Σελίδες

Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Μάνος Χατζιδάκις -Νίκος Γκάτσος

Νίκος Γκάτσος -Μάνος Χατζιδάκις 
Ποίημα του Μ.Χατζιδάκι /αφιερωμένο στον Ν.Γκάτσο
Στον Νίκο Γκάτσο
Η γη καθώς τον γέννησε,
τον στόλισε πράσινα φύλλα της ιτιάς,
του έλατου και της ελιάς.
Μα η σκέψη του τον βύθισε
στης πολιτείας την άσφαλτο
κ’ έγινε πέτρα αρχαϊκή
στη μνήμη των εφήβων.



Στο “Όνειρο θερινής νύχτας” μάλιστα, εκτός από τη μουσική ήθελα να κάνω και τη χορογραφία.
 Ο Θεοτοκάς μου έδωσε να την κάνω. 
Με μάγεψε το ότι είδα στις αφίσες του “Εθνικού” όχι το: “Μουσική Μάνου Χατζιδάκι” – που το είχα συνηθίσει – αλλά: “Χορογραφίες Μάνου Χατζιδάκι”. Λοιπόν έγινε η πρεμιέρα, όλος ο κόσμος με κοίταζε σαν ένα παιδί θαύμα, σαν τον Σγούρο της εποχής, με συγχαίρανε, έρχεται και ο Γκάτσος πολύ αυστηρός και μου παρατηρεί μπροστά σε όλους: “Ελπίζω να σταματήσεις να κάνεις αυτές τις ανοησίες”.Ο Θεοτοκάς του λέει: “Μα Νίκο, πώς μιλάς έτσι στον Μάνο;”. “Ξέρω, ξέρω” λέει αυτός, μας χαιρέτησε κι έφυγε.
 Εγώ έμεινα αποσβολωμένος. Ενώ ζούσα έναν θρίαμβο, ξαφνικά έρχεται εκείνος και μου δίνει μια τεράστια ψυχρολουσία.
Μια βδομάδα έκανα να μιλήσω μαζί του. Αλλά τελικά κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Είχα μεθύσει από την επιτυχία μου σε όλα τα επίπεδα, και έκανα ανοησίες. Αυτά είναι χαρακτηριστικά ανεκδοτολογικά δείγματα.
 Είχα την ευκαιρία να μιλήσω πολλές φορές μαζί του για χιλιάδες θέματα και να μου μάθει να σκέπτομα ακριβά κι όχι εύκολα.
Διότι έπρεπε ν’ ανταποκριθώ στη σκέψη του.
Ο Γκάτσος γνωρίζει πολύ περισσότερα από όσα σου αφήνει να καταλάβεις όταν είσαι σε μια κατευθείαν συνομιλία μαζί του. Αυτό είναι ίδιον των σοφών ανθρώπων: δεν σου κάνουνε επίδειξη γνώσεων, σου λένε τ’ απαραίτητα, και σε σένα εναπόκειται ν’ αντιληφθείς ότι αυτά τ’ απαραίτητα εμπεριέχουν βαθύτατη γνώση, και δεν είναι απλώς μια στοιχειώδης έκφραση τυχαίων απόψεων.
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ “Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος”
από μια συνομιλία με τον Αντώνη Φωστιέρη και τον Θανάση Νιάρχο
περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 52 – Φλεβάρης 1986

«Ο Γιάννης ο φονιάς» Πηγή: www.ogdoo.gr
Τα τραγούδια γίνονται ιστορίες -Από το βιβλίο του Σωτήρη Στεφανόπουλου «Κρυμμένες Ιστορίες» 


«Χρόνια τώρα αυτό το σπίτι έμενε κλειστό στη χαρά και την ευτυχία. Λίγες φορές ανοιγόκλεινε τα ματόφυλλα του, τα πορτοπαράθυρα, θες από ντροπή, θες από αηδία για όσα έγιναν τότε. Ένας φόνος και ρήμαξε τρείς ζωές. Το θύμα έφυγε χωρίς επιστροφή.
Ο Γιάννης κλείστηκε μια ζωή στη φυλακή κι η Φρόσω στο δωμάτιό της. Όμως, προχτές την Κυριακή, ο χρόνος σταμάτησε για λίγο. Γύρισε τη ζωή πίσω. Οι θύμησες έζωσαν το σπίτι μ’ ένα τρελό χορό σαν τις νεράιδες τον παλιό καιρό. Λίγο μετά την εκκλησία χτύπησε η πόρτα. 

Στο άνοιγμα της μείναμε όλοι άφωνοι! Ήταν ο Γιάννης ο φονιάς.
 Ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης μας κατέκλυσαν. Του βγάλαμε γλυκό και την πρώτη έκπληξη διαδέχτηκε η αμηχανία. 
Κουβέντες αδιάφορες σαν αδέσποτες σφαίρες χτυπούσαν από τοίχο σε τοίχο. Σαν κάτι να φοβόμασταν, σαν κάτι να σεβόμασταν, δεν είπαμε λέξη για το φονικό.

 Σαν να θέλαμε να το ξεχάσουμε ή να το ξορκίσουμε. Άβολοι στα καθίσματα μας, περιφέραμε το άδειο μας βλέμμα χωρίς σκοπό μέσα στη σάλα.

Μόνο ο Γιάννης καθόταν σχεδόν χωμένος στην πολυθρόνα, με σταυρωμένα χέρια, ήρεμος ή παραιτημένος. 
Σαν να περίμενε την ετυμηγορία ενός άλλου δικαστηρίου, σπουδαιότερου ίσως από το πρώτο.
 Μια πινελιά στον πίνακα και άλλαξαν όλα.
Ξαφνικά μπήκε μέσα στη σάλα η Φρόσω, κατάλοιπο του χρόνου. Μόνο τα μεγάλα της μάτια, στολισμένα με τα δάκρυα της, φανέρωναν τη ζωή πάνω της. Αυτή ήξερε τι ήθελε. Πήρε τα δύο του χέρια και τα καταφίλησε. 
Κι ύστερα χάθηκε. 

Η σκηνή σαν από το βουβό κινηματογράφο έκοψε στα δύο την ακατάσχετη φλυαρία μας και μας άφησε άφωνους.
 Ο Γιάννης έμοιαζε να κοιτάζει άλλους χρόνους κι άλλες εποχές, να κυνηγάει το όνειρο που χάθηκε, φεγγάρια αλλοτινά που έσβησαν για πάντα…»



“Τον θεωρώ τον πιο σημαντικό άνθρωπο

 που γνώρισα στη ζωή μου, μετά τη

 μητέρα μου”.

Με αυτές τις λίγες λέξεις σκιαγράφησε

 τον Νίκο Γκάτσο, ο Μάνος Χατζιδάκις 

''Ακούστε την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκιπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού, 
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.''

Σύμφωνα με αφήγηση του Μάνου
 Χατζιδάκι η ιστορία του τραγουδιού
 έχει ως εξής: “Στη Νέα Υόρκη το
 χειμώνα του ΄68, συνάντησα ένα νέο
 παιδί είκοσι χρονών που το λέγανε
 Κεμάλ.

 Μου τον γνωρίσανε. Τί μεγάλο
 και φορτισμένο από μνήμες όνομα για
 ένα τόσο όμορφο και νεαρό αγόρι,
 σκέφθηκα. Είχε φύγει απ΄ τον τόπο του
 με πρόσχημα κάποιες πολιτικές του
 αντιθέσεις.

 Στην πραγματικότητα,
 φαντάζομαι, ήθελε να χαθεί μέσ΄ στην
 Αμερική. Του το είπα
Χαμογέλασε.-Δέχεστε να σας ξεναγήσω;
Αρνήθηκε ευγενικά. Προτιμούσε μόνος.
Κι έτσι σαν γύρισα στο σπίτι μου τον
 έκανα τραγούδι, μουσική.
Ο Γκάτσος εκ των υστέρων, γράφοντας
 τους στίχους στα ελληνικά, τον έκανε
 άραβα πρίγκιπα να προστατεύει τους
 αδυνάτους. Κάτι σαν μια ταινία του
 ΄Ερολ Φλυν του ΄35.

Η Πελοπόννησος
 (καταγωγή του Γκάτσου), από τη φύση
 της αδυνατεί να κατανοήσει την
 αμαρτωλή ιδιότητα των μουσουλμάνων
 Τούρκων, που μοιάζουν σαν
 ηλεκτρισμένα σύννεφα πάνω απ΄ τον
 Έβρο, ή σαν χαμένα και περήφανα
 σκυλιά.

Το μόνο που αφήσαμε ανέπαφο
 στα ελληνικά είναι εκείνο το
 «Καληνύχτα Κεμάλ». Είτε πρίγκιπας
 αραψ είτε μωαμεθανός νεαρός της 
Νέας  Υόρκης, του οφείλουμε μια
 «καληνύχτα» τέλος πάντων, για να
 μπορέσουμε να κοιμηθούμε ήσυχα τη
νύχτα. 

Χωρίς τύψεις, χωρίς άχρηστους
 πόθους κι επιθυμίες. Κατά πως πρέπει
σ΄ Έλληνες, απέναντι σ΄ ένα νεαρό
 μωαμεθανό- όπως θα έλεγεν κι ο φίλος
 μας ο ποιητής ο Καβάφης.”

Το τραγούδι με τίτλο “Κεμάλ” γράφτηκε
 από τον Μάνο Χατζιδάκι κατά την
 παραμονή του στην Αμερική στα τέλη
 της δεκαετίας του ’60.
 Ίσως είναι ένα
 από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του
 Μάνου Χατζιδάκι για το ευρύ κοινό.
 H πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού
 περιλαμβάνεται στον δίσκο
 “Reflections”, αποτέλεσμα της
 συνεργασίας του Μάνου Χατζιδάκι με
 το συγκρότημα New York Rock &

 RollEnsemble. Στην πρώτη του αυτή  μορφή

το τραγούδι έχει Αγγλικό στίχο.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2013

Πάει κι αυτή η Κυριακή

Πάει κι αυτή η Κυριακή ...
Κάθε Κυριακή κρύβει μέσα της  /τη γεύση του''ανολοκλύρωτου''
Τα όνειρα /που δε ζήσαμε 
Τα λόγια /που δεν ακούσαμε
Οι μουσικές /οι ζωγραφιές κι οι σελίδες /που δεν μας έφτασαν ΠΟΤΕ
Η νύχτα απλώνει σεντόνια δίχτυα 
Εκεχειρία /ανακωχή στ' όνειρο της καινούργιας μέρας 
Μα τα μάτια /θέλουν να βλέπουν /πάντα /θάλασσα
Εκεί ξεδιψά ο πόθος/ για ό,τι δεν υπήρξαμε /παρά μόνο /σε επίπεδο φαντασίας .(M. Λαμπράκη)



Ανυδρο /ερωτικό τοπίο ...
ΑΧ! Ποια όνειρα καίγονται απόψε και πήρε φωτιά η νύχτα; 


Κική Δημουλά, Ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον Πόθο

Φυτολόγια (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ της
 Κικής Δημουλά)

Πήρα διαταγή. Σήμερα που έχεις καιρό, μου ’παν, πάρε τη σκάλα κι ανέβα να ξεκρεμάσεις αυτόν τον πόθο από τους τοίχους, πνίγηκε η είσοδος με δαύτον, τόσα χρόνια θέριεψε, παράγινε πια, μαζεύει και τόση σκόνη.

Κάπως έτσι δόθηκε η διαταγή, κι όσο μίλησε το φυτό άλλο τόσο μίλησα κι εγώ. Είπα μόνο τη λέξη «κρίμα», που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μακρινή, πολύ μακρινή, λυπητερή καμπάνα, την ακούς, λες κάτι πέθανε.
Ανεβαίνω τη σκάλα. Πολύ βαριά η καρδιά μου. Ανησυχώ, ρωτάω, βαστάει η σκάλα; Βαστάει, απαντάνε. Δεν κατάλαβαν.


Αρχίζω την αποκαθήλωση. Το ’φερε η μάνα μου, τόσο δα πριν από αρκετά χρόνια μέσα σ’ ένα μικρό ευτελές γλαστράκι, με δύο όλα-όλα φυτά αναποφάσιστα. Κλειστά. Το λένε «πόθο». Θεώρησαν ως την πιο ακατάλληλη θέση την είσοδο του σπιτιού, κι εκεί το ’βαλαν. 
Σκοτεινά, πληκτικά, ανέβα κατέβα τα ίδια πρόσωπα, πάνω κάτω οι δυσκολίες, πάνω κάτω τα κακονυχτισμένα όνειρα. Και όμως φαίνεται ότι όλα αυτά γίνονται λίπασμα άριστο στο φυτό. Κι αντί να μαραθεί πεισμώνει.
 Πετάει ανόητα φύλλα, καινούργια. Κάθε μέρα και μια αντίσταση, κι ένα τρελό αισιόδοξο φύλλο. Κάθε χαμένη μέρα κι ένα ονειροπαρμένο φυλλαράκι.
Εγώ ανέβα κατέβα. Το βλέπω. Στην αρχή του μιλάω ψυχρά, τυπικά. Του λέω, μπράβο, μπράβο, καλημέρα. Αργότερα ξανοίγομαι περισσότερο. Βάστα, του ψιθυρίζω. Περνάνε τα χρόνια. Άδικα επιμένεις, του λέω, μόλις βλέπω ένα καινούργιο φύλλο.
Είχαμε δω στο κάτω πάτωμα, κάποτε ένα νοικάρη. Αγάπαγε πολύ τα λουλούδια, κι είχε πάρει υπό την προστασία του το μέλλον αυτού του φυτού. Κι είχε αναλάβει να δίνει μια διακοσμητική κατεύθυνση στο κάθε καινούργιο κλωνάρι, βλαστάρι, ξέσπασμα, ούτε ξέρω πώς να το πω.
 Αυτός ήταν που το στήριζε με καρφάκια στους τοίχους, πολύ μερακλίδικες γιρλάντες, το τύλιξε γύρω από τα φώτα, στεφάνωσε την πόρτα, κάδρωσε μέσα σ’ αυτό την κακόκεφη όψη της εισόδου.


Όσες φορές τον έβλεπα ανεβασμένο στη σκάλα να εξαπατά αυτό το πράσινο, να το βάζει σε καινούργιο δήθεν δρόμο, δεν ξέρω γιατί, τον ρωτούσα κάθε φορά την ίδια βλακεία, τι λες κύριε Άγγελε, θα πραγματοποιηθεί; Αυτός πάλι, θες γιατί καταλάβαινε την ερώτησή μου, θες γιατί δεν την καταλάβαινε, απαντούσε κάθε φορά την ίδια ποθητή βλακεία,βεβαιότατα, βεβαιότατα.
Αυτά τα καρφάκια βγάζω τώρα εγώ, αυτό το πολύφυλλο «βεβαιότατα» ξεριζώνω. Κρίμα. Οι τοίχοι σιγά-σιγά ξεφορτώνονται αυτό το πράσινο προσωπείο τους. 
Καιρός ήταν. Γιατί εδώ που τα λέμε τώρα, το να ’χει κανείς τόσα χρόνια τον ίδιο πόθο, και σκόνη πιάνει και αράχνες τον καταπατούν, αφήνω που θεωρείται και μπανάλ.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Το ''παράπονο'' των Ποιητών

Οδυσσέα Ελύτη, «Το παράπονο»

Εδώ στου δρόμου τα μισά
          έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
          γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα
Στ' αληθινά στα ψεύτικα
          το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
          μες στη ζωή πορεύτηκα
Όσο κι αν κανείς προσέχει
          όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
          δεύτερη ζωή δεν έχει.
Από τη συλλογή Τα Ρω του έρωτα (1972)
[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης, «Το παράπονο», Ποίηση, Ίκαρος, Αθήνα 2002, σ. 298-299]



ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το αιώνιο παράπονo

Ό,τι κι αν κάνει το δοντάκι του

 γραμμόφωνου

άλλο τραγούδι δεν μπορεί να

 τραγουδήσει

κι ό,τι κι αν πούμε και μεις, όσο και να

 σπαράξουμε

την ίδια επωδό θα προσθέτουμε πάντα

στο αιώνιο παράπονο.
*****
Όμως πώς να το κρύψω, πώς να μην το

 πω,που σε περίμενα κι απόψε δυόμιση

 ώρες, 

που σε περίμενα κι απόψε μες το κρύο

που σε περίμενα κι απόψε ολομόναχος,

και τα κεντράκια της πλατείας να 

ξεφαντώνουν,

τα κυριακάτικα ζευγάρια να χορεύουν, 

διαρκώς ν’ αδειάζουν τ’ αυτοκίνητα 

παρέες, που σε περίμενα κι απόψε 

δυόμιση ώρες, 

και μόνο εγώ να στέκω ολομόναχος,

εγώ –κι ένα ποντίκι ψόφιο μες στο

 δρόμο.

Πώς να το κρύψω, πώς να μην το πω,

με πόση πίκρα γράφτηκαν αυτοί οι 

στίχοι,

με πόσο παίδεμα, με τι καημό,

αυτοί οι στίχοι που επιπόλαια τους 

βρίσκετε 

συνηθισμένη επωδό στο αιώνιο παράπονο

  

3. Το παράπονο του ποιητή-Τάσος

 Λειβαδίτης

Ένα παλιό αισθηματικό κερί έκαιγε πάνω


 στο τραπέζι

τα φθαρμένα έπιπλα μου είχαν διδάξει


 την υπομονή

μόνο ένα, Θεέ μου-δεν έζησα:έχοντας να


 μεριμνήσω

για τόσα φύλλα την άνοιξη.

“Τα χειρόγραφα του

 φθινοπώρου'
<<Δε σου κράτησα ποτέ κακία. Παράπονο μόνο…
Να ήξερες πόσες νύχτες προσπαθούσα με τη σκέψη μου να επικοινωνήσω μαζί σου…
Να σου στείλω ένα μήνυμα… Κι εσύ δεν άκουγες…
Ξέρεις, ο πονεμένος αποζητά τον ίσκιο ενός ανθρώπου,
για να καθήσει από κάτω, να κουρνιάσει και να κλάψει με την ησυχία του.
Ο πόνος θέλει μια σκέψη.
Ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει. 
Όταν δεν υπάρχει τίποτα γίνεται πιο σκληρός.
Πιο κοφτερός. Σε παίρνει το κατόπι κι όπου σε βρει σε μαχαιρώνει,
ώσπου να σε ρημάξει…
Μόνο οι πολύ δυνατοί, οι πολύ οχυρωμένοι τα βγάζουν πέρα.
Κι εγώ δεν ήμουν ποτέ τόσο δυνατή.
Και καθόλου οχυρωμένη.
Εσύ ήσουν πάντα ένας καλός καραβοκύρης.
Είχες πυξίδα…
Κρατούσες την ρότα σου σταθερή..
Άραξες το σκέφος σου σε απάνεμο λιμάνι..
Εγώ το δικό μου το βούλιαξα…
Ναυάγησα…
Ήρθα εδώ γιατί με πέταξαν τα κύματα…
Ταξίδευα σ’ ένα άγνωστο πέλαγος κι είχα τ’ αυτιά μου ανοιχτά μόνο για τις σειρήνες..
Όπου μου λεγαν πήγαινα…>>-Αλκυόνη Παπαδάκη



Τί σου είναι η αγάπη τελικά…(απόσπασμα)-Αλκυόνη 

Παπαδάκη
............. Είναι να μην βρει χαραμάδα το 
παράπονο
 της ψυχής. Και το περίεργο είναι πως 
μπορεί να 
κάνει στάση και να ψηλαφίζει γεγονότα 
που δεν είναι
 τόσο σημαντικά. Μπορεί να κλάψεις 
περισσότερο 
για το σημάδι μιας γρατσουνιάς, παρά για
τη χαρακιά
 μιας ακόμα βαθιά επουλωμένης
(επουλωμένη;) 
πληγής