Σελίδες

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Χριστούγεννα Στη Σπηλιά-Φώτης Κόντογλου


Τοιχογραφία Φ.Κόντογλου, παρεκκλήσιο Οικ.Πεσμαζόγλου Κηφισιά

 Χριστούγεννα παραμονές. Χριστούγεννα και χιονιάς πάντα πάνε μαζί. Μα εκείνη τη χρονιά οι καιροί ήτανε φουρτουνιασμένοι παρά φύση. Χιόνι δεν έρριχνε. Μοναχά που η ατμόσφαιρα ήτανε θυμωμένη και φυσούσανε σκληροί βοριάδες με χιονόνερο και μ’ αστραπές. Καμμιά βδομάδα ο καιρός καλωσύνεψε και φυσούσε μια τραμουντάνα που αρμενιζότανε. Μα την παραμονή τα κατσούφιασε. Την παραμονή από το πρωί ο ουρανός ήτανε μαύρος σαν μολύβι, κι έπιασε κι έρριχνε βελονιαστό χιονόνερο. Σε μια τοποθεσία που τη λέγανε Σκρόφα, βρισκότανε ένα μαντρί με γιδοπρόβατα, απάνω σε μια πλαγιά του βουνού που κοίταζε κατά το πέλαγο. Το μέρος αυτό ήτανε άγριο κι έρημο, γεμάτο αγριόπρινα, σκίνους και κουμαριές, που ήτανε κατακόκκινες από τα κούμαρα. το μαντρί ήτανε τριγυρισμένο με ξεροτρόχαλο (=ξερολιθιά).
     Οι τσομπάνηδες καθόντανε μέσα σε μια σπηλιά που βρισκότανε παραμέσα και πιο ψηλά από τη μάντρα και που κοίταζε κατά τη νοτιά. Μεγάλη σπηλιά, με τρία-τέσσερα χωρίσματα, κι αψηλή ως τρία μπόγια. Τα ζωντανά σταλιάζανε κάτω από τις χαμηλές σάγιες, που έσκυβες για να μπεις μέσα. Σωροί από κοπριά στεκόντανε εδώ κι εκεί, και βγάζανε μια σπιρτόζα μυρουδιά. Χάμω, το χώμα ήτανε σκουπισμένο και καθαρό, γιατί οι τσομπάνηδες ήτανε μερακλήδες, και βάζανε τα παιδιά και σκουπίζανε ταχτικά με κάτι σκούπες κανωμένες από αστοιβιές.
     Αρχιτσέλιγκας ήτανε ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, ένας άνθρωπος μισάγριος, γεννημένος ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Ήτανε μαύρος, μαλλιαρός, με γένεια μαύρα, κόρακας, σγουρά και σφιχτά σαν του κριαριού. Φορούσε σαλβάρια κοντά ως το γόνατο, σελάχι στη μέση του, ζουνάρι πλατύ, βαριά τζεσμέδια στα ποδάρια του. Το κεφάλι του το είχε τυλιγμένο μ’ ένα μεγάλο μαντίλι σαν σαρίκι, κι οι μαρχαμάδες, τα κρόσια) κρεμόντανε στο πρόσωπό του. Αρχαίος άνθρωπος!
     Είχε δυο παραγυιούς, τον Αλέξη και τον Δυσσέα, δυο παλληκαρόπουλα ως είκοσι χρονών. Είχε και τρία παιδιά, που τους βοηθούσανε στ’ άρμεγμα και κοιτάζανε το μαντρί να ’ναι καθαρό. Αυτές οι έξι ψυχές εζούσανε σε κείνο το μέρος, κρυφά από τον Θεό. Ανάρια βλέπανε άνθρωπο.
Η σπηλιά ήτανε καπνισμένη κι ο βράχος είχε μαυρίσει ως απάνω από την καπνιά που έβγαινε από το στόμα της σπηλιάς. Εκεί μέσα είχανε τα γιατάκια τους, σαν μεντέρια, στρωμένα με προβιές. Στους τοίχους της σπηλιάς είχανε μπήξει παλούκια μέσα στις σκισμάδες του βράχου, και κρεμόντανε καρδάρες, τυροβόλια, μαγιές, τουφέκια και μαχαίρια, λες κι ήτανε λημέρι των ληστών. Απ’ έξω φυλάγανε οι σκύλοι, όλοι άγριοι σαν λύκοι.
     Η ακροθαλασσιά βρισκότανε ως ένα τσιγάρο απόσταση από τη μάντρα. Ήτανε έρημη, κι άλλο δεν ακουγότανε εκεί πέρα παρά μοναχά ο αγκομαχητός του πελάγου, μέρα-νύχτα. Με τον βοριά απάγκιαζε, και καμμιά φορά πόδιζε κανένα καΐκι. Αλλιώς δεν έβλεπες βάρκα πουθενά. Από το μαντρί αγνάντευε κανένας το πέλαγο ανάμεσα στα δέντρα, και το μάτι ξεχώριζε καθαρά τα βουνά της Μυτιλήνης.

     Την παραμονή τα Χριστούγεννα, είπαμε πως ο καιρός χάλασε, κι άρχισε να πέφτει χιονόνερο. Οι τσομπάνηδες είχανε μαζευτεί στη σπηλιά κι ανάψανε μια μεγάλη φωτιά και κουβεντιάζανε. Τα παιδιά είχανε σφάξει δυο αρνιά και τα γδέρνανε. Ο Αλέξης έβαλε απάνω σ’ ένα ράφι μυτζήθρες και τυρί ανάλατο μέσα στα τυροβόλια, αγίζι και γιαούρτι. Ο Δυσσέας είχε μια παλιά Σύνοψη, κι επειδή γνώριζε λίγο από ψαλτικά κι ήξερε και πέντε γράμματα, διάβαζε τις Κυριακάδες κι όποτε ήτανε γιορτή κανένα τροπάρι και λιγοστά από τον Εξάψαλμο. Εκείνη την ώρα φυλλομετρούσε τη Σύνοψη, για να δει τι γράμματα ήτανε να πει.
     Θα 'τανε ώρα σπερινού. Κείνη την ώρα ακούσανε κάτι τουφεκιές. Καταλάβανε πως θα ’τανε τίποτα κυνηγοί. Το ένα παιδί, που είχε πάγει να φέρει ξύλα με τον γάιδαρο, είπε πως το πρωί είχε ακούσει τουφεκιές κατά την από μέσα θάλασσα, κατά την Άγια-Παρασκευή. Οι σκύλοι πιάσανε και γαβγίζανε όλοι μαζί και πεταχτήκανε όξω από τη μάντρα.
     Σε λίγο φανερωθήκανε από πάνω από τη σπηλιά δυο άνθρωποι με τουφέκια, και φωνάζανε τους τσομπάνηδες να μαζέψουνε τα σκυλιά, που χυμήξανε απάνω τους. Ο Σκούρης άφησε τους ανθρώπους κι άρπαξε ένα από τα ζαγάρια που ’χανε οι κυνηγοί και το ξετίναζε να το πνίξει. Ο κυνηγός έρριξε απάνου του και τα σκάγια τον πονέσανε και γύρισε πίσω, μαζί με τ’ άλλα μαντρόσκυλα, που πηγαίνανε πισώδρομα όσο κατεβαίνανε οι κυνηγοί. Τέλος πάντων, εβγήκε ο Μπαρμπάκος με τους άλλους και πιάσανε τον Σκούρη και τον δέσανε, διώξανε και τ’ άλλα σκυλιά.
 -"Ώρα καλή, βρε παιδιά!" φώναξε ο Παναγής ο Καρδαμίτσας, ζωσμένος με τα φυσεγκλίκια, με το ταγάρι γεμάτο πουλιά. Ο άλλος που ήτανε μαζί του ήτανε ο γυιός του, ο Δημητρός.
 -"Πολλά τα έτη!" αποκριθήκανε ο Μπαρμπάκος κι η συντροφιά του. "Καλώς ορίσατε!".

     Τους πήγανε στη σπηλιά.
 -"Μωρέ, τ’ είν’ εδώ; Παλάτι! Παλάτι με βασιλοπούλες!" είπε ο μπάρμπα-Παναγής, δείχνοντας τις μυτζήθρες που αχνίζανε.
Τους βάλανε να καθήσουνε, τους κάνανε καφέ. Οι κυνηγοί είχανε κονιάκι. Κεραστήκανε. "Βρε αδερφέ", έλεγε ο μπάρμπα-Παναγής, "ποιος να το ’λεγε, χρονιάρα μέρα, πως θα κάνουμε Χριστούγεννα στο σπήλαιο που εγεννήθη ο Χριστός! Εχτές περάσαμε στην Άγια-Παρασκευή, να κυνηγήσουμε λίγο. Ε, δικός μας είναι ο ηγούμενος, κοιμηθήκαμε στο μοναστήρι, και σήμερα την αυγή βγήκαμε στο κυνήγι. Βλέποντας πως φουρτούνιασε ο καιρός, είπαμε πως δε θα μπορέσουμε να περάσουμε το μπουγάζι με τη σαπιόβαρκα του μπάρμπα-Μανώλη του Βασιλέ. κι επειδή ξέραμε απ’ άλλη φορά το μαντρί, και με το κυνήγι πέσαμε σε τούτα τα σύνορα, είπαμε να ’ρθουμε στ’ αρχοντικό σας… Μωρέ, τι σκύλο έχετε; Αυτό είναι θηρίο, ασλάνι και καπλάνι! Μπρε, μπρε, μπρε! Το ζαγάρι το πετσόκοψε! Για κοίταξε τι χάλια το ’κανε!". Και γύρισε σε μια γωνιά της σπηλιάς, που κλαμούριζε το σκυλί κι έτρεμε σαν θερμιασμένο. "Έλα δω, Φλοξ! Φλοξ!". Μα η Φλοξ από την τρομάρα της τρύπωνε πιο βαθιά.
     Άμα ήπιανε δυο-τρία κονιάκια, ο μπάρμπα-Παναγής άρχισε να μασά τα μουστάκια του και στο τέλος έπιασε να τραγουδά:

Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας...

Ύστερα ο Δυσσέας έψαλε το "Χριστός γεννάται, δοξάσατε"...
     Εκείνη την ώρα ακούσανε πάλι τα σκυλιά να γαβγίζουνε. Στείλανε τα παιδιά να δούνε τι είναι. Ο αγέρας είχε μπουρινιάσει κι έρριχνε παγωμένο νερό. Κρύο τάντανο! Σε λίγο πάψανε τα σκυλιά και γυρίσανε πίσω τα παιδιά. Από πίσω τους μπήκανε στη σπηλιά τρεις άντρες, που φαινόντανε πως ήτανε θαλασσινοί, και δυο καλόγεροι, βρεμένοι όλοι και ξυλιασμένοι απ’ το κρύο. Τους καλωσορίσανε, τους βάλανε και καθήσανε. Μόλις πήγε κοντά στη φωτιά ο πρώτος, ο καπετάνιος, τον γνώρισε ο Μπαρμπάκος κι έβγαλε μια χαρούμενη φωνή. Ήτανε ο καπετάν-Κωσταντής ο Μπιλικτσής, που ταξίδευε στην Πόλη. Είχε περάσει κι άλλη φορά από τη Σκρόφα, κι είχανε δέσει φιλία με τον Μπαρμπάκο, που δεν ήξερε τι περιποίηση να τους κάνει. Οι άλλοι δυο ήτανε γεμιτζήδες κι αυτοί, άνθρωποι του καϊκιού του.
     Ο ένας από τους καλόγερους, ένας σωματώδης με μαύρα γένεια, ομορφάνθρωπος, ήτανε ο πάτερ-Σιλβέστρος Κουκουτός, καλογερόπαπας. Ο άλλος ήτανε λιγνός, με λίγες ανάριες τρίχες στο πηγούνι, σαν τον Άγιο Γιάννη τον Καλυβίτη. Τον λέγανε Αρσένιο Σγουρή. Ο καπετάν-Κωσταντής ερχότανε από την Πόλη και πήρε στο καΐκι τον πάτερ-Σιλβέστρο, που είχε πάγει στην Πόλη από τ’ Άγιον Όρος για ελέη, κι ήθελε να κάνει Χριστούγεννα στην πατρίδα του. Ο πάτερ-Αρσένιος είχε ταξιδέψει μαζί του από τη Μονή του Παντοκράτορος στο Όρος, κι ήτανε από τη Θεσσαλία. Ταξιδέψανε καλά. Μα σαν καβατζάρανε τον Κάβο-Μπαμπά, ο αγέρας μπουρίνιασε, κι όλη τη μέρα αρμενίζανε με μουδαρισμένα πανιά και με τον στάντζο, ως που φτάξανε κατά το βράδυ απ’ έξω από το Ταλιάνι. Ο καιρός σκύλιαξε κι ο καπετάνιος δεν μπόρεσε να ’μπει στο μπουγάζι, να κάνουνε Χριστούγεννα στην πατρίδα.
     Αποφάσισε λοιπόν να ποδίσει, και πήγε και φουντάρισε στ’ απάγκειο, πίσω από έναν μικρόν κάβο, από κάτω από το μαντρί. κι επειδή θυμήθηκε τον φίλο του τον Μπαρμπάκο, πήρε τους γέροντες και τους δυο άλλους νοματέους και τραβήξανε για το αγίλι (=μαντρί). Στο τσερνίκι είχανε αφήσει τον μπαρμπ’-Απόστολο με τον μούτσο. Σαν είδανε πως στη σπηλιά βρισκότανε κι ο κυρ-Παναγής με τον κυρ-Δημητρό, γίνηκε μεγάλη χαρά και φασαρία.
 -"Μωρέ να δεις", έλεγε ο κυρ-Παναγής, "τώρα ψέλναμε το τροπάρι, κι απάνω που λέγαμε “εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο…”, φτάξατε κι εσείς οι μάγοι με τα δώρα! Γιατί βλέπω μια νταμιζάνα κρασί, βλέπω λακέρδα, βλέπω χαβιάρια, βλέπω παξιμάδια, μπακλαβάδες, “σμύρναν, χρυσόν και λίβανον”! Χα! Χα! Χα!" -γελούσε δυνατά ο κυρ-Παναγής, μισομεθυσμένος και ψευδίζοντας, και χάιδευε την κοιλιά του, γιατί ήτανε καλοφαγάς.
     Στο μεταξύ ο πάτερ-Αρσένιος ο Σγουρής ζωντάνεψε ο καϊμένος, κι είπε σιγανά χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του:
 -"Δόξα σοι ο Θεός, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, που μας ελύτρωσες εκ του κλύδωνος!" κι έκανε τον σταυρό του.
Ο πάτερ-Σιλβέστρος είπε να σηκωθούνε όρθιοι, κι είπε λίγες ευχές, το "Χριστός γεννάται", κι ύστερα με τη βροντερή φωνή του έψαλε: "Μεγάλυνον, ψυχή μου, την τιμιωτέραν και ενδοξοτέραν των άνω στρατευμάτων. Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Ουρανόν το σπήλαιον, θρόνον χερουβικόν την Παρθένον, την φάτνην χωρίον, εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν".
     Ύστερα καθήσανε στο τραπέζι. Τέτοιο τραπέζι βλογημένο και χαρούμενο δεν έγινε σε κανένα παλάτι. Τρώγανε και ψέλνανε. Και του πουλιού το γάλα είχε απάνω, από τα μοσκοβολημένα τ’ αρνιά, τα τυριά, τα μανούρια, τις μυτζήθρες, τις μπεκάτσες και τ’ άλλα πουλιά του κυνηγιού, ως τη λακέρδα και τ’ άλλα τα πολίτικα που φέρανε οι θαλασσινοί, καθώς και κρασί μπρούσικο.
     Όξω φυσομανούσε ο χιονιάς και βογγούσανε τα δέντρα κι η θάλασσα από μακριά. Ανάμεσα στα βουίσματα ακουγόντανε και τα κουδούνια από τα ζωντανά που αναχαράζανε. Μέσα από τη σπηλιά έβγαινε η κόκκινη αντιφεγγιά της φωτιάς μαζί με τις ψαλμωδίες και με τις χαρούμενες φωνές. Κι ο κυρ-Παναγής έκλεβε κάπου-κάπου λίγον ύπνο, ρουχάλιζε λιγάκι κι ύστερα ξυπνούσε κι έψελνε μαζί με τη συνοδεία.
     Αληθινά, από τη Γέννηση του Χριστού δεν έλειπε τίποτα. Όλα υπήρχανε: το σπήλαιο, οι ποιμένες, οι μάγοι με τα δώρα, κι ο ίδιος ο Χριστός ήτανε παρών με τους δύο μαθητές του, που ευλογούσανε "την βρώσιν και την πόσιν".

,
Παραμονή Χριστούγεννα-Φώτης Κόντογλου

Κρύο τάντανο έκανε, παραμονή Χριστούγεννα. Ο αγέρας σα να ’τανε κρύα φωτιά κι έκαιγε. Μα ο κόσμος ήτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Είχε βραδιάσει κι ανάψανε τα φανάρια με το πετρόλαδο. Τα μαγαζιά στο τσαρσί φεγγοβολούσανε, γεμάτα απ᾿ όλα τα καλά. Ο κόσμος μπαινόβγαινε και ψώνιζε· από το ’να το μαγαζί έβγαινε, στ᾿ άλλο έμπαινε. Κι όλοι χαιρετιόντανε και κουβεντιάζανε με γέλια, με χαρές.

Οι μεγάλοι καφενέδες ήτανε γεμάτοι καπνό από τον κόσμο που φουμάριζε. Ο καφενές τ᾿ Ασημένιου είχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Είχε μέσα δύο σόμπες και τα τζάμια ήτανε θαμπά, απ᾿ όξω έβλεπες σαν ήσκιους τους ανθρώπους. Οι μουστερήδες είχανε βγαλμένες τις γούνες από τη ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραίοι.

Κάθε τόσο άνοιγε η πόρτα και μπαίνανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα. Άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε. Και δεν τα λέγανε μισά και μισοκούτελα, μα τα λέγανε από την αρχή ίσαμε το τέλος, με φωνές ψαλτάδικες, όχι σαν και τώρα, που λένε μοναχά πέντε λόγια μπρούμυτα κι ανάσκελα, και κείνα παράφωνα.

Αντίκρυ στον μεγάλον καφενέ τ᾿ Ασημένιου ήτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα και τέτοια. Ίσια-ίσια αντίκρυ στη μεγάλη πόρτα του καφενέ ήτανε ένα μικρό καφενεδάκι, το πιο φτωχικό σ᾿ όλη την πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ενώ ο μεγάλος ο καφενές φεγγολογούσε και τα τζάμια ήτανε θολά από τη ζέστη, η ποντικότρυπα ήτανε σκοτεινή, γιατί η λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία άναβε, μία έσβηνε, όπως έμπαινε ο χιονιάς από τα σπασμένα τζάμια της πόρτας. Η φιτιλήθρα ήτανε στραβοβιδωμένη και τσαλαπατημένη σαν το μούτρο του καφετζή, του μπαρμπα-Γιαννακού του Χατζή, το φιτίλι στραβοκομμένο, το γυαλί σπασμένο από το ’να μάγουλο και στην τρύπα είχανε κολλημένο ένα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε με το νου σου τι φως έδινε μια τέτοια λάμπα! Κάτω τα σανίδια ήτανε σάπια και τρίζανε.

Στον τοίχο ήτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σαν αρχαία εικονίσματα: το ’να παρίστανε τον Μέγα Πέτρο μέσα σε μία βάρκα που την έδερνε η φουρτούνα, τ᾿ άλλο τον μάντη Τειρεσία, που μιλούσε με τον Αγαμέμνονα, τ᾿ άλλο τον Παναγή τον Κουταλιανό που πάλευε με την τίγρη.

Η πελατεία ήτανε συνέχεια με το καφενείο. Όλοι-όλοι ήτανε πέντ᾿ - έξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, με κάτι τρύπιες γούνες που δεν τις έπιανε αγκίστρι. Δύο-τρεις ήτανε γιαλικάρηδες, δηλαδή είχανε καμιά σάπια βάρκα και βγάζανε θαλασσινά για μεζέδες, που τα λέγανε γιαλικά, γιατί βρίσκουνται στο γιαλό, δηλαδή στα ρηχά νερά. Οι άλλοι ήτανε φρουκαλάδες, δηλαδή κάνανε φρουκαλιές. Ήτανε και κανένας νεροκουβαλητής και κανένας καρβουνιάρης. Να, αυτή ήτανε η πελατεία.

Ο βοριάς έμπαινε μέσα με την τρούμπα και στριφογύριζε τη λάμπα που κρεμότανε από το μαυρισμένο ταβάνι κι αναβόσβηνε. Από το κρύο τρέμανε οι γέροι και χουχουλίζανε τα χέρια τους, τα βάζανε κι από πάνω από το τσιγάρο, τάχα για να ζεσταθούνε.

Ο φουκαράς ο καφετζής, για να μην παγώσει, έκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε από το τεζάκι ίσαμε την πόρτα, με την παλιογούνα ριχμένη από πάνω του, και, για να δώσει κουράγιο στην πελατεία, εκεί που σουλατσάριζε, τον επίανε το σύγκρυο και χτυπούσανε τα κατωσάγονά του, κι έσφιγγε απάνω του την παλιοπατατούκα του κι έλεγε:

— Εεεέχ! Μωρέ, ζεστό που είναι το καφενεδάκι μας!…

Ύστερα γύριζε κι έδειχνε τον μεγάλον καφενέ, που καπνίζανε κάργα οι σόμπες, κι έλεγε:

— Αντίκρυ, σκυλί ψοφά από το κρύο…, σκυλί ψοφά!

Ο καημένος ο μπαρμπα-Χατζής!

Απ᾿ όξω περνούσε κόσμος βιαστικός, με γέλια και με χαρές. Από ’δω κι από ’κει ακουγόντανε τα παιδιά που λέγανε τα κάλαντα στα μαγαζιά.

Η ώρα περνούσε κι ανάριευε σιγά-σιγά ο κόσμος. Τα μαγαζιά σφαλούσαν ένα-ένα. Μοναχά μέσα στα μπαρμπεριά ξουριζόντανε ακόμα κάτι λίγοι.

Στο τσαρσί λιγόστευε η φασαρία, μα στους μαχαλάδες γυρίζανε τα παιδιά με τα φανάρια και λέγανε τα κάλαντα στα σπίτια. Οι πόρτες ήτανε ανοιχτές, οι νοικοκυραίοι, οι νοικοκυράδες και τα παιδιά τους, όλοι ήτανε χαρούμενοι, κι υποδεχόντανε τους ψαλτάδες και κείνοι αρχίζανε καλόφωνοι σαν χοτζάδες:

Καλήν εσπέραν, Άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,

Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ᾿ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,

οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη…

Κι αφού ξιστορούσανε όσα λέγει το Ευαγγέλιο, τον Ιωσήφ, τους αγγέλους, τους τσομπάνηδες, τους Μάγους, τον Ηρώδη, το σφάξιμο των νηπίων και τη Ραχήλ που έκλαιγε τα τέκνα της, ύστερα τελειώνανε με τούτα τα λόγια:

Ιδού οπού σας είπαμεν όλην την ιστορίαν,

του Ιησού μας του Χριστού γέννησιν την αγίαν.

Και σας καλονυκτίζομεν, πέσετε, κοιμηθείτε,

ολίγον ύπνον πάρετε και πάλιν σηκωθείτε.

Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθείτε,

στην εκκλησίαν τρέξατε, με προθυμίαν μπείτε.

Ν᾿ ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν

και με πολλήν ευλάβειαν την θείαν λειτουργίαν.

Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας,

ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας.

Και τον σταυρόν σας κάμετε, γευθείτε, ευφρανθείτε,

δότε και κανενός πτωχού, όστις να υστερείται.

Δότε κι εμάς τον κόπον μας, ό,τ᾿ είναι ορισμός σας

και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Και εις έτη πολλά.

Μπαίνανε στο σπίτι με χαρά, βγαίνανε με πιο μεγάλη χαρά. Παίρνανε αρχοντικά φιλοδωρήματα από τον κουβαρντά τον νοικοκύρη κι από τη νοικοκυρά λογιών-λογιών γλυκά, που δεν τα τρώγανε, γιατί ακόμα δεν είχε γίνει η Λειτουργία, αλλά τα μαζεύανε μέσα σε μία καλαθιέρα.

Αβραμιαία πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οι άνθρωποι και γινήκανε σαν ξερίχια από τον πολιτισμό! Πάνε τα καλά χρόνια!

Όλα γινόντανε όπως τα ’λεγε το τραγούδι: Πέφτανε στα ζεστά τους και παίρνανε έναν ύπνο, ώσπου αρχίζανε και χτυπούσανε οι καμπάνες από τις δώδεκα εκκλησιές της χώρας. Τι γλυκόφωνες καμπάνες! Όχι σαν τις κρύες τις ευρωπαϊκές, που θαρρείς πως είναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε όλοι, βάζανε τα καλά τους και πηγαίνανε στην εκκλησιά.

Σαν τελείωνε η Λειτουργία, γυρίζανε στα σπίτια τους. Οι δρόμοι αντιλαλούσανε από χαρούμενες φωνές. Οι πόρτες των σπιτιών ήτανε ανοιχτές και φεγγοβολούσανε. Τα τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ άσπρα τραπεζομάντηλα κι είχανε πάνω ό,τι βάλει ο νους σου. Φτωχοί και πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οι αρχόντοι στέλνανε απ᾿ όλα στους φτωχούς. Κι αντίς να τραγουδήσουνε στα τραπέζια, ψέλνανε το Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον. Αφού ευφραινόντανε απ’ όλα, πλαγιάζανε ξέγνοιαστοι, σαν τ᾿ αρνιά που κοιμόντανε κοντά στο παχνί, τότες που γεννήθηκε ο Χριστός, εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Τώρα ας πάμε την ίδια βραδιά στην αντικρινή στεριά, που τρεμοσβήνουνε ένα-δύο μικρά φωτάκια, πέρα από το πέλαγο, που βογγά από τον άγριο τον χιονιά.

Είναι ένα μαντρί πίσω από μία ραχούλα, κοντά στη θάλασσα, φυτρωμένη από πουρνάρια. Αυτό το μαντρί είναι του Γιάννη του Βλογημένου. Τα πρόβατα είναι σταλιασμένα κάτω από τη σαγιά και ακούγουνται τα κουδούνια, τιν-τιν, όπως αναχαράζουνε. Επειδή γεννάνε, οι τσομπαναραίοι παρα-φυλάγουνε και, μόλις γεννηθεί κανένα αρνί, τ᾿ αρπάνε και το μπάζουνε στο καλύβι και το ζεσταίνουνε στη φωτιά να μην παγώσει. Απ᾿ όξω φωνάζουνε οι μαννάδες. Η φωτιά ξελοχίζει και το καλύβι είναι σαν χαμάμι.

Εκεί μέσα βρίσκουνται εξ᾿-εφτά νοματέοι, καθισμένοι γύρω από τον σοφρά. Πρώτος είναι ο αρχιτσέλιγκας Γιάννης ο Βλογημένος, που, άμα τον δεις, θαρρείς πως βρίσκεσαι αληθινά στο μαντρί που γεννήθηκε ο Χριστός. Είναι αρχαίος άνθρωπος, αθώος, με γένια μαύρα, σαν άγιος. Τα ρούχα που φορά είναι βρακιά ανατολίτικα, στα ποδάρια του έχει τυλιγμένα πετσιά δεμένα με λαγάρες, στο σελάχι του έχει ήσκα και τσακμάκι. Κι οι άλλοι τσομπάνηδες είναι σαν τον Γιάννη, μονάχα που ο Γιάννης κάθεται με το πουκάμισο, ενώ οι άλλοι, επειδή βγαίνουνε όξω για να κοιτάζουνε τα νιογέννητα, φοράνε προβιές προβατίσιες, με το μαλλί γυρισμένο από μέσα.

Αυτοί που κάθουνται στον σοφρά είναι μουσαφιραίοι. Ο ένας είναι ο Παναγής ο Στριγκάρος, κοντραμπατζής ξακουσμένος για την παλικαριά του. Είχε πάγει για κυνήγι και νυχτώθηκε στο μαντρί. Με τον Γιάννη γνωριζόντανε από χρόνια κι είχε κοιμηθεί πολλές φορές στη στάνη. Οι άλλοι τρεις ήτανε καρβουνιάρηδες, που κάνανε κάρβουνα εκεί κοντά. Οι άλλοι δύο ήτανε ψαράδες, ο γερο-Ψύλλος με το γιο του, τον Κωσταντή.

Καθόντανε λοιπόν γύρω στο σοφρά και τρώγανε. Απάνω στο τραπέζι ήτανε κρέατα, μυτζήθρες ανάλατες, μανούρια, αγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι άλλα πουλιά του κυνηγιού.

Ο ένας ο καρβουνιάρης ήτανε από τα μπουγάζια της Πόλης, από τη Μάδυτο, κι ήξερε κι έψελνε καλά, είχε και φωνή γλυκιά και βαριά, τζουράδικη. Έψαλε το Μεγάλυνον, ψυχή μου, με τέτοιο μεράκι, που κλάψανε οι άλλοι που τον ακούγανε, κι ο Γιάννης ο Βλογημένος. Το καλύβι γίνηκε σαν εκκλησιά, έλεγες πως εκεί μέσα γεννήθηκε ο Χριστός.

Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε τα ρουπάκια. Ο γερο-Στριγκάρος καθότανε στα σκοτεινά συλλογισμένος και μασούσε το μουστάκι του. Φορούσε μία κατσούλα από αστραχάν, μ᾿ όλο που έκανε ζέστη, κι είχε χωμένη την απαλάμη του κάθε χεριού του μέσα στ᾿ ανοιχτό μανίκι τ᾿ αλλουνού χεριού.

Για μία στιγμή σωπάσανε να κουβεντιάζουνε. Ο Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε το χώμα. Κούνησε κάμποσο το κεφάλι του, κι άνοιξε το στόμα του κι είπε:

Βρε παιδιά, καλά εσείς, γιορτάζετε τη χάρη Του, είσαστε καλοί άνθρωποι. Αμ εγώ, τι ψυχή θα παραδώσω, που σκότωσα καμιά κοσαριά ανθρώπους; Ακόμα και γυναίκες ξεκοίλιασα, και μωρά πράματα χάλασα!

Κανένας δε μίλησε. Ύστερ᾿ από ώρα, σαν να ’τανε μοναχός, ξανακούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε κι είπε: Άραγες υπάρχει Κόλαση και Παράδεισο;…

Και δάγκασε το μουστάκι του. Ξανακούνησε το κεφάλι του κι είπε μέσα στο στόμα του, σα να μιλούσε με τον εαυτό του:

Δεν μπορεί! Κατιτίς θα υπάρχει…

Και δεν ξαναμίλησε.




Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Φώτης Κόντογλου- Καπετάνιος Αγιογράφος




  ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ Χριστούγεννα, στὰ 1864, ἔκανε μεγάλη φουρτούνα μὲ χιονιά. Στ’ἀγριεμένο πέλαγο δὲν φαινότανε πουθενὰ πανί. Μοναχὰ ἕνα μικρὸ καΐκι πάλευε μὲ τὸ χάρο ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ἤτανε ἑνὸς καπετὰν Γιώργη ἀπὸ τὴ Νάξο, φορτωμένο κρασιὰ ἀπὸ τὴ Σαντορίνη. Ὅλη τὴ μέρα ἀγαντάριζε στὸν ἀγέρα, μὰ σὰν σκοτείνιασε, ὁ βοριὰς σκύλιαξε κ' ἔσπασε τ’ ἄρμπουρο, ἔβγαλε καὶ τὸ τιμόνι ἀπὸ τὰ βελόνια. Οἱ ἄνθρωποι προφτάξανε καὶ ρίξανε τὴ βάρκα στὴ θάλασσα καὶ μπήκανε μέσα. Δὲν εἴχανε ἀλαργάρει ὥς μιὰ τουφεκιὰ τόπο, καὶ βούλιαξε τὸ καΐκι.

Τὴ βάρκα τὴν ἅρπαξε τὸ μπουρίνι καὶ τὴν πήγαινε ὅπου ἤθελε μέσα στὴν πίσσα τῆς νύχτας. Οἱ τρεῖς νοματέοι ποὺ βρισκόντανε μέσα, ἤτανε ὁ καπετὰν Γιώργης κι' ἄλλοι δυὸ γεμιτζῆδες, σὲ ἐλεεινὴ κατάσταση, βρεμένοι μέχρι κόκκαλο μὲ κεῖνον τὸν χιονιά, πουντιασμένοι ἀπὸ τὸ τάντανο, δίχως καμμιὰν ἐλπίδα πὼς θὰ γλυτώνανε. Πιάσανε καὶ κλαίγανε σὰν τὰ μωρά, καὶ τάξανε κ' οἱ τρεῖς νὰ πᾶνε νὰ καλογερέψουνε, ἂν λάχαινε νὰ γλυτώσουνε. Κι’ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς φωνὲς ποὺ τὸν παρακαλούσανε γιατί βγαίνανε σὰν τοῦ Ἰωνᾶ μέσα ἀπὸ καρδιὲς ἀπελπισμένες, καὶ κεῖ ποὺ δὲν ξέρανε ποῦ βρισκόντανε, σὰν ξημέρωσε, εἴδανε πὼς ὁ καιρὸς καλωσύνεψε ἀνέλπιστα, καὶ πὼς βρισκόντανε κοντὰ στὴ Σύρα. Ἤβγανε γεροὶ ὄξω καὶ τοὺς μαζέψανε κάτι ψαράδες, δὲν ἀρρώστησε κανένας.

Καθίσανὲ δυὸ τρεῖς μέρες στὴ Σῦρα, κ' εἴπανε πὼς ἒχουνε χρέος νὰ κάνουνε τὸ τάξιμό τους. Πουλήσανε τὴ βάρκα, καὶ μὲ κεῖνα τὰ λεφτὰ μπαρκάρανε, καὶ πήγανε ἴσια στ' Ἅγιον Ὄρος καὶ γινήκανε κ' οἱ τρεῖς καλογέροι, δίχως νὰ εἰδοποιήσουνε τὰ σπίτια τους πὼς γλυτώσανε, ἀφοῦ εἴπανε πὼς εἶναι πιὰ πεθαμένοι γιὰ τὸν κόσμο. Ὁ καπετὰν Γιώργης πῆγε κι' ἀσκήτεψε στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, κ' ἒφταξε σὲ μεγάλα μέτρα, μὲ προσευχή, μὲ νηστεία καὶ μὲ σκληρὴ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, τόσο, ποὺ ξακούστηκε ἡ ἁγιοσύνη του σ' ὅλὸ τὸ Ὄρος. Ἔμαθε καὶ τὴν τέχνη κοντὰ σ’ ἕναν γέροντα μάστορα, κ' ἒγινε σπουδαῖος ἁγιογράφος. Ἡ γυναῖκα του τὸν εἶχε γιὰ πνιγμένον κ' ἔκανε κάθε χρόνο τὰ κόλυβά του. Δὲν ἒμαθὲ πὼς γλύτωσε καὶ πὼς καλογέρεψε ὁ ἄντρας της.

Μαυροφόρεσε αὐτὴ καὶ τὰ δυὸ παιδιὰ της τὰ πιὸ μεγάλα, γιατί τὸ μικρὸ ἤτανε μωρὸ βυζανιάρικο. Κι' ὁ καπετὰν Γιώργης, ποὺ γίνηκε Πάτερ Γεράσιμος, δὲν θέλησε νὰ μάθει τίποτα γιὰ τὸ σπίτι του, μὴν τύχει καὶ τὸν νικήσει ἡ ἀγάπη τῶν παιδιῶν του. Ἀλλὰ σὰν περάσανε δυὸ τρία χρόνια, δυνάμωσε ἡ ψυχή του μὲ τὴ θεία χάρη κ' ἤθελε νὰ βγεῖ γιὰ λίγον καιρὸ ἀπὸ τὸ Ὄρος, ὅπως βγαίνανε κι' ἄλλοι πατέρες γιὰ ἐλέη, καὶ νὰ πάγει στὴ Νάξο νὰ δεῖ τὰ παιδιὰ του καὶ τὴ γυναῖκα του, δίχως νὰ φανερωθεῖ. Μάλιστα, σὰν διάβασε τὸ συναξάρι τ' ἅγιου Γιάννη τοῦ Καλυβίτη, ποὺ ἤτανε μοναχογυιὸς κι’ ἀρχοντόπουλο, καὶ πῆγε κρυφὰ καὶ καλογέρεψε, καὶ γιὰ νὰ πονέσει ἀκόμα πιὸ πολὺ ἡ καρδιά του γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πῆγε στὸ πατρικὸ τὸ σπίτι του κ' ἔκανε τὸν ὑπηρέτη δίχως νὰ τὸν ξέρουνε οἱ γονιοί του, κι' ἔτσι παράδωσε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεό, σὰν διάβασε λοιπὸν ὁ πάτερ Γεράσιμος τούτη τὴ συγκινητικὴ τὴν ἱστορία, ἀποφάσισε σίγουρα νὰ πάγει στὴ Νάξο.


Πῆρε λοιπὸν τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν γέροντά του, καὶ μπῆκε σ' ἕνα καΐκι
καὶ τὸν ἔβγαλε στὴν Πάρο. Ἐκεῖ κάθισε κανένα μῆνα, κ' ἐπειδὴς εἶχε πάρει μαζί του καὶ τὰ σύνεργα τῆς ζωγραφικῆς, ζωγράφισε καὶ καμπόσα εἰκονίσματα ποὺ τοῦ παραγγείλανε. Καὶ τόση ἤτανε ἡ εὐλάβειά του κ' ἡ σεβασμιότητα ποὺ εἶχε τὸ παρουσιαστικό του, ποὺ ξακούστηκε στὰ γύρωθε νησιὰ πὼς τὰ εἰκονίσματα ποὺ ζωγράφιζε ἤτανε «ἔθαρμα» , γιατί δὲν ἔτρωγε λάδι παρὰ ἔβαζε μονάχα λίγο, μὲ τοῦ φτεροῦ τὴν ἄκρη, στὸ φαγητό του τὴν Κυριακὴ ποὺ δὲν δούλευε, κ' ἔτρωγε καὶ τὸ ψωμὶ μὲ μέτρο, καὶ τὸ νερὸ ἀκόμα ποὔπινε. Τὰ γόνατά του ἤτανε πληγωμένα ἀπὸ τὶς μετάνοιες ποὺ ἔκανε ὅλη τὴ νύχτα, κι' ὁ ὕπνος του ἤτανε μοναχὰ μιὰ δυὸ ὧρες, καὶ τὸν ἔπαιρνε καθιστὸς ἀπάνω στὸ σεντοῦκι ποὖχε τὰ ἐργαλεῖα του, εἴτε πλαγιαστὸς ἀπάνω στὸ χῶμα. Κι' ἀπὸ τὰ λιγοστὰ λεφτουδάκια ποὺ ἔπαιρνε γιὰ τὰ κονίσματα ποὺ ἔκανε, γιὰ τὴ συντήρησή του ξόδευε τὰ πιὸ λίγα, καὶ τ’ἄλλα τἄδινε κρυφὰ στοὺς φτωχούς.

Πήγανε λοιπὸν ἀπὸ τὴ Νάξο δυὸ τρεῖς εὐλαβεῖς χριστιανοὶ καὶ τὸν παρακαλέσανε νὰ πάγει καὶ στὸ νησί τους. Καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, γιατὶ εἶχε ἀλλάξει ὁλότελα τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὰ γένεια κι' ἀπὸ τὰ μαλλιὰ κι’ ἀπὸ τὴ μεγάλη ἐγκράτεια, καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἁγιοσύνη. Καὶ κεῖνος χάρηκε πολύ, καὶ σὰν βρέθηκε μοναχός του ἔκλαψε καὶ φχαρίστησε τὸν Θεό, γιατί ἤτανε φανερὸ πὼς θέλημά του ἤτανε νὰ πάγει στὴν πατρίδα του νὰ δοκιμαστεῖ ἡ πίστη του «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».

Βγῆκε λοιπὸν στὴ Νάξο, ἕξη χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε καλόγερας. Οἱ θεοφοβούμενοι χριστιανοὶ κατεβήκανε καὶ τὸν πήρανε ἀπὸ τὴ βάρκα, κι' ὁ καθένας ἤθελε νὰ τὸν πάρει στὸ σπίτι του, γιὰ νἄχει τὴν εὐλογία του. Πλὴν ὁ Χριστὸς ἔδειξε πάλι πὼς τὸν θεωροῦσε στερεὸν στὴν πίστη του καὶ ἤρθανε τὰ πράγματα τέτοιας λογῆς, ὥστε νὰ τὸν βάλουνε οἱ πιτρόποι τῆς ἐκκλησίας σ' ἕνα κελλὶ ποὺ ἤτανε ἀντίκρυ στὸ σπίτι του. Δὲν περάσανε δυὸ τρεῖς μέρες καὶ πῆρε παραγγελιὰ νὰ ζωγραφίσει κάμποσες εἰκόνες, κ' ἔπιασε καὶ δούλευε. Τὴ μέρα ἤτανε κλεισμένος στὸ κελλί του καὶ δὲν κύταξε καθόλου ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μοναχὰ τὴ νύχτα, σὰν ἀνάβανε τὴ λάμπα στὸ σπίτι του, καθότανε στὰ σκοτεινὰ δίχως νὰ τὸν βλέπουνε, καὶ κύτταζε μέσα τὴ χήρα τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του μαυροντυμένα, ποὺ καθόντανε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶνε. Τότες τρέχανε σὰν βρύσες τὰ μάτια του, κ' ἔπεφτε σὲ προσευχὴ καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν βαστάξει μὲ τὸ δυνατὸ χέρι του γιὰ νὰ μὴν λυγίσει, ὥστε νὰ βγάλει πέρα τοῦτον τὸν μεγάλον ἀγῶνα ποὺ ἤτανε παραπάνω ἀπ' ὅσο μπορεῖ νὰ ἀντέξει ἄνθρωπος. Γονάτιζε, κ' ἔκλαιγε γονατιστός.

Ἔλεγε τὸ ψαλτῆρι κ' ἡ καρδιά του σὰ νἄθελε νὰ βγεῖ
ἀπὸ τὸ στῆθος του, σὰν περιστέρι νὰ πετάξει. Ποῦ νὰ πετάξει; στὸ σπίτι του ἢ στὸ Θεό, ποὺ εἶπε «ὅποιος ἀγαπᾶ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ περισσότερο ἀπὸ ἐμένα, αὐτὸς δὲν εἶναι ἄξιός μου; Κ’ ἔλεγε μὲ κλάψιμο: «Ἕως τίνος θήσομαι ὀδύνας ἐν τῇ καρδίᾳ μου, ἡμέρας καὶ νυκτός; Ἐπίβλεψον, εἰσάκουσόν μου, Κύριος ὁ Θεός μου. Φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον μήποτε εἴπῃ ὁ ἐχθρός μου: Ἴσχυσα πρὸς αὐτόν. Κύριε, ἐν σοὶ ρυσθήσομαι ἀπὸ πειρατηρίου, καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος. Σύ μου εἴ καταφυγὴ ἀπὸ θλίψεως τῆς περιεχούσης με. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπό σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ' ἐμὲ διῆλθον. Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς, καὶ πετασθήσομαι, καὶ καταπαύσω;

Ὁ Θεός, τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου. Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι. "Οτι ἐρρύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ τοῦ θανάτου, τοὺς ὀφθαλμούς μου ἀπὸ δακρύων, τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος. Ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου». Κι' ἀπὸ τὸν πολὺν ἀγῶνα τὸν ἔπαιρνε ὁ ὕπνος κατὰ τὰ ξημερώματα. Κι' ἄνοιγε τὰ μάτια του κ' ἔβλεπε τὴ μέρα ποὺ γλυκοχάραζε καὶ στάλαζε εἰρήνη στὴν καρδιά του, σὰν νἄτανε ἄλλος ἄνθρωπος. Ἔβαζε μὲ τὸν νοῦ του τὸ θρῆνο ποὺ ἔκανε τὴ νύχτα, κ' ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνή: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός, καὶ εἰς τὸ πρωὶ ἀγαλλίασις. Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί• διέρρηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην».

Ἔτσι περνούσανε οἱ μέρες. Καὶ δυνάμωνε ἡ ψυχή του, τόσο, ποὺ ἀποροῦσε καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Γιατί ἔφταξε νὰ καλημερίζει τ' ἀγοράκι του ποὺ ἔβγαινε τὸ πρωὶ ἀπὸ τὸ σπίτι του νὰ πάγει νὰ δουλέψει σ' ἕνα τσαγκαράδικο, καὶ τὸ μικρὸ τὸ κοριτσάκι του ποὺ ἤτανε βυζανιάρικο τὸν καιρὸ ποὺ θαλασσοπνίγηκε, πήγαινε κάθε τόσο στὸ κελλί του καὶ τοῦ φιλοῦσε τὸ χέρι καὶ κουβεντιάζανε μαζί. Ἤτανε τότε ὡς ἕξη χρονῶν καὶ τὸ λέγανε Καλλιοπίτσα. Πήγαινε λοιπὸν ἡ Καλλιοπίτσα, στὸν παποῦ, καὶ τοὔδινε κρύο νερὸ ἀπὸ τὴ στέρνα, καὶ σαπούνιζε καὶ τὶς βροῦτσες ποὺ ζωγράφιζε, καὶ δὲν ἤθελε νὰ φύγει ἀπὸ κοντά, σὰ νἄνοιωθε πὼς τὴν τραβοῦσε τὸ αἷμα. Καὶ κεῖ ποὺ μιλούσανε, ὧρες ὧρες γύριζε ὁ Πάτερ Γεράσιμος τὸ πρόσωπό του καὶ σφούγγιζε τὰ μάτια του, κ' ἔλεγε πάλι: «Κτηνώδης ἐγενήθην παρὰ σοί• κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἤγουν: «Σὰν τ' ἀναίσθητο τὸ ζῶο γίνηκα γιὰ σένα, Θεέ μου, μὰ ἐγὼ παντοτινὰ εἶμαι μαζί σου».

Μιὰ μέρα χτύπησε ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καὶ σὰν ἄνοιξε, βλέπει μπροστά του τὴ γυναῖκα του. Καὶ σὰν νἄτανε ἀπὸ πέτρα κι' ὄχι ἄνθρωπος μὲ κορμί, δὲν ἀπόδειξε τίποτα, κι' οὔτε ταράχτηκε στὸ παραμικρό. Καὶ κείνη δὲν τὸν γνώρισε ὁλότελα, καὶ τοῦ λέγει: «Καλὴ μέρα, γέροντα», καὶ φίλησε τὸ χέρι του. Καὶ κεῖνος τῆς λέγει: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ εὐλογεῖ, τέκνο μου». Καὶ σὰν μπήκανε μέσα, κάθισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος στὸ σκαμνί του, καὶ κείνη κάθισε ντροπαλὴ καὶ πικραμένη στὸ σεντοῦκι. Καὶ θέλοντας νὰ μιλήσει ἡ κακομοῖρα δάκρυσε. Ἡ γυναῖκα ποὺ δὲν τὸν γνώρισε τὸν ἄντρα της, δάκρυσε, καὶ κεῖνος ποὺ τὴ γνώρισε, δὲν δάκρυσε, μήτε ταράχτηκε, μήτε τίποτα ἀπόδειξε, παρὰ καθότανε μὲ χαροποιὸ πρόσωπο, σὰν τοὺς μάρτυρες τὴν ὥρα ποὺ τοὺς καίγανε καὶ ποὺ ξεσκίζανε τὰ κορμιά τους.

Λέγει του ἡ γυναίκα δακρυσμένη: «Ἦρθα, γέροντα νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ φτιάξεις μιὰν εἰκόνα τ' ἅγιου Γιώργη, σὲ μνημόσυνο τοῦ μακαρίτη τ’ἀντρός μου, ποὺ πνίγηκε ἀνήμερα τὰ Χριστούγεννα πρὶν ἀπὸ ἕξη χρόνια». «Μετὰ χαρᾶς», λέγει ὁ καλόγερας. «Βοήθεια σου. Μὰ δὲν εἶναι καλὸ νὰ κλαῖς, γιατί βαραίνεις τὴν ψυχή του. Εἶσαι χήρα γυναῖκα, δὲν θέλω τίποτα γιὰ τὸν κόπο μου». Ἡ γυναίκα τοὔκανε μετάνοια κ' ἔφυγε. Τὴν ἄλλη μέρα πρωὶ πρωὶ ὁ Πάτερ Γεράσιμος ἔβαλε μπροστὰ τὴν εἰκόνα. Ὅσον καιρὸ τὴ δούλευε, τὰ μάτια του τρέχανε σὰν βρύσες, οἱ μπογιὲς μὲ τὰ δάκρυα ἤτανε ζυμωμένες. Στὸ ἀπάνω μέρος ζωγράφισε τὸν ἅγιο Γιώργη ἁρματωμένον καὶ θλιμμένον καβάλλα στ' ἄλογο, κι' ἀπὸ κάτω τὸ θεριὸ λαβωμένο ἀπὸ τὸ κοντάρι του, κ' ἡ βασιλοπούλα κύτταζε τρομαγμένη κ' ἔμοιαζε τὴν Καλλιοπίτσα. Καὶ στὸ κάτω μέρος χώρισε ἕνα μέρος, καὶ ζωγράφισε ἕνα καράβι ποὺ βούλιαζε, καὶ τρεῖς ναῦτες ποὺ θαλασσοπαλεύανε μέσα στ' ἄγρια τὰ κύματα, κ' ἔγραψε: «Τὸ ναυάγιον». Καὶ σὲ μιὰ γωνιὰ ἔγραψε πάλι τοῦτα τὰ λόγια: «Ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Γεωργίου Ἀντρῆ ὅν περ κατέπιε ὑδατόστρωτος τάφος, ἐν ἔτει 1864, μηνὶ Δεκεμβρίῳ 25». Κι' ἀπὸ κάτω ἔγραψε «Διὰ χειρὸς Γερασίμου μοναχοῦ του ἁμαρτωλοῦ. Ἔτους 1870».

Ὕστερα ἀπὸ κανέναν μῆνα, ὁ Πάτερ Γεράσιμος μίσεψε ἀπὸ τὴ Νάξο γιὰ νὰ γυρίσει στὸ Ὅρος. Περνῶντας ἀπὸ τὴ Σύρα ἔγραψε στὴ γυναῖκα του πὼς ἔμαθε ἀπὸ ἕναν ἄλλον καλόγερα πὼς ὁ Καπετὰν Γιώργης ζεῖ καὶ πὼς εἶναι στὸ Ὄρος, καὶ πὼς νὰ στείλει ἐκειπέρα τὸ γυιὸ της τὸν μεγάλο γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς παραγγελιές του. Σὰν γύρισε πίσω στὴ σκήτη τῆς μετανοίας του, πήρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸ γυιό του πὼς σὲ λίγες μέρες θὰ πήγαινε νὰ τὸν ἀνταμώσει. Κατέβηκε στὴ Δάφνη καὶ τὸν περίμενε. Σὰν βγῆκε ἀπὸ τὴ βάρκα, τὸν καλωσόρισε ὁ Πάτερ Γεράσιμος. Καθίσανε καὶ κουβεντιάζανε γιὰ τὴ Νάξο, γιὰ τὸ σπίτι τους. Κάθε τόσο ρωτοῦσε τὸ παιδί: «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Καὶ κεῖνος τοὔλεγε: «Πῆγε ὡς τοῦ Ξηροποτάμου, κι' ὅπου νἆνε θἄρθει». Πάλι σὲ λίγο ξαναρωτοῦσε : «Πότε θἄρθει, γέροντα, ὁ πατέρας μου;» Ὅπου σὲ μιὰ στιγμή, τὸν πήρανε τὰ δάκρυα τὸν γέροντα, καὶ λέγει τοῦ παιδιοῦ του: «Ἐγώ εἶμαι, παιδί μου, ὁ πατέρας σου, ἐγὼ ἤμουνα μιὰ φορὰ ὁ καπετὰν Γιώργης. Μὰ θἄμουνα πνιγμένος ἂν δὲ μὲ γλύτωνε ὁ Θεός, κ' ἔταξα νὰ γίνω καλόγερας. Τώρα ἐσὺ δὲν εἶσαι ὀρφανό, μὰ ἐγὼ εἶμαι πιὰ πεθαμένος γιὰ τὸν κόσμο. Ἔτσι θέλησε ὁ Παντοδύναμος ποὺ εἶπε πὼς θὰν ἀφήσει γονιοὺς καὶ παιδιὰ καὶ γυναῖκα ὅποιος τὸν ἀγαπᾶ. Γεννηθήτω τὸ θέλημά του».

 Ἀπὸ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ» ἔτος β’ τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγεννα 1949

Πίνακας, Φώτη Κόντογλου-Ο ναυαγός
Η ιστορία του ναυαγού ναυτικού που έγινε στη συνέχεια καλόγερος στο Άγιο Όρος είναι γραμμένη υπό μορφή διηγήματος από τον Φώτη Κόντογλου,Είναι αληθινή Ιστορία που συνέβη πράγματι τα Χριστούγεννα του 1864.
Ολόκληρη την ιστορία την δημοσιεύει η Απεραθίτισσα Θεολόγος Ειρήνη Πολυκρέτη στο βιβλίο της "Νάξιοι Μοναχοί Αγιορείται"(Νάξος 2009), σ.49-56. Ο καπετάνιος και στη συνέχεια μοναχός Γεράσιμος λεγόταν Γεώργιος Ανδρής, ήταν κάτοικος Χώρας, αλλά προφανώς καταγόταν από την Κωμιακή. Ανδρήδες δεν φαίνεται να υπάρχουν σε άλλα χωριά, ούτε στη Χώρα, παρόλο ότι η Πολυκρέτη υποστηρίζει πως ο μοναχός Γεράσιμος ήταν Χωραΐτης. Στα μητρώα αρρένων της εποχής εκείνης Ανδρήδες υπάρχουν μόνο στην Κωμιακή.
ΠΗΓΗ


Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Μαριονέτες-Ποιήματα

Μαριονέτες- Θανάσης Πάνου

Θυμάμαι ακόμα την ηρωική τη βροχερή ημέρα
που οι μαριονέτες το έσκασαν από τα πατάρια
με τα σχοινιά τους σαν ζουρλομανδύες να ανεμίζουν
θυμάμαι που ξεχύθηκαν στους δρόμους και ζωντάνευαν
από τα ξύλινα παπουτσάκια τους τον ήχο
που ανέβαιναν την Ακαδημίας
και όσους αγάπησαν
κάποια στιγμή κάποια γωνιά της πόλης
και αυτούς θυμάμαι,
τους δρόμους να γεμίζουν και να τις ακολουθούν
και μουσικούς ανώνυμους χαρούμενους
νότες να καρφώνουν στα στήθη κάθε μοναξιάς
και σαν τις μαριονέτες πως όλοι ανασταίνονταν
την βροχερή εκείνη ημέρα
που γέμισαν της πόλης οι γωνιές
τη μέρα εκείνη που απαιτήσαμε
την ηρωική έξοδο ταυτόχρονα.
ΠΗΓΗ


ΠΟΙΗΣΗ
TRAKL GEORG

 Μικροί άντρες, μικρές γυναίκες, δυστυχώς,
Σκορπίζουν λουλούδια μπλε και κόκκινα σήμερα
Στους τάφους τους οι οποίοι φωτίζονται τρομακτικά.
Για τον θάνατο συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες στο θέατρο.

Οι Μαριονέτες των Απομακρυσμένων Κυρίων-The Marionettes of Distant Masters,
The Tunnel, Selected Poems of Russell Edson
(Oberlin College Press, 1994)

Ένας πιανίστας ονειρεύεται πως μια εταιρεία κατεδαφίσεων τον προσέλαβε
να καταστρέψει με τα δάχτυλά του ένα πιάνο…
Την ημέρα της συναυλίας κατεδάφισης του πιάνου, καθώς
ντύνεται, παρατηρεί μια πεταλούδα να ενοχλεί ένα λουλούδι στο περβάζι
του παραθύρου του. Αναρωτιέται αν πρέπει να καλέσει την αστυνομία. Ύστερα σκέφτεται πως ίσως η πεταλούδα να είναι μια μαριονέτα που τη χειρίζεται
ο κύριός της από ψηλά από το παράθυρο.
Ξαφνικά όλα είναι όμορφα. Αρχίζει να κλαίει.

Αργότερα μια άλλη πεταλούδα αρχίζει να ενοχλεί την πρώτη πεταλούδα.
Ξανά αναρωτιέται εάν δεν πρέπει να καλέσει την αστυνομία.
Όμως, μπορεί να είναι πεταλούδες-μαριονέτες; Πιστεύει
πως είναι, κι ανήκουν σε ανταγωνιστές κυρίους που κοιτάζουν τίνος
η πεταλούδα μπορεί να ενοχλήσει περισσότερο του άλλου.

Και όλο αυτό συμβαίνει στο περβάζι του παραθύρου του. Το Κοσμικό
Σχέδιο: Απομακρυσμένοι Κύριοι χειραγωγούν μικρούς Κυρίους οι οποίοι,
με τη σειρά τους, χειραγωγούν μικροσκοπικές πεταλούδες-Κυρίους οι οποίες,
με τη σειρά τους, χειραγωγούν τον ίδιο… Ένα σύμπαν πλεγμένο με ιστούς!
Ξαφνικά όλα είναι τόσο όμορφα∙ το φως είναι παράξενο…
Είναι κάτι στο φως! Αρχίζει να κλαίει…
ΠΗΓΗ

Λάμπρος Παπαδήμας | IV ποιήματα

(Ι)
ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ

κοιμάμαι μ’ έναν φόβο
μην τυχόν ξυπνήσω
και τα σκοινιά που με ορίζουνε
χορεύουνε κομμένα

 ΠΗΓΗ