Σελίδες

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

Ανεμώνη-Ανεμολούλουδο-Παπαρούνα


Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες.(Οδ.Ελύτης)


Ανεμώνη-Ανεμολούλουδο

Το όνομα του λουλουδιού συνδέεται με τον αρχαίο ερωτικό μύθο του Άδωνη και της Αφροδίτης. 
 Ο μύθος είναι πολύ γνωστός. Ενέπνευσε μάλιστα και μεγάλους ποιητές όπως ο Οβίδιος και αρκετά αργότερα ο Σαίξπηρ να γράψουν ύμνους σ' αυτόν τον έρωτα. 
Σύμφωνα με το μύθο ο Άδωνης βγήκε για κυνήγι στο δάσος.
Εκεί όμως τον παραφύλαγε ο θεός Άρης ο προηγούμενος εραστής της Αφροδίτης που ζήλευε τον Άδωνη αφού η Αφροδίτη τον παράτησε για τα μάτια του ωραίου νέου.
Ο Άρης μεταμορφώθηκε σε άγριο κάπρο, επιτέθηκε στον Άδωνη και τον πλήγωσε θανάσιμα. Η Αφροδίτη άκουσε τα βογκητά του Άδωνη και έσπευσε να τον βρει.
Όμως ήταν πια αργά. 

Απαρηγόρητη η Αφροδίτη πήρε στην αγκαλιά της το άψυχο σώμα του αγαπημένου της και όπως λέγεται ράντισε με νέκταρ την πληγή.
Από το μείγμα που έκαναν το νέκταρ με το αίμα ξεπήδησε ένα όμορφο λουλούδι. 

  Μόνο που η ζωή αυτού του λουλουδιού κρατάει λίγο.
 Όταν ο άνεμος φυσάει κάνει τα μπουμπούκια του φυτού να ανθίσουν και ύστερα ένα άλλο ανεμοφύσημα παρασέρνει τα πέταλα μακριά.
Έτσι το λουλούδι αυτό ονομάστηκε ανεμώνη ή ανεμολούλουδο επειδή ο άνεμος βοηθάει την ανθοφορία του αλλά και την παρακμή του. 

Θα ήταν παράληψη αν δεν αναφέραμε ότι υπάρχει και λουλούδι με το όνομα Άδωνης το οποίο μάλιστα έχει και φαρμακευτικές ιδιότητες.

Άδωνης- Αγριοπαπαρούνα

Το λουλούδι που αναφέρει ο μύθος είναι η γνωστή σε όλους μας παπαρούνα των λιβαδιών με το υπέροχο κόκκινο χρώμα (Το αίμα του Άδωνη).

Ἡ ἀνεμώνη-Γεώργιος Βιζυηνός

Ἕνας βράχος στὰ βουνὰ
  συλλογιέται μοναχός του.
Ἕνα ρυάκι, ποὺ περνᾷ,
  κάτι τραγουδάει ἐμπρός του.

Μία ἀνεμώνη, ποὺ ἀνθεῖ
  εἰς τὸν βράχο στηριγμένη,
νὰ νοήσῃ προσπαθεῖ
  τὸ τραγούδι τί σημαίνει.

Κι᾿ ὅλο σκύφτει πιὸ πολύ,
  καὶ ξεχνᾷ τὸ στήριγμά της.
Τί τραγούδι νὰ λαλῇ
  ὁ τρεχάμενος διαβάτης;

Τραγουδεῖ γιὰ μία ἀγκαλιά,
  ποὺ μὲ πόθον ἀνοιγμένη
στὴν χρυσὴν ἀκρογιαλιὰ
  μέρα νύχτα τὸν προσμένει.

-Ἄχ, κι᾿ ἂς ἤμουν, λέγ᾿, ἐγὼ
  κείνη ποὺ θὰ τ᾿ ἀγκαλιάσῃ!

Καὶ τὰ ρεῦμα τὸ γοργὸ
  σκύβ᾿ ἡ λουλουδιὰ νὰ φθάσῃ,
Μά, σὰν ἔσκυβ᾿ ἔτσι δὰ
  τὸ νερὸ μὲ τὴν ὁρμή του
τὰ φυλλάκια της μαδᾷ
  τὰ κατρακυλᾷ μαζύ του.

Τώρα στέκει μαδητή,
  στέκει στέλεχος μονάχο!
Διατί, ἄχ! διατὶ
  ξεστηρίχθηκ᾿ ἀπ᾿ τὸν βράχο!
 ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ  (1943)  Οδυσσέας Ελύτης 
Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες
Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες
Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

Άπλωσε μια πρασιά στοργής
Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του
Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες
Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι
Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη
Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

 Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μοβ τρεις μέρες πάνω απ’ τους καταρράχτες. 
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ.(απόσπασμα απο ''Το μονόγραμμα''-Οδυσσέας Ελύτης)


Στα χαλασματα καρφωσε μια * παπαρουνα που λαμπει !Ελύτης, Αξιον Εστί

Επίλογος (Φυσάει, Τάσος Λειβαδίτης)

Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.

Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου, ονειρεύτηκα πολύ
μια μικρή ανεμώνη
Έτσι ξέχασα να ζήσω.


ΑΥΤΟΣΥΝΤΗΡΗΣΗ-Κική Δημουλά

Θὰ πρέπει νὰ ἦταν ἄνοιξη
γιατὶ ἡ μνήμη αὐτὴ
ὑπερπηδώντας παπαροῦνες ἔρχεται.
Ἐκτὸς ἐὰν ἡ νοσταλγία
ἀπὸ πολὺ βιασύνη,
παραγνώρισ᾿ ἐνθυμούμενο.
Μοιάζουνε τόσο μεταξύ τους ὅλα
ὅταν τὰ πάρει ὁ χαμός.
Ἀλλὰ μπορεῖ νά ῾ναι ξένο αὐτὸ τὸ φόντο,
νά ῾ναι παπαροῦνες δανεισμένες
ἀπὸ μιὰν ἄλλην ἱστορία,
δική μου ἢ ξένη.
Τὰ κάνει κάτι τέτοια ἡ ἀναπόληση.
Ἀπὸ φιλοκαλία κι ἔπαρση.

 (Αλκυόνη Παπαδάκη)“Αν η ψυχή μας φορούσε πάντα τα καλά της και καλωσόριζε τα όνειρά μας…
Αν το καράβι μας έφτανε φωταγωγημένο στο λιμάνι που είχαμε διαλέξει…
Αν στην προβλήτα μάς περίμεναν, με ανθοδέσμες και χειροκροτήματα, όλοι αυτοί που αγαπήσαμε…
Αν δεν είχαμε αφήσει την πόρτα της ψυχής μας ανοιχτή, για να βρουν άσυλο οι κατατρεγμένοι… Τι απερισκεψία κι αυτή!
Πάντα τους ληστές τούς περνούσαμε για κατατρεγμένους.
Αν ξέραμε να διαβάζουμε εγκαίρως τα σημάδια των καιρών και να προβλέπουμε τις καταιγίδες…
Αν δεν είχαμε μπερδέψει τα σημεία του ορίζοντα και περιμέναμε να βγει ο ήλιος από τη δύση…
Πόσος χαμένος χρόνος, αλήθεια!
Aν… Αν…
Αν ήταν όλα… αλλιώς!
Μα τότε, πώς θα ξεχωρίζαμε το φως που κλείνουν μέσα τους τα φύλλα της παπαρούνας;”
 

Μπόρα Του Μάη-Ρώμος Φιλύρας

Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα
και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός
και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα
και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως.

A woman in a red Dress in a Garden with Poppies, 1914
-Καίτη Δρόσου: «ΚΟΚΚΙΝΟ φόρεμα φορώ/ και καίγονται τα σύννεφα
και στα χωράφια σεργιανώ/ και καίω τις παπαρούνες»!

Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
οπού θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ σ' ένα κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.                                                  Κώστας Ουράνης


Πίστη (Κλείτος Κύρου)

Ξέραμε πως θα ’ρχόταν μια μέρα
Που θα φιλιόμαστε όλοι στους δρόμους
Που οι παπαρούνες θα σαλεύαν ελεύθερες στον άνεμο
Που τα βράδια θα πέφταν αργά γεμάτα καλοσύνη. 
Κι όμως η πίστη ποτέ δεν ξεφτούσε
Τις κατάμαυρες νύχτες
Κλεισμένοι στα σπίτια μας
Ακούγαμε τις τουφεκιές στους δρόμους
Να τρυπανίζουν την παρθένα ερημιά
Και τ’ άγουρα παλικάρια.
Μπροστά στις μπούκες που θα ξερνούσαν το θάνατο
Τραγουδούσαν έχε γεια καημένε κόσμε
Και πασπαλίζαν τα πρόσωπά μας
Οι στάχτες της καμένης Κλεισούρας
Και οι οιμωγές του Χορτιάτη
Και χαρίζαμε τις ελπίδες μας
Στους αξούριστους άντρες
Που με τα κοντάκια τους χτίζαν τη λευτεριά
Και γράφαμε τότε την παράφορη οργή μας στους τοίχους
Έτσι
Ο ήλιος φαινόταν άρρωστος
Τα μικρά παιδιά δεν γελούσαν
Οι φάμπρικες στέκαν θλιμμένες
Όμως εμείς ξέραμε καλά
Πως θα έφτανε η μέρα εκείνη
Που ελεύθερες θα σάλευαν οι παπαρούνες στον άνεμο.

Ανεμώνες (του ποιητή Τούμας Τρανστρέμερ


Τίποτε πιο απλό απ’ το να σε μαγεύουν. Είναι από τα πιο παλιά τεχνάσματα της γης και της άνοιξης: οι ανεμώνες. 

 Είναι κατά κάποιο τρόπο αναπάντεχες. Ξεπετάγονται μεσ’ απ’ το περσινό θρόϊσμα σε παραμελημένα μέρη, όπου ποτέ δεν πέφτει το βλέμμα σου. 

Φλέγονται και αιωρούνται, πράγματι αιωρούνται, εξ αιτίας του χρώματος. 

Το έντονο μενεξεδί και μπλε χρώμα τους δεν έχει κανένα βάρος τώρα. Εδώ βασιλεύει έκσταση, αλλά χαμηλών τόνων. 

Ἓν ἄνθος-Κωστής Παλαμάς (απόσπασμα)

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.


Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.


Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.


Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.


Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.


Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική; 

Άνοιξε τα παράθυρα -*Γιάννης Ρίτσος*

Άνοιξε τα παράθυρα να δεις το σύμπαν ανθισμένο μ’όλες τις παπαρούνες του αίματός μας, – να μάθεις να χαμογελάς.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Να τος ο ήλιος πάνω απ’ τις μπρούτζινες πολιτείες, πάνω απ’ τους πράσινους αγρούς μες την καρδιά μας. Νιώθω στους ώμους το βαθύ μυρμήγκιασμα καθώς φυτρώνουν όλο πιο νέα και πιο μεγάλα τα φτερά μας.
Ύψωσε τα ματόκλαδα. Αστράφτει ο κόσμος έξω από τη λύπη σου.
Φως και αίμα.
Τραγούδι και σιωπή.
Καλοί μου άνθρωποι πως μπορείτε να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε να μη χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα.

Γιάννης Ρίτσος — Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού(απόσπασμα)

«Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό το πένθιμο μακρύ
 φουστάνι κι αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; 
Χαθήκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ 
αχτένιστα μαλλιά δε θα σ’ ανοίγανε την πόρτα τ’ 
ουρανού;


[ΟΙ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ ΑΝΘΙΣΑΝ ΞΑΝΑ...]
Μαρία Πολυδούρη
Οἱ παπαροῦνες ἄνθισαν ξανά. Στὰ ἴδια μέρη
τὶς ἔκοψα γεμίζοντας, ὡς τότε, τὴν ἀγκάλη.
Μονάχα τώρα θλιβερὸ κι᾿ ἂν ἔστηνα καρτέρι
δὲ σ᾿ εἶδα ξάφνου πλάι μου νὰ προσπερνᾶς καὶ πάλι.

Τὸ Δάσος σιγαλότατο στὸ λαῦρο μεσημέρι,
τὶς λεῦκες τὶς γλυκόλογες μὲ τὰ γιγάντια κάλλη,
μ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ σπιτάκι σου - καημὸ ποὺ μοὔχει φέρει,
τὰ βρῆκα δίχως σένανε καὶ δίχως ἐλπίδα ἄλλη

Νὰ σὲ ξαναβρῶ - θἄσωνα νὰ καρτεράω χρόνια.
Κ᾿ ἔκλαψα. Μὰ θυμήθηκα στερνὰ ποὺ ξεκινοῦσες
μὲ συνοδεία μουσικὴ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἀηδόνια

Μὲ τὴ ματιὰ νοσταλγικιὰ στὰ γύρω ποὺ σκορποῦσες
καὶ στὴν καρδιά μου σ᾿ ἔκλεισα, μὲ σὲ νὰ χαιρετήσω
ὅλα ποὺ μ᾿ ἔκανες ἐσὺ νὰ ἰδῶ καὶ ν᾿ ἀγαπήσω.


ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ- Voula Kapiri
Να τη λοιπόν, η πρώτη παπαρούνα!
Ένα ακόμα μήνυμα, της άνοιξης χαμπέρι,
έφτασε στ' ανθισμένο μας παρτέρι!
Τι χρώμα ωραίο η φωνή της, γελαστή,
την άκουσα από μακριά!
Τρέχω να την καλοδεχτώ, την καμαρώνω από κοντά!
Ένα απαλό αεράκι τη χορεύει,
τόσο γλυκιά, κόκκινη μεσ' στα κίτρινα...
ανάμεσα στις μαργαρίτες ξεχωρίζει !
Κι η μελισσούλα δεν αργεί,
μόλις την είδε .... έρωτας,
θαύμασε τον τρυφερό ανθό
κι έσκυψε τ' άρωμα της να γευτεί,
τον κόκκινο χυμό!
Αχ, το βελούδο της το κόκκινο,
έχει έναν τρόπο στην καρδιά μου να μιλάει,
ίσως να είναι κι ο σταυρός που κουβαλάει,
αυτό το ωραίο μέσα της σημάδι!
~ V. K. ~


Της παπαρούνας τον ανθό Να μην τον εμυρίσεις. Γιατί σε μένα μάτια μου Μια μέρα θα γυρίσεις.
                                                                    

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε. (Γιώργος Σεφέρης)

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη,

Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας

Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε στάχτη.
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας.
Τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα.(Γιώργος Σεφέρης).

epifaneia

Η “Άρνηση” είναι ένα από τα ποιήματα του Γ. Σεφέρη που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη στο Παρίσι το 1960 και ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1962, με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση για τον δίσκο “Επιφάνια”. 
 Η μελωδία του Μίκη, το μπουζούκι του Κώστα Παπαδόπουλου και του Λάκη Καρνέζη, και φυσικά η φωνή του Γρηγόρη, βοήθησαν τους στίχους του ποιητή να φτάσουν εύκολα και ευχάριστα στα αυτιά, στα χείλη και στις καρδιές των ελλήνων.
 Με την μελοποίηση όμως αυτή, το ποίημα του Σεφέρη έχασε 2 πράγματα.
Πρώτον, έχασε οριστικά τον τίτλο του. Αν εξαιρέσουμε τους φιλολογούντες και τους φιλολόγους, όλοι οι υπόλοιποι όταν αναφέρονται σ’ αυτό, χρησιμοποιούν ως τίτλο τις πρώτες λέξεις του ποιήματος “Στο περιγιάλι το κρυφό” ή και σκέτα “Το περιγιάλι”. 
Εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς το γιατί. Σ’ ένα λαϊκό τραγούδι όπως αυτό, ο τίτλος “άρνηση” θα ηχούσε παράταιρα.
Το δεύτερο πράγμα, που έχασε η “άρνηση” κατά την μελοποίησή της ήταν μια άνω τελεία, για την οποία έγινε πολύς λόγος.
 Αν δεν υπήρχε το περίφημο κόμμα στον διφορούμενο χρησμό της Πυθίας (“ήξεις αφήξεις ου θνήξεις εν πολέμω”), αυτή η άνω τελεία θα ήταν το πιο πολυσυζητημένο σημείο στίξης της ελληνικής γραμματείας.
 Προσέξτε την τρίτη στροφή από τους στίχους της “Άρνησης”.
Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης

και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Με την μελοποίηση όμως, η παύση που επιβάλει αυτή η άνω τελεία καταργήθηκε για τις ανάγκες του ρυθμού και της μελωδίας.
 Ο ίδιος ο Θεοδωράκης γράφει αναφερόμενος στον δίσκο του “Επιφάνια” και στις περιπέτειες της άνω τελείας:
Ηθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα.
Άλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα.
Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία!  Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα.
Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…
Και μπορεί οι στίχοι να έχασαν μια άνω τελεία, το τραγούδι όμως γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Παρά τα 45 του χρόνια που κουβαλάει στις πλάτες του, τραγουδιέται ακόμα και διατηρεί την φρεσκάδα της πρώτης ηχογράφησής του:

Η επιτυχία μάλιστα αυτή και η ανταπόκριση που είχε στον κόσμο το τραγούδι, έκανε τον ποιητή να νιώσει σαν μικρό παιδί, λησμονώντας την απώλεια της άνω τελείας του.
Το καλοκαίρι του 1962 ο Σεφέρης θέλησε να διαπιστώσει “ιδίοις όμμασι” πώς ο κόσμος τραγουδάει την ποίησή του. Ο Σεφέρης πήρε “αγκαζέ” τον Μίκη και τον Γ. Π. Σαββίδη και τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσει το
“Περιγιάλι το κρυφό”. Γράφει σχετικά ο Μίκης: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη».

Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη αχτίνα-Γιώργος Σεφέρης

«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.

Μπιθικώτσης -Θεοδωράκης (1962)
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39

 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Στὸ μεταξὺ πολλὲς φορὲς μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι πιὸ καλὰ νὰ κοιμηθεῖς
παρὰ νὰ βρίσκεσαι ἔτσι
χωρὶς σύντροφο καὶ νὰ ἐπιμένεις τόσο.
Καὶ τί νὰ κάνεις μέσα στὴν ἀναμονή, καὶ τί νὰ πεῖς;
Δὲν ξέρω. Κι οἱ ποιητὲς τί χρειάζονται σ᾿ ἕνα μικρόψυχο καιρό;


Η Λυπημένη:Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης


Mουσική:Νίκος Πλάτανος-Ερμηνεία:Mελίνα Κανά
Στην πέτρα της υπομονής
Κάθισες προς το βράδυ
Με του ματιού σου το μαυράδι
Δείχνοντας πως πονείς

Κι είχες στα χείλια τη γραμμή
Που είναι γυμνή και τρέμει
Σαν την ψυχή γίνεται ανέμη
Και δέουνται οι λυγμοί

Κι είχες στο νου σου το σκοπό
Που ξεκινά το δάκρυ
Κι ήσουν κορμί που από την άκρη
Γυρίζει στον καρπό

Μα της καρδιάς σου ο Σπαραγμός
Δε βόγκηξε κι εγίνει
Το νόημα που στον κόσμο δίνει
Έναστρος ουρανός



Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό χρώμα, κόκκινο..

Τα τριαντάφυλλα και τα σπαθιά
τάχτηκαν για το κόκκινο.
Κι η μνήμη 
για να φιλάει τα σύνορα.(Mιχάλης Γκανάς)

Τάσος ΛειβαδίτηςΉταν τότε που πίστεψα πως η Επανάσταση κι ο Έρωτας έχουν το ίδιο δυνατό κόκκινο χρώμα. Με τα μάτια μου ξεχειλισμένα στα δάκρυα ...
Τάσος Λειβαδίτης
Το ξέρω, είναι όμορφο ν΄ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν΄ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ΄αποχαιρετήσεις όλ΄αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ΄άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
-Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ: «Γυμνό Σώμα»(απόσπασμα)

Είπε:

ψηφίζω το γαλάζιο.

Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.

Το σώμα σου ωραίο.

Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.

Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
- See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.
Ένας αιώνας
κ’ εννιά δευτερόλεπτα.
Τι να τα κάνω τ’ άστρα
αφού λείπεις;
Με το κόκκινο του αίματος
είμαι.
Είμαι για σένα.
- See more at: http://www.egriechen.info/2014/07/giannis-ritsos-ta-erotika.html#sthash.yRydue2h.dpuf
-Τεντ Χιουζ: «Κόκκινο ήταν το χρώμα σου.…
Η βελούδινη μακριά σου φούστα, ένας
 αιμάτινος επίδεσμος…
Το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο…
Κι έξω απ’ το παράθυρο
παπαρούνες ντελικάτες κι εύθραυστες…
Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο…
Οτιδήποτε έβαφες, το έβαφες λευκό
κι ύστερα το ‘πνιγες στα τριαντάφυλλα…
τριαντάφυλλα που έκλαιγαν,
ακόμα περισσότερα τριαντάφυλλα
και μερικές φορές, ανάμεσά τους, ένα μικρό γαλαζοπούλι.»

Κόκκινο ποίημα (Γιώργος Δουατζής)

Στάζανε οι λέξεις κάτι κόκκινο
αίμα, χρώμα
κάτι κόκκινο έσταζαν οι λέξεις
και το ποίημα έδειχνε αιμόφυρτο


αλλά κι αν ήτανε κρασί
κόκκινο, κατακόκκινο
και μεθυσμένο το ποίημα
αιμόφυρτο θα έδειχνε

σαν το πρώτο παιδικό ποδήλατο
που σκουριασμένο στο υπόγειο
ανακαλεί μνήμες δεκαετιών
κι ακόμα κοκκινίζει τα γόνατα
με ματωμένες αταξίες

Η Ποίηση είναι, μην ανησυχείς
φεύγει μόνο με αποδόμηση κυττάρων
κι ίσως με τη σιωπή της γνώσης
κάνει τα όνειρα αληθινά
κι ας είναι αιμόφυρτα ή μεθυσμένα

Γιώργος Δουατζής, Τα κόκκινα παπούτσια


Κόκκινα πόθου πάθους

Κόκκινα επιθυμίας αμαρτίας

Κόκκινα έντασης φευγιού

Κόκκινα ματωμένης αγκαλιάς

Κόκκινα ολέθρια κόκκινα

Παπούτσια κόκκινα

Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως,
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως,
μέσα στο φως, με χρώματα και χειρονομίες,
ανθρώπων που αγαπήσαμε, που αγαπήσαμε.(Γ.Σεφέρης)
Artist Mark Arian

  Ερωτικό Κείμενο, Αλκυόνη Παπαδάκη

Ήταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.
Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους.
Δεν μιλούσαν.
Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης. 

Το πάθος μιλάει με την αφή.
Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά.
Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή.
Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα.
Σκαλίζει… κι ονειρεύεται…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”της Αλκυόνης Παπαδάκη



Έτσι πολύ ατένισα-Κ.Π.Καβάφης 
Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,
που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.
Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.
Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·
πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,
και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.
Πρόσωπα της αγάπης, όπως τάθελεν
η ποίησίς μου .... μες στες νύχτες της νεότητός μου,
μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα ....


Κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου… 
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό σου μάτι,

και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω γύρω
κι έπινα μέσ’ από τα χείλια σου,
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,

και σταλάζανε απ’ τα χείλια σου
γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
κι ήταν άσπρό το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…

Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα
Κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια
μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια

κι απ’ το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι.



Το
κόκκινο στην ποίση του Οδ.Ελύτη (παραθέματα)


Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες

Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο

Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χί-

μαιρας

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!

Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου

Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω

Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών

Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυο-σμαρίνια.

” Έτσι συχνά όταν μιλάω για τον ήλιο

μπερδεύεται στη γλώσσα μου ένα

Μεγάλο τριαντάφυλλο κατακόκκινο.

Αλλά δε μου είναι βολετό να σωπάσω… “



Ήλιος ο ηλιάτορας"

Τι να σας πω γυναίκες  τι να μη σας πω

    παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ


Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
    πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
    βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι




Artist Mark Arian

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα

Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες...
Προσανατολισμοί -Οδ.Ελύτης 
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες

Μαβιές

Κόκκινες

Κίτρινες

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.

Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης(αποσπάσματα)

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Το Μονόγραμμα (απόσπασμα)
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό. Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο. Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος. ΙΙΙ.

Aιχμαλωσία-Τάσος Λειβαδίτης 

Παρ' όλο που σε όλη μου τη ζωή βιαζόμουν, η νύχτα μ' έβρισκε πάντα απροετοίμαστο ή μάζευα τα φύλλα του φθινοπώρου, έχουν μια μυστηριώδη τύχη που μας ξεπερνά και γενικά τ' ανθρωπιστικά αισθήματα δε σ' ανεβάζουν ψηλά, το πολύ να φτάσεις ώς τη λαιμητόμο ή έστω ώς το παράθυρο μιας γυναίκας με κόκκινα μαλλιά, και λέω κόκκινα γιατί αγαπώ το μέλλον, όπως και τα φαρμακεία τη νύχτα μοιάζουν με φανταστικές εξόδους κι οι ποιητές ονειρεύονται ρωμαϊκές γιορτές ή αρνούνται να πεθάνουν, κατά τα άλλα συνήθως καίγομαι, έτσι ξεχειμωνιάζω καλύτερα ή στα σπίτια που μ' έδιωχναν άφηνα πάντα πίσω απ' την πόρτα ένα τσεκούρι.
    Aλλά οι καλύτερες στιγμές μου είναι τα βράδια, όταν ανοίγω το παράθυρο κι αφήνω ελεύθερα τα ωραία ωδικά πουλιά που εκγυμνάζω τις ατέλειωτες ώρες της αιχμαλωσίας.

Τάσος Λειβαδίτης: η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό  χρώμα, κόκκινο..

ΕΚΣΤΑΣΙΣ-Κική Δημουλά

Τὸ μικρό μου παιδὶ
σοβαρὴ ἀταξία ἔκανε πάλι.
Στὸ πεζούλι τοῦ σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε μὲ τὸ χέρι του
τὸ κρεμασμένο
στὸν τοῖχο τ᾿ οὐρανοῦ
κόκκινο πιάτο,
κι ἔχυσε ὅλο τὸ φῶς ἐπάνω του.

Ὁ Θεὸς ἀπόρησε
ποὺ εἶδε τὸν ἥλιο
ντυμένο ροῦχα παιδικὰ
νὰ κατεβαίνει τρέχοντας
τῆς φαντασίας μου τὴ σκάλα
καὶ νά ῾ρχεται σὲ μένα.
Κι ἐγὼ κάθομαι τώρα
καὶ μαλώνω αὐστηρὰ
τὸ μικρό μου παιδὶ
ἐνῶ κλέβω κρυφὰ
τὸν χυμένο ἐπάνω του ἥλιο.