχαμε σχέσεις με το προσωπικό- και με το πολύτιμο αυτό αντικείμενο στα χέρια, θα πηγαίναμε στη μεγάλη «Μαγούλα»* την Ορμάν μαγούλα, όπου θα εκσφενδονίζαμε τον πρώτο τυχόντα τενεκέ γάλακτος Νεστλέ στο στερέωμα, με τη βοήθεια των αερίων της οργανικής αυτής ουσίας.
         Ίσως παρατηρήσετε ότι μεταχειρίζομαι στην πιο απάνω περίοδο τη λέξη «θα» πολλές φορές εις βάρος κάθε σύνταξης και κάθε στιλ. Και όμως, αυτή η λέξη είναι όλη η περίοδος. Γιατί συνήθως απάνω στο φόρτε* του αλήτικου ονείρου μας, άνοιγε η πόρτα, και έμπαινε, ωχρή, παγωμένη, τυλιγμένη στο φτωχικό δασκαλικό παλτό της, η κυρία Νίτσα.
         Θα μου πείτε, πώς θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια, τα γεγονότα της πρώτης παιδικής μου ζωής. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Με λίγη καλή θέληση, θα βρείτε παλιές εικόνες γεμάτες δροσιά και αθωότητα. Τα μικρά μας χρόνια είναι τόσο λίγα, και τόσο χαρακτηριστικά, ώστε να μην μπορούν ν' ανακατευτούν, με τον άχαρο συρφετό της μεγάλης μας ζωής. Είναι ένα σύνολο σαφές και καθαρό, μια γραμμή ευθεία και προσδιορισμένη. Σαν περάσουν πια, αρχίζει ο λαβύρινθος και τα ζιγκ ζαγκ της αγωνιώδους και απαιτητικής υπόστασής μας. Είμαστε μεγάλοι. Θέλουμε, θέλουμε, χωρίς να ξέρουμε τι θέλουμε.
         Το χαρακτηριστικό της ζωής είναι η αγωνιώδης προσμονή, όσο είμαστε παιδιά, κάποιου καλού, και όταν μεγαλώσουμε κάποιου κακού. Ψάξτε καλά στις αναμνήσεις σας. Θα βρείτε έναν άλλο άνθρωπο, αλλιώτικο από σας, ξένο, ένα φίλο, ίσως και εχθρό. Σεις δεν είστε εκείνος. Ο Ανατόλ Φρανς* δεν είναι ο «Μικρός Πέτρος». Είναι ο λεπτός νοσταλγός, ο πατρικός διάδοχος του παιδιού που είχε τ' όνομά του. Θυμηθείτε τα παλιά σας. Είναι σαν μια πνοή καθαρού αέρα.

         Το μάθημα της κυρίας Νίτσας ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραυστου αυτού αναιμικού κοριτσιού, είχε απάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από μιαν πελώρια ευνοϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων. Η απαλή και γλυκιά φωνή της, μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
         Όταν συλλογιέμαι τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο της παιδικής ψυχής μου, βγάζω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά επιβολή, χαρακτήριζε αυτήν τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα, πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού, και femme fatale.* Μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είχε μια πελώρια χάρη, και μια άδολη,* άθελη γοητεία.
         Βέβαια, εκείνο τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω, είναι το ίδιο.
         Τα άμαθα χέρια μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή, τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλε τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.
         Η αγωνία φώλιαζε μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ' όλη τη χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόντανε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Πού ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη; Γιατί δε μας κοιτάει; Μας ξέχασε;

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Το κορίτσι με το καπέλο
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ,
Το κορίτσι με το καπέλο
         Το λευκό κεφάλι σηκώνεται. Με είδε, με κοιτάει. Τα μαλλιά της είναι πιο μουντά παρά ποτέ.
         - Τι είναι, Γιαννάκη;
         Τι είναι. Μα είναι τόσο πολλά πράματα μυστηριώδη, για τη μικρή ψυχή μας που έπρεπε να τα είχες καταλάβει, αέρινη μικρή δασκάλα. Μέσα στο κάθε παιδί κρύβεται ένας άντρας, ένας άντρας όπως όλοι οι άλλοι, όπως ο όμορφος λοχαγός παραδείγματος χάριν, που περνάει με τ' άλογό του τέσσερις φορές την ημέρα, κάτω από το παράθυρο της τάξης. Αυτό τον κρυμμένο παιδικό άντρα, έπρεπε να τον είχες ανακαλύψει, έπρεπε να τον είχες δαμάσει με τη γυναικεία τέχνη σου. Μα δεν είχες καιρό. Τον δικό σου τον άντρα, τον ώριμο άντρα, τον ανακάλυψες, και αν δε δάμασες αυτόν, δάμασες χωρίς άλλο το άλογό του, γιατί δεν εξηγιέται αλλιώς, πως στεκόταν πάντα κάτω από το ανοιχτό παράθυρο, σκάβοντας με το πόδι τη γη και χλιμιντρώντας. Εξέχασες τελείως τα παιδιά σου, κακή κυρία Νίτσα.
         Η φωνή μου όταν της απαντούσα ήταν κλαψιάρικη.
         - Δεν μπορώ να κάνω ψι...
         Το ψι. Ο τύραννος του νεοφώτιστου μαθητή. Ο τρόμος της καλλιγραφίας. Το χεράκι μπερδεύεται και τρέμει όταν αρχίζει να χαράζει το μεγάλο κόμπο, το γόρδιο αυτό δεσμό του ελληνικού αλφαβήτου. [...]
         Το τέλος του ειδυλλίου ήταν οιχτρό. Η κυρία Νίτσα με προβίβασε. Και την άλλη χρονιά στη μεγαλύτερη τάξη παρακολουθούσα το άχαρο μάθημα μιας άσκημης γεροντοκόρης, που το μαραμένο της μούτρο ήταν γιομάτο κακόχρωμα σπυριά, εκδήλωση μιας αργοπορημένης και ανικανοποίητης νιότης. Το όνειρο έσβησε από τα μάτια μου και σιγά σιγά και από την καρδιά μου.
         Η κυρία Νίτσα παντρεύτηκε το λοχαγό. Ήμουν παρών στους γάμους της. Καμιά ζήλια δεν τάραξε την ψυχή μου. Τα δέκα χρόνια που μας χωρίζουν δεν αποτελούν πια ανυπέρβλητο διανοητικό και κοινωνικό εμπόδιο. Ο κοσμοπολιτισμός μάς έχει φέρει σε ίση μοίρα. Είναι ακόμα ωραία, μολονότι έχει χάσει το θέλγητρο της μισοσκότεινης τάξης. Είναι μια γυναίκα, και όχι οπτασία. Ο άντρας της είναι πια συνταγματάρχης που έχει λάβει μέρος σε τρία κινήματα. Ζει ευτυχισμένη, και έχει μια κόρη που της μοιάζει πολύ. Δε μας χωρίζουν παρά δέκα χρόνια, μα αυτή τη φορά εγώ είμαι ο μεγαλύτερος. Το μυαλό σας ίσως πάει μακριά. Αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ήθελα μόνο να σας πω για την πρώτη μου αγάπη...
         Περιττό να προσθέσω ότι δεν την αγαπώ πια.

Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας