Σελίδες

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

Rainer Maria Rilke- “Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή” του Ρίλκε“


[…] l’amour est pour l’individu une éminente occasion de mûrir,
de devenir quelque chose en soi-même, de faire de soi un monde,
un monde en soi pour le profit d’un autre,
c’est une grande et immodeste exigence qu’on adresse à un autre,
qui l’élit entre tous et l’ouvre à de vastes desseins.

Rainer-Maria Rilke, in Lettre à un jeune poète

Δέκα γράμματα που ο Ράινερ-Μαρία Ρίλκε είχε στείλει από το 1903 ώς το 1908 σ έναν άγνωστό του νέο, τον Franz Xaver Kappus, μαθητή της Στρατιωτικής Σχολής κι αργότερα ανθυπολοχαγό του αυτοκρατορικού στρατού της Αυστροουγγαρίας, ο οποίος σύντομα αποσύρθηκε από τον στρατό και αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο “Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή” του Ρίλκε:

“Κι αληθινά, η καλλιτεχνική δημιουργικότητα βρίσκεται τόσο απίστευτα κοντά με τη σεξουαλική ζωή, με τούς πόνους και τις ηδονές της, που κατά βάθος είναι δυο διαφορετικές μορφές της ίδιας ανάγκης, του ίδιου πόθου, της ίδιας απόλαυσης. Κι αν, αντις “οργασμός”, μπορούσαμε να πούμε “φύλο” – στην ψηλή, την αγνή, την πλατιά της λέξης έννοια, λευτερωμένη απ’ τις υποψίες και τις πλάνες της Εκκλησίας, τότε ή τέχνη του Dehmel θα ‘ταν γιγάντια κι απέραντα βαθυσήμαντη. (…) Κι όταν ή δύναμη αυτή, διαπερνώντας ορμητικά το Είναι του, ανταμώνει το σεξουαλικό στοιχείο, τότε δε βρίσκει τον Dehmel τόσο αγνό όσο θα ‘πρεπε. Ο ερωτικός του κόσμος δεν είναι ολότελα ώριμος κι αγνός, δεν είναι αρκετά ανθρώπινος: δεν είναι παρά το ένστιχτο του αρσενικού, οργασμός, παραζάλη κι ανησυχία, φορτωμένα με τις προλήψεις και την επιτήδευση, πού μ’ αυτές, αιώνες τώρα, παραμορφώνει ο άντρας τον Έρωτα.

Γιατί ο Dehmel νιώθει τον έρωτα σαν άντρας μονάχα όχι σαν άνθρωπος, και γι’ αυτό υπάρχει στη σεξουαλική του αίσθηση κάτι στενό, σαν άγριο, γεμάτο μίσος, διαβατικό και πρόσκαιρο, μη αιώνιο, πού μικραίνει την τέχνη του και την κάνει διφορούμενη κι αβέβαιη. Δεν της λείπουν οι λεκέδες: έχει τη σφραγίδα της Εποχής και του Πάθους. Λίγα απ’ αυτήν θα ζήσουν. Μήπως, όμως, δε γίνεται το ίδιο και μ’ όλη σχεδόν την Τέχνη; Κι ωστόσο μπορείς βαθιά να χαρείς ο,τι μεγάλο κλείνει εντός της – μόνο μην αφήσεις να χαθείς μέσα κει, και μην προσηλυτιστείς στον κόσμο αυτόν του Dehmel, πού ‘ναι τόσο γεμάτος από απέραντη αγωνία, από μοιχεία και ταραχή.”

“Ίσως τα πάντα να τα κυβερνάει μια γιγάντια Μητρότητα, ένας κοινός πόθος. Η ομορφιά της παρθενικής κοπέλας – της ύπαρξης αυτής που (όπως πολύ όμορφα το λέτε) δεν έδωσε ακόμα τίποτα – δεν είναι παρά το προαίσθημα κι η προετοιμασία, ο τρόμος κι ο πόθος της μελλούμενης μητρότητας. Κι η ομορφιά της γυναίκας, σαν είναι μητέρα, δεν είναι παρά η “στρατευόμενη» μητρότητα” και σαν φτάσει στα γεράματα, ομορφιά της είναι η μεγάλη θύμηση, που ζει μέσα της. Ακόμα και στον άντρα υπάρχει, νομίζω, η μητρότητα, σωματική και πνευματική: η καρποφορία του είναι ένα είδος γεννοβόλημα: και γεννοβολάει, πραγματικά, ο άντρας, όταν δημιουργεί μέσ’ απ’ το πιο ολοκληρωμένο Είναι του. Μπορεί τα φύλα να συγγενεύουν περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε κι η μεγάλη Ανανέωση του κόσμου μπορεί να’ ναι τούτη δω: ο άντρας κι η γυναίκα, λυτρωμένοι απ’ όλες τις πλάνες κι απ’ όλες τις δυσαρέσκειες, θ’ αποζητάν ο ένας τον άλλον, όχι πια σαν αντίπαλοι, μα σαν αδέρφια, σα συνοδοιπόροι και θα συσμίγουν σαν άνθρωποι για να σηκώσουν μαζί στους ώμους τους, απλά, σοβαρά και καρτερικά, το βαρύ φορτίο της σάρκας, που τους έταξεν η μοίρα.”

“Αυτή η “ανθρωπιά” της γυναίκας, ωριμασμένη μέσα στον πόνο και την καταφρόνια, θα βγει στο φως της μέρας, όταν η γυναίκα λυτρωθεί απ’ τις κοινωνικές συμβατικότητες, όπου την καταδικάζει η αποκλειστικά θηλυκή υπόστασή της. (…) δεν αργεί η μέρα που η Νέα Κοπέλα θα υπάρξει η Γυναίκα θα υπάρξει που οι λέξεις “νέα κοπέλα” και “γυναίκα” δεν θα σημαίνουν πια μονάχα το αντίθετο του αρσενικού, μα κάτι ξεχωριστό, πού θα ‘χει δική του αξία κι υπόσταση, κάτι πού δε θα ναι απλό συμπλήρωμα άλλου, μα ολοκληρωμένη μορφή της ζωής και της ύπαρξης: ή γυναίκα γνήσιος άνθρωπος.
Αυτή η πρόοδος (ενάντια στη θέληση του άντρα, που θα μείνει, στην αρχή, πίσω) θα μεταμορφώσει ριζικά την ερωτική ζωή, πλημμυρισμένη από τόσες πλάνες σήμερα: ο έρωτας δε θα ‘ναι πια σχέση άντρα με γυναίκα, αλλά Ανθρώπου με Άνθρωπο, θα στέκει πιο κοντά στην ανθρώπινη φύση (γεμάτος άπειρη απαλότητα και σεβασμό, καλός και καθάριος σε όλα κείνα πού σμίγει και χωρίζει), θα ‘ναι ο έρωτας που προετοιμάζουμε μ’ αγωνία και μόχθο: δυο Μοναχικοί Άνθρωποι, πού θα προστατεύουν, θα συμπληρώνουν, θα περιορίζουν και θα σέβονται ο ένας τον άλλον.”

“Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό να ‘ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μας έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο πού όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι —πού είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι — δεν ξέρουν ακόμα ν’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμμαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, πού οι χτύποι της ψηλώνουν ολοένα, πρέπει να μάθουν να αγαπούν.
Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου “εγκλεισμού”. Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δε θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον “Άλλον” (τι θα ήταν, άλλωστε, ή ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;), είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν’ αποκτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου είναι μια υψηλή, άκρατητη αξίωση, πού σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ απέραντα πλάτη.

Μόνο έτσι θα ‘πρεπε να μεταχειρίζονται οι νέοι τον ερωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο «ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα». Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα.) Ή Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.”

“Στο δρόμο του Έρωτα (όπως και στο δρόμο του Θανάτου, πού είναι δύσκολος κι αυτός) δε θα βρεις – άμα τον αντικρύζεις σοβαρά – κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δυο τούτα καθήκοντα που κρατάμε κρυμμένα μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κανόνες. Όσο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσότερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει απ’ τη ζωή μας σ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές, κι εμείς, στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους.

Αν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία – αντις να χανόμαστε σ’ όλα κείνα τα εύκολα και κούφια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βαθύτατη σοβαρότητα της ζωής – ίσως τότε, κείνοι που θα ‘ρθουν καιρό έπειτ’ από μας, να νιώσουν μια κάποια πρόοδο κι ένα ξαλάφρωμα και θα ‘ταν σημαντικό τούτο.”

Rainer Maria Rilke en Allemagne (1913).  (ULLSTEIN BILD DTL. / ULLSTEIN BILD)
Rainer Maria Rilke et Clara Westhoff-Rilke. 1906.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Βύρων Λεοντάρης- Ποιήματα

ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ, «Μέσα στο ποίημα σε χάνω…»

Μέσα στο ποίημα σε χάνω Έξω από μένα
άλλη ομορφιά σε παίρνει, αγαπημένη
Τί θα γίνω και τί με περιμένει
σε άδειες αισθήσεις και χωρίς εσένα

που είσαι για μένα ό,τι είμαι και που τώρα
δεν είσαι μυστικό και πια δεν είμαι ό,τι είμαι
Τί να μου κάνουν νοσταλγίες και μνήμες
Το απτό με αρνιέται αυτή την άχρονη ώρα

το απτό που ήταν η τρέλλα μου και το άγχος
α, όλα αυτά που γίναν τώρα στίχοι . . .
Τί άδοξα που έχασα το στοίχη-
μα ανάμεσα στο «υπάρχω – δεν υπάρχω»

Να χάνω όσα είχα το άντεχα· μα εσύ ήσουν
και όσα ποτέ δε γίναν και δεν είχα
Αυτά, πώς να τα χάσω αυτά που ματαιωθήκαν ;
Σε άλλη ομορφιά θ’ αγιάζουνε μαζί σου

λόγια που αρνήθηκαν να ειπωθούνε
αγγίγματα που πήραν πίσω το αίνιγμά τους
σημάδια του έρωτα και του θανάτου
γραφές που γράφτηκαν για να σβηστούνε

Μέσα στο ποίημα σε χάνω και δεν ξέρω
εσύ μου φεύγεις ή εγώ σου φεύγω ;
Πώς σκοτεινιάζω απ’ το δικό σου φέγγος . . .
Και δε με θέλω πια και δε με ξέρω

Σε άλλη ομορφιά φριχτή και δίχως έλεος
θα ’σαι για πάντα, έξω από μένα, ωραία ωραία
τόσο άδικα τόσο άσπλαχνα ωραία . . .
Και δε με ξέρω πια και δε με θέλω
Έμπλεος από σένα (Βύρων Λεοντάρης)

Έμπλεος από σένα
πώς κι από πού να σε φωνάξω;
Χύνεται μέσα μου η φωνή μου
και δε μ’ ακούς και δε μ’ ακούω
και σε ζητώ και δε σε βρίσκω
γιατί είσαι όπου είμαι
κι είμαι όπου είσαι
και κανείς δεν είναι όπου είναι.

Βύρων Λεοντάρης, Απροσδιόριστοι στον κόσμο.
Ένα κυμάτισμα είμαστε ένα τρέμισμα
– έρωτα το είπαν
ποίηση το είπαν…

Ας ήταν να βρεθούμε
έξω από μένα
έξω από σένα
γιατί περνάει η ώρα και βραδιάζω.

Στα δυτικά μου πάντα ήθελα να ‘σουν
να μου γνέφεις
από τα βαθιά των ημερών.

Βύρων Λεοντάρης, Νυχτερινά (V)
Νυχτερινά

V
Πονώ γιατί πέρασε μέσ’ απ’ την καρδιά μου
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να ’ναι.
Από τη συλλογή Η ομίχλη του μεσημεριού (1959) του Βύρωνα Λεοντάρη

Βύρων Λεοντάρης, Μονάχα αντίο


Μη λες: «Αντίο, μας χωρίζει ένα χάος»,
γιατί εγώ δε βλέπω κανένα χάος.
Όμορφη η νύχτα, με πουλιά, με ολάνθιστους θορύβους,
όμορφη η νύχτα και σπιθίζουν τ’ άστρα και γελούν
μακριά οι χαρούμενες επιγραφές της ευτυχίας…

Μη λες: «αντίο, μας χωρίζει το άπειρο»,
γιατί μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν,
γιατί δεν είναι καθόλου το «άπειρο» που μας χωρίζει,
μα είναι το ανήλεο σφυροκόπημα της δυστυχίας, που θρυμματίζει καρδιές,
ξηλώνει σιδεροδεσιές και συνειδήσεις,
ξεριζώνει τα δέντρα,
κόβει τις άγκυρες και ρίχνει τα καράβια στη στεριά,
ισοπεδώνει τις κραυγές της άνοιξης, τους ουρανούς, τα όνειρα και τ’ αρώματα,
είναι τα δαγκωμένα χέρια μου,
το πρόσωπό μου, που το ανάσκαψαν τα σκάγια της κακίας,
είναι τα πληγωμένα χελιδόνια των ματιών μου
– κι οι αποδημητικές επιθυμίες του σώματός σου…
Ποιος σκέφτηκε ποτέ να τις σκλαβώσει;

Γι’ αυτό, μη λες: «αντίο, μας χωρίζει μια άβυσσος».
Κοίταξε τι απλός, τι καθαρός, που είναι τούτος ο δρομάκος με τις νεραντζιές και πες μονάχα «αντίο».

Από τη συλλογή Ορθοστασία (1957) του Βύρωνα Λεοντάρη
Απο τις ρίζες, Βύρων Λεοντάρης

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
πονώ απ’ αγάπη,
αγκάθια μες στο ζαλισμένο αίμα μου κυλούν,
μια φλόγα μου τρυπάει τον ουρανίσκο,
ο άνεμός μου σπρώχνει απάνω το πιγούνι,
ο άνεμός μου αναποδογυρίζει τα μάτια,
είμαι ένα απελπισμένο κύμα μες στη μέση του πελάγους,
που υψώνεται, λάμπει και πέφτει
ως τρέχω μες στη νύχτα και φωνάζω.

Από κραυγή μουδιάσανε τα δόντια μου – Μα εσύ,
αμίλητη περνάς μακριά, στις όχθες τ’ ουρανού,
μέσα σε πέπλα λουλουδιών που πέφτουν απ’ τα δέντρα,
έτσι όπως επέρασες μέσα μου
με τα γλυκά σου πόδια αναστατώνοντας τα ρυάκια των φλεβών μου…

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
πονώ απ’ αγάπη.
Τί τρέλα, αλήθεια, τώρα πια να σε φωνάζω!…
Μα θα φωνάζω ωσότου να σκιστούν τα σπλάχνα μου
κι ωσότου να ραγίσουνε τα κόκαλά μου,
μα θα φωνάζω ωσότου από κραυγή ν’ ασπρίσει η νύχτα,
να φέξει ο δρόμος –για να μη σκοντάψεις–
να φέξει ο δρόμος, που σε παίρνει μακριά μου,
ο δρόμος που σε αντλεί από την καρδιά μου.


Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ-ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ(1872-1958)


Σε κάθε χτύπημα που τούδινε ο άνεμος σα να ζητούσε να το γκρεμίσει, το παλιόσπιτο έτρεμε, όπως κι εμείς μαζεμένοι εκεί μέσα.
Είχαμε φράξει, όσο μπορούσαμε, τις διάφορες τρύπες. Στα σπασμένα τζάμια του παραθύρου είχε κολλήσει ο Παδούλης χοντρό χαρτί μπλε, αλλ΄ απ΄ τις σχισμάδες της μισοσπασμένης πόρτας ενιώθαμε την παγωμένη πνοή του θηρόυ που μούγκριζε έξω, να μας έρχεται. μα ήταν αδύνατο να ζεσταθεί κείνη η κάμαρα!... Κάμαρα!... Ένα είδος σταύλου μακρόστενου, με χώμα κάτω, αντί για σανίδια, ένα χώμα μαύρο, μαύρο και σχεδόν πάντα υγρό. 
Ένα παράθυρο είχε, και αυτό στην αυλή έβλεπε, στην αυλήν τη γεμάτη από σωρούς πετρών τετράγωνων, μαυρισμένων και από ξύλα παλιά. Προς το δρόμο υπήρχε και άλλο δωμάτιο, λίγο καλύτερο απ΄ αυτό· αλλ΄ ο κύριος του σπιτιού έβαζε παλιοσίδερα και διάφορα άλλα παλιοπράγματα.
Κανείς δεν είχε όρεξη για ομιλίες. Μέναμε σιωπηλοί σε κείνο το παγωμένο δωμάτιο που σα νάταν η φωλιά του βοριά και να του την είχαμε ΄μείς πάρει, ακουγόταν αυτός απ΄ έξω να χτυπά, να φωνάζει, να ουρλιάζει άγριος, σα να ζητούσε να μπει μέσα να μας διώξει.
Ο Παδούλης καθότανε κάτω, πάνω σ΄ ένα ρούχο, και κοντά στη φωτιά που είχαμε ανάψει από ξύλα του σπιτονοικοκύρη μας, απ΄ εκείνα, που είχε στην αυλή, και κοίταζε τη φλόγα σκεπτικός.
Απάνω-κάτω ήξερα τι σκεπτόταν. Τον είχα ακούσει να λέει πρωτύτερα:
Χριστούγεννα και να μη φάμε κέας.
Ήτανε ψευδός. Ποτέ η γλώσσα του δεν κατόρθωσε να συλλάβει το ρ.
Ο Λάμπας, πιο πέρα και πάνω σ΄ ένα χοντρόξυλο, με τα χέρια σταυρωμένα και καμπουριασμένος.
Ήτανε ψάλτης στην πατρίδα μας και άνθρωπος που ποτέ δεν έκανε κακή καρδιά. Αλλ΄ απ΄ την ημέρα, που οι Τούρκοι κλείσανε την Εκκλησιά και μας διώξανε, πάει η καλή καρδιά του Λάμπα. Εγώ τριγύριζα, περπατούσα πάνω-κάτω, τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Αναμνήσεις κάποτε, σαν τα διωγμένα, τα κομματιασμένα σύννεφα, που τρέχανε έξω, περνούσαν απ΄ το νου μου...
Ξαφνικά κάτι άκουσα έξω και κοίταξα απ΄ τα γυαλιά του παραθύρου, έξω στην αυλή.
Νόμισα πως έβλεπα όνειρο!... Κοντά στο βρωμοπήγαδο δύο κιτρινωπές όρνιθες!
– Παδούλη!... φωνάζω με πνιγμένη φωνή.
– Τι τέχει; ρώτησε αυτός με την ψευδή μιλιά του.
– Έλα δω, μωρέ!... Έλα γρήγορα. Δώρο μάς στέλνει ο Χριστός, δώρο!... Δύο όρνιθες!... Να!...
– Έλα!...
Ο Παδούλης πλησίασε γρήγορα στο παράθυρο, ενώ ο Λάμπας, χωρίς να πολυκινηθεί, με ορθωμένο μόνο το κορμί του μας κοίταζε.
– Τη ίγα!... έκανε ο ψευδός και κινήθηκε τυφλά δω και κει.
Ζητούσε μια σιδερένια μεγάλη ρίγα.
– Νά τοι, νά τοι!... Ωραία πάτε!... Απ΄ τ΄ αυγό στην κότα!... Κατά το παραμύθι!... Μπράβο σας!... Έτσι!... Χτες κλέψατε τα τρία αυγά της γειτόνισσας και τώρα θα της κλέψετε τις κότες!...
Άρχισε να μας μαλώνει ο Λάμπας.
– Πάψε, βρε!...
– Αυτός, Γιώργο, να το ξέρεις, ο ψευδούλιακας, θα σε παρασύρει!...
– Λέγε, λέγε!...
Ο Παδούλης είχε βρει τη ρίγα και προχωρούσε προς την πόρτα. Ο Λάμπας όμως πετάχτηκε και θέλησε να του κλείσει το δρόμο.
– Όχι!...
– Βρε κάτσε απ΄ εκεί!..., του είπα, πήγαινε, κοιμήσου!...
– Στάσου βε!... του έκανε ο Παδούλης.
Ο Λάμπας τραβήχτηκε :
– Κάντε ό,τι θέλετε!... Εγώ να, νίπτω τας χείρας μου!... Στη φυλακή!... Και κλεψιά μέρα χρονιάρα, Χριστούγεννα!...
– Λέε, λέε!... Ψάλτης δεν ήσουνα;...
– Μωρέ, θα πάψεις;... Ας το διάολο!
Ο Παδούλης άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Την έκλεισα. Τον ήξευρα ότι ήτανε τρομερός κυνηγός των ορνίθων. Χωρίς να βγάζουνε φωνή, πέφτανε αυτές στα χέρια του.
Έγινε σιωπή και ούτε μάλιστα ο άνεμος ακούστηκε να μουγκρίζει απ΄ έξω απ΄ το παλιόσπιτο.
Σε λίγο έσπρωξε την πόρτα και την άνοιξε. Μπήκε μέσα κρατώντας τις δύο κιτρινωπές όρνιθες.
– Νά τες!...
– Ωραία, ωραία!... Μπράβο σας!...
Μας έλεγε ο Λάμπας που είχε καθήσει στη θέση του.
– Μη φας, εσύ!...
– Χριστουγεννιάτικα!...
– Κόφ΄ τους το λαιμό, γιατί τις σταγκούλισα!...
Τους κόψαμε το λαιμό σ΄ ένα μέρος, που πλύναμε έπειτα, ύστερα σ΄ ένα τσουκάλι ρίξαμε νερό και το βάλαμε στη φωτιά.
Ο Λάμπας δε μιλούσε, μόνο μας κοίταζε.
Άμα ζεστάθηκε πολύ το νερό, τις ζεματίσαμε κι αρχίσαμε να τις μαδάμε. Και όταν έμειναν με μόνο το δέρμα, άσπρες, άσπρες, πήρε ο Παδούλης φτερά, πόδια, μάζεψε και τα φτερουλάκια, όλα, όλα, με προσοχή και τα πήγε έξω στην αυλή, όπου τα έθαψε σ΄ ένα λακκάκι, που άνοιξε, πατώντας έπειτα καλά το χώμα, που έριξε από πάνω.
Κοιτάξαμε και για τις σταγόνες το αίμα, που ήτανε δω και κει.
– Κλέφτες!... Σωστοί κλέφτες είσαστε!... μίλησε ο Λάμπας, που μας κοίταζε τι κάναμε.
– Δε θα φας; τον ρώτησα.
– Εγώ;... Ποτέ, ποτέ! να μαγαριστώ με κλεψιμέικο χρονιάρα μέρα!... Ποτέ!...
– Αν δεν ήτανε χρονιάρα μέρα;...
– Δεν ξέρω τι θάκανα!... Ούτε τότε!... Έφαγα απ΄ τ΄ αυγά;...
Ο αχρείος όμως ήξερε να μαγερεύει και του ζητήσαμε τη συμβουλή του.
Μας ειπε πώς να την κάνουμε, αφού πάλι που πήρε θάρρος μ΄ αυτό, μας έβρισε.
*
Η φωτιά ήτανε στις δόξες της. Το παλιοδωμάτιο μοσχοβολούσε.
Καθισμένοι κοντά ακούγαμε το τραγούδι το γλυκό-γλυκό του τσουκαλιού, που έλεγε, έλεγε, νανούριζε, μας υποσχότανε τόσα και τόσα καλά...
Ο Λάμπας καθότανε λίγο τραβηγμένος και στην ομιλία μας, τη γεμάτη ευχαρίστηση και ευθυμία, δεν ανακατευότανε. Ξαφνικά τον ακούσαμε να τραγουδά:
«Εκ της Περσίας έρχονται τρεις μάγοι...»
– Δυο όνιθες!... του είπε ο Παδούλης.
Αυτός, χωρίς να φανεί ότι πρόσεξε, ξακολούθησε:
«Άστρον λαμπρόν...»
Ο βοριάς, που φυσούσε έξω, είχε πέσει λίγο και δεν ακουγότανε να βογκά όπως πριν.
Και η φωτιά ήτανε στις δόξες της με πάνω της σα στέμμα το τσουκάλι, που σα να υμνούσε κι αυτό μαζί με το Λάμπα τη γέννηση του Χριστού έλεγε, έλεγε, έψελνε....-
Από τη συλλογή Είκοσι διηγήματα (1924), σ. 34-38.
ΠΗΓΗ
Ο Δημοσθένης Βουτυράς (1872 - 27 Μαρτίου 1958) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες διηγηματογράφους και πεζογράφους της ελληνικής λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου. Στα έργα του περιγράφει κυρίως τις περιπέτειες των φτωχών ανθρώπων, των περιθωριακών και των απόκληρων, που άλλωστε τον γοήτευαν. Αρκετοί κριτικοί τον έχουν χαρακτηρίσει ως Ο''Μαξίμ Γκόρκι της Ελλάδας''.Πολλοί σύγχρονοί του λογοτέχνες επηρεάστηκαν από το έργο του. 
Διαβάστε περισσότερα ΕΔΩ