Οι μέλισσες για χάρη του
ετρύγησαν τη γύρη!
Νά' χει τη γλύκα του μελιού
να μην αναστενάζει.
Κι η γη που τον εγέννησε
μόνο καρπούς να βγάζει.
και το Χριστός Ανέστη!
Με πασχαλιές ολάνθιστες
τα όνειρα να θρέφει.
(Μαρία Λαμπράκη)
Μια λέξη και όλα σώζονται. Μια λέξη και όλα χάνονται. (André Breton)
“Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ολότελα ο εαυτός του, ωστόσο ο καθένας αγωνίζεται να το πετύχει, και ο κουτός και ο ευφυής, όσο καλύτερα μπορεί.
Όλοι μας ως το τέλος της ζωής μας κουβαλάμε τα υπολείμματα της γέννησής μας, τις μεμβράνες και το κέλυφος ενός αρχέγονου κόσμου.
Πολλοί δεν καταφέρνουν να γίνουν ποτέ άνθρωποι.
Παραμένουν βάτραχοι, σαύρες, μυρμήγκια. Πολλοί είναι άνθρωποι από τη μέση και πάνω και ψάρια από τη μέση και κάτω.
Ο καθένας, ωστόσο, αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια της φύσης να δημιουργήσει μια ανθρώπινη ύπαρξη.
Οι ρίζες μας είναι κοινές.
Όλοι προερχόμαστε από την ίδια μήτρα.
Το κάθε άτομο ξεπετιέται από την ίδια άβυσσο, αγωνίζεται να πετύχει τον σκοπό του. Καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο, μα κάθε άνθρωπος μπορεί να εξηγήσει μόνο τον εαυτό του.”
Έρμαν Έσσε, Ντέμιαν, απόσπασμα
Ω! δες, αιωρούνται πάλι
σαν μελωδίες απαλές
όμορφων ξεχασμένων τραγουδιών
στον καταγάλανο ουρανό!
Καμιά καρδιά να τα νοιώσει δεν μπορεί,
που σε μακρινό ταξίδι
όλου του πόνου κι όλης της χαράς τη γνώση
αυτού που ταξιδεύει δεν θα δει.
Εγώ αγαπώ τα λευκά, τα αιθέρια
σαν τον ήλιο, τη θάλασσα και τον αέρα,
γιατί των ανέστιων
είναι άγγελοι κι αδέρφια.
Νοέμβριος 1902
Μετάφραση: Σμαρώ Τάση
Μάιος 1907
Όσο την ευτυχία κυνηγάς,
Δεν είσαι ώριμος να ευτυχήσεις.
Κι ας έχεις όσα αγαπάς.
Όσο για όσα έχασες παραπονιέσαι
Και στόχους έχεις και δεν βρίσκεις γαλήνη,
Ακόμη δεν ξέρεις τι είναι ειρήνη.
Μόνο όταν κάθε επιθυμία απαρνηθείς,
Μήτε σκοπό μήτε και επιθυμία γνωρίζεις,
Την ευτυχία δεν θα την ονοματίζεις.
Τότε δεν φτάνει των γεγονότων
η ροή στην καρδιά σου,
κι η ψυχή σου ηρεμεί.
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ
Μετάφραση ΣΜΑΡΩ ΤΑΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ
Hesse's writing desk, pictured at the Museum Gaienhofen
Οι βασικές επιρροές στο έργο του Έσσε είναι, όπως ο ίδιος λέει: «Το χριστιανικό και απόλυτα αντεθνικιστικό πνεύμα των γονιών μου, η μελέτη των μεγάλων Κινέζων δασκάλων και η φυσιογνωμία του ιστορικού Γιάκομπ Μπούρκχαρντ».
Ο χρόνος δεν κατάφερε να μειώσει την αξία του έργου του Έσσε, που βασικό του θέμα είναι η ολόψυχη και εναγώνια προσπάθεια του ατόμου να χτίσει έναν ακέριο και αρμονικό εαυτό.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, διαμαρτυρόμενος ενάντια στο μιλιταριστικό καθεστώς, εγκατέλειψε τη Γερμανία κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελβετία, όπου και πέθανε το 1962. Πήρε το Βραβείο Γκαίτε το 1946 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1947.
Το
μάθημα της κυρίας Νίτσας ήταν ιεροτελεστία. Η αδυναμία του εύθραυστου
αυτού αναιμικού κοριτσιού, είχε απάνω μας μιαν επιβολή μεγαλύτερη από
μιαν πελώρια ευνοϊκή δύναμη. Να μια περίεργη απόδειξη των δύο ακροτήτων.
Η απαλή και γλυκιά φωνή της, μιλούσε μέσα στις άγουρες ψυχές μας. Το
μάθημα το ρουφούσαμε σαν μέλι από το στόμα της.
Όταν συλλογιέμαι
τις παλιές αυτές ώρες, προσπαθώντας να ξεδιαλύνω λίγο από το μυστήριο
της παιδικής ψυχής μου, βγάζω το συμπέρασμα ότι μάλλον υποβολή, παρά
επιβολή, χαρακτήριζε αυτήν τη γυναίκα. Το κέρινο ωραίο πρόσωπό της, που
το κόβουν κόκκινα χείλια, σκοτωμένα βλέφαρα με πελώρια μαύρα τσίνορα,
πάνω από μενεξεδένια καθαρά μάτια, ήταν ένα μείγμα αθώου κοριτσιού, και femme fatale.* Μέσα στο μισοσκόταδο ενός συννεφιασμένου πρωινού, είχε μια πελώρια χάρη, και μια άδολη,* άθελη γοητεία.
Βέβαια, εκείνο
τον καιρό δεν ήμουν σε θέση να κάνω τέτοιες κρίσεις. Μόνο εικόνες
σώζονται μέσα μου, εικόνες που ξαναζωντανεύουν κάτω από την πίεση της
νοσταλγίας. Και είτε τότε τις έζησα, είτε τώρα τις ζω, είναι το ίδιο.
Τα άμαθα χέρια
μας γλιστρούσαν αδέξια στο ριγωμένο χαρτί. Η καρδιά μας χτυπούσε μήπως
δεν κάνουμε τα γράμματα καλά. Τόσα κεφαλάκια, σκυμμένα με άφατη προσοχή,
τραβούσαν γραμμές στο ανοιχτό μπλε τετράδιο. Ένας ελαφρός μονάχα κρότος
τριβής ακουγόταν στο άσπρο δωμάτιο. Η κυρία Νίτσα πάνω στην έδρα
φάνταζε πιο άσπρη παρά ποτέ κάτω από τον όγκο των καστανών μαλλιών της.
Η αγωνία φώλιαζε
μέσα στο στήθος μου. Τα γράμματα, παρ' όλη τη χτηνωδώς παιδική επιμονή
μου, αραδιαζόντανε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί. Η απελπισία μου
έφτανε στο κατακόρυφο. Σήκωνα τα μάτια μου γιομάτα τρόμο και ικεσία προς
την έδρα. Τι συλλογιζότανε; Πού ταξίδευαν τα διαφανή μενεξεδένια μάτια
κάτω από τα μαυρισμένα βλέφαρα; Γιατί αναστενάζει; Μήπως είναι άρρωστη;
Γιατί δε μας κοιτάει; Μας ξέχασε;
Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Το κορίτσι με το καπέλο |
Μ. Καραγάτσης, Ανέκδοτα νεανικά κείμενα,
Βιβλιοπωλείον της Εστίας