Σελίδες

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η αμυγδαλιά στη μυθολογία και την ποίηση

                              Phyllis and Demophoon John William Waterhouse, 1849-1917
Αμυγδαλιά και Μυθολογία

 Η ελληνική μυθολογία μας μιλά για μια όμορφη πριγκίπισσα που ονομαζόταν Φυλλίς, και που ήταν θυγατέρα ενός βασιλιά της Θράκης.

 Αυτή ερωτεύτηκε τον γιο του Θησέα τον Δημοφώντα.Οι δύο νέοι γνωρίστηκαν όταν το καράβι του νεαρού Αθηναίου Δημοφώντα επέστρεφε από την Τροία.

Παντρεύτηκαν αλλά μετά από λίγο καιρό ο νεαρός Αθηναίος νοστάλγησε
την πατρίδα του και η ερωτευμένη πριγκίπισσα μην αντέχοντας να τον βλέπει στεναχωρημένο τον άφησε να γυρίσει πίσω και αν την αγαπούσε πραγματικά θα ξαναγύριζε και τότε θα ήταν πραγματικά και ειλικρινά δικός της.

Έτσι κι έγινε και η ερωτευμένη Φυλλίς έμεινε μόνη να περιμένει τον εκλεκτό της
για χρόνια ώσπου μαράζωσε και πέθανε από τη θλίψη της.
Όμως οι θεοί που ήξεραν την ιστορία της την μεταμόρφωσαν σε δέντρο
για να μπορεί να περιμένει για περισσότερα χρόνια τον αγαπημένο της.
Έτσι η ερωτευμένη γυναίκα δεν πέθανε αλλά έγινε το δέντρο,
που έμελλε να γίνει σύμβολο της ελπίδας : η Αμυγδαλιά.
Έλεγαν λοιπόν ότι μετά από χρόνια και όταν ο Δημοφώντας επέστρεψε στη Θράκη βρήκε την αγαπημένη του και πιστή γυναίκα, όχι περιστοιχισμένη από μνηστήρες αλλά ένα ξερό δέντρο δίχως φύλλα στη μέση του παγωμένου τοπίου.
Απελπισμένος και γεμάτος τύψεις αγκάλιασε τον κορμό της και τότε εκείνη
πλημμύρισε ανθούς στη μέση του χειμώνα νικώντας
τον θάνατο.

John William Waterhouse, Gathering Almond Blossoms (1916)
Μια άλλη εκδοχή του μύθου για την αμυγδαλιά αναφέρει ότι:
Η Φυλλίς έμεινε πίσω περιμένοντας τον, στον τόπο της τελετής του γάμου της.
Τα χρόνια περνούσαν και ο Δημοφώντας δεν επέστρεφε.
Απελπισμένη η βασιλοπούλα που τον έχασε για πάντα πήγε και
κρεμάστηκε σ΄ ένα δέντρο. 
Το δέντρο κράτησε την ψυχή της κι από τότε
δεν ξανάβγαλε φύλλα ούτε άνθισε.
Κάποτε με τα χιόνια του Γενάρη γύρισε ο γιος του Θησέα.
Σαν έμαθε τον τραγικό χαμό της αγαπημένης του πήγε, αγκάλιασε το δέντρο και
αυτό άρχισε να βγάζει τρυφερά φύλλα και άνθη.
Η ψυχή της βασιλοπούλας ένιωσε χαρά με το γυρισμό του Δημοφώντα
μα δεν ξαναπήρε την ανθρώπινη μορφή της.
Έμεινε δέντρο και κάθε χρόνο το Γενάρη, στολίζεται με κάτασπρα λουλούδια.
Έτσι η αμυγδαλιά, έγινε σύμβολο της ελπίδας, δείχνοντας ότι
η αγάπη δεν μπορεί να νικηθεί από το θάνατο.

Phyllis and Demophoon, 1870 

Edward Burne-Jones (1833-1898)

Η ιστορία της Αμυγδαλιάς

Η Αμυγδαλιά ήταν ένα νέο, πανέμορφο, ροδαλό κορίτσι.
Η μητέρα της την αγαπούσε πολύ, φοβόταν όμως τις κρύες μέρες του χειμώνα να την αφήσει να βγει έξω για να μην κρυώσει. Γι' αυτό το χειμώνα την κλείδωνε στο δωμάτιό της.
Μια μέρα όμως ο Βοριάς πέρασε έξω από το παράθυρό της, την είδε και την ερωτεύτηκε. Πώς όμως θα ερωτεύονταν και αυτή το Βοριά; Τριγυρνούσε θλιμένος έξω από το παράθυρό της.
Ωσπου μια νύχτα σκέφτηκε να μεταμορφωθεί σε πρίγκηπα.
 Ο Βοριάς παρουσιάστηκε στην Αμυγδαλιά σαν όμορφος νεαρός άντρας και της ζήτησε αμέσως να παντρευτούν. Εκείνη μόλις τον αντίκρισε τον ερωτεύτηκε και δέχτηκε την πρότασή του.
Μια μέρα λοιπόν, που έλειπε η μητέρα της από το παλάτι, βγήκε έξω τρέχονταςκαι αγκάλιασε το Βοριά.
Δεν άντεξε την παγωνιά και απ' το κρύο του ξεψύχησε.
Από τότε ντύνεται νυφούλα και δέχεται το άγγιγμα του αγαπημένου της Βοριά κάθε χειμώνα.
             Ποιήματα για την αμυγδαλιά

Λίγο ακόμα (Γιώργος Σεφέρης)

Λίγο ακόμα
θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν' ανθίζουν
τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο
τη θάλασσα να κυματίζει
λίγο ακόμα,
να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
                Henry Ryland | Almond blossom
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ (1888-1962)
ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ

Ωχρό φωτίζει απόψε το φεγγάρι
τις στράτες του χωριού, στη σιγαλιά.
Γυρτή πίσω απ’ το φράχτη κι έχει πάρει
μια ανήσυχη έγνοια η άσπρη αμυγδαλιά.

Στεφάνια έχει ανθοπλέξει ένα ζευγάρι
δεσμούς για την αγάπη την παλιά.
Κι οι πόθοι της στου ονείρου όλη τη χάρη
Πετούν, ξαναγυρνούν, τρελά πουλιά.

Γλυκέ ερωμένε, Μάρτη, Μάρτη, ακόμα
δε φαίνεσαι, να σμίξτε στόμα στόμα
στην ήμερη ησυχία του χωριού

Κι η νύφη από κλωνάρι, από μιαν άκρη
τρεμάμενο να στάξει αφήνει δάκρυ
διαμάντι μες στο φως του φεγγαριού.
Κ. Καρυωτάκη, Μυγδαλιά
Κι ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω
πώς μπορεί να πεθάνει μια γυναίκα
που αγαπιέται.

Εχει στον κήπο μου μια μυγδαλιά φυτρώσει
κι είν' έτσι τρυφερή που μόλις ανασαίνει·
μα η κάθε μέρα, η κάθε αυγή τηνε μαραίνει
και τη χαρά του ανθού της δε θα μου δώσει.

Κι αλίμονό μου! εγώ της έχω αγάπη τόση...
Κάθε πρωί κοντά της πάω και γονατίζω
και με νεράκι και με δάκρυα την ποτίζω
τη μυγδαλιά που 'χει στον κήπο μου φυτρώσει.

Αχ, της ζωούλας της το ψέμα θα τελειώσει·
όσα δεν έχουν πέσει, θα της πέσουν φύλλα
και τα κλαράκια της θε ν' απομείνουν ξύλα.
Την άνοιξη του ανθού της δε θα μου δώσει

Κι όμως εγώ ο φτωχός της είχ' αγάπη τόση...

Κ. Δ. Καρυωτάκης, O πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων (1919)

Daniel Ridgway Knight (1839 1924)
Νικηφόρου Βρεττάκου (από τη συλλογή «Ο χρόνος και το ποτάμι»), με τίτλο: 
Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της...

Μιά μυγδαλιά καί δίπλα της,
ἐσύ. Μά πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στό παράθυρο
καί σᾶς κοιτῶ καί κλαίω.
Τόση χαρά δέν τήν μποροῦν
τά μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τίς στέρνες τ’ οὐρανοῦ
νά τίς γιομίσω.
Κώστας Μόντης
"Ἡ ἀμυγδαλιὰ"
«Κάθ’ἥν στιγμὴv ἐμεῖς συζητᾶμε ἀκόμα
ἀμυγδαλιὰ ἄναψε ἤδη ντόμπρα τὰ κεράκια της
κι ἀνήρτησε σὲ κoινὴ θέα τὶς πρoθέσεις της.
Ὢ ναί, τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς
ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ πῆρε τὴν ἀπόφαση,
τoυλάχιστo oἱ πoιητὲς ἂς μὴν τὴ λέμε "τρελλή"
πoύ ἐπωμίσθηκε τὶς εὐθύνες της,
πoυ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν δειλῶν,
πoὺ διεκινδύνευσε τὴ νoημoσύνη της
στὰ ὄμματα τῶν ἀνίδεων,
στὰ ὄμματα τῶv θερκoκηπίων.»
             Daniel Ridgway Knight (1839 1924)
Ἡ μυγδαλιά-Γεώργιος  Δροσίνης

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της 

κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.

Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:

-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;

Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.


Γιάννη Ρίτσου, «Φως»

Ένα κλαδάκι μυγδαλιάς
μπρος στο παράθυρο,
ένα κλαδάκι μοναχά
σου κρύβει το μισό χωριό.
Ο έρωτας με την παλάμη του
σου κρύβει όλο τον κόσμο.
Μένει το φως μονάχα.
Από τη συλλογή Ασκήσεις (1960)
Γιάννης Ρίτσος
Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (β)-απόσπασμα
Τη νύχτα οι μυγδαλιές με τ’ άσπρα τους φορέματα περάσαν κάτου απ’ τα παράθυρα μας αργές και λυπημένες, όμοιες με κείνα τα χλωμά κορίτσια του ορφανοτροφείου όταν γυρίζουν από μια μικρή εκδρομη, την Κυριακή, πιασμένες δυό δυό απ’ το χέρι, χωρίς να μιλάνε, χωρίς να βλέπουν τ’ άστρα που φυτρώνουν ένα ένα μες στον ίσκιο, μακρινά κι ευτυχισμένα.
Αύριο θα στείλουμε τις μυγδαλιές περίπατο στο ακροθαλάσσι να πλύνουνε τα πρόσωπα τους απ’ τη σκόνη της λύπης μας.
Και το βράδυ που θα γυρίσουν χαρούμενες, θα μας φέρουν τα πρώτα μας λόγια πλυμένα στη θάλασσα, κι εμείς θα κλαίμε στο ανοιχτό παράθυρο απ’ τη χαρά μας που μπορούμε να κλαίμε.

ΑΜΥΓΔΑΛΙΤΣΑ-Voula Kapiri
Ολονυχτίς σε γύρευα,
περίμενα ν' ανθίσεις,
αργείς, μην και ξεχάστηκες
και πως να ξημερώσει,
χωρίς τα ανθάκια τα λευκά,
ελπίδας τη χαρά!
Η χειμωνιά εδώ της ντροπής,
χειρότερη δεν είδα
κι εσύ δεν θέλεις να φανείς,
να γελαστούνε πίσω σου
κόκκινες παπαρούνες,
οι πασχαλιές,
η Άνοιξη μ' όλες τις ευωδιές!
Αμυγδαλίτσα αγάπη μου
άνθισε να χαρείς,
πρόκαμε ομορφιά μου εσύ
πριν σε προφτάσουν άλλοι,
φέρε το μήνυμα στη γη,
κύκλος κι αλλάζουν οι καιροί!
~~V.K.~~

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Ο Ιανουάριος στην ποίηση

Τάσος Λειβαδίτης, «Ιανουάριος» 

Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.
 (Από τη συλλογή «Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου», 


Γενάρης 1904-Κωνσταντίνος-Π- Καβάφης
A οι νύχτες του Γενάρη αυτουνού,

που κάθομαι και ξαναπλάττω με τον νου
εκείνες τες στιγμές και σ’ ανταμώνω,
κι ακούω τα λόγια μας τα τελευταία κι ακούω τα πρώτα.

Aπελπισμένες νύχτες του Γενάρη αυτουνού,
σαν φεύγ’ η οπτασία και μ’ αφήνει μόνο.
Πώς φεύγει και διαλύεται βιαστική —
πάνε τα δένδρα, πάνε οι δρόμοι, πάν’ τα σπίτια, πάν’ τα φώτα·
σβήνει και χάνετ’ η μορφή σου η ερωτική.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) 

Κική Δημουλά – Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους.
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν
επάνω σε αλλότριας πατρίδας
πλανόδιους ανθοπώλες

μπουκέτα φασκιωμένα
με αγριωπό χαρτί
και η φτηνή ποιότητα
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες

όπως κι εμείς όταν παιδιά
για σχέδια πεινασμένα
σ' εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον.

Απόγευμα πρωτοχρονιάς
ψυχή στους δρόμους
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.

Από τη συλλογή ‘’Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως’’ (2007)
Χάρης Βλαβιανός, «Παραμονή» 
Για σένα ο μήνας θα ’ναι πάντα ο πρώτος· 
οι ατέλειες στο πορτραίτο –
το τεθλιμμένο βλέμμα 
η αμήχανη σύσπαση των χειλιών – 
σε αφήνουν αδιάφορη.
 Στην πολύχρωμη σιωπή 
της αγαπημένης σου βραδιάς 
(χρυσά έλατα, πορσελάνινες κούπες)
 γιόρτασα την ακινησία του χρόνου. 
Οι αγγελιαφόροι φορώντας μάσκες και περούκες 
χορεύουν με τους ζωντανούς.
 Σκοτείνιασε νωρίς.
 (Από τη συλλογή «Adieu», εκδ. Νεφέλη, 1996. Συγκεντρωτική έκδοση «Η εύθραυστη επικράτεια των λέξεων», εκδ. Νεφέλη, 2013)

 Του Γενάρη το ηλιοβασίλεμα-Γεώργιος Δροσίνης
Tου Γενάρη ηλιοβασίλεμα
γαλανό, καθάριο λάμπει,
στολισμένο με τα χρώματα
μιας μαγιάτικης αυγής.
Πρώιμη άνοιξη γιορτάζουνε
ο άλλος κόσμος άλλοι κάμποι:
T’ ουρανού τα ρόδα ανθίσανε
πριν ανθίσουνε της γης.
Κωστής Παλαμάς, [Ρήγισσα Πρωτοχρονιά]

Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κ’ εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κ’ εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,
πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κ’ εσείς ονείρατα άστρεχτα, κ’ η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κ’ η ορμή, κ’ εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
 ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,

καρποί που μαραγκιάσατε κ’ εσείς βλαστοί δροσάτοι,
φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.

Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κ’ εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.
-Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, σας χαρίζω
τη λυρική μου σκέψη!

(Κ. Παλαμάς, Άπαντα- Η πολιτεία και η μοναξιά, εκδ. Γκοβόστης)
Με ένα ποίημα, για το καλό, συνήθιζε να ξεκινά ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) τη νέα χρονιά. Στο Αρχείο Ρίτσου στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη (ΙΑΜΜ), ο ερευνητής θα ανακαλύψει αρκετά ποιήματα με ημερομηνία 1 Ιανουαρίου. 
Γραμμένα σε πρόχειρα σημειωματάρια, με σχόλια, διορθώσεις και διαγραφές, μεταφέρονται αργότερα με επιμέλεια και με την κοσμημένη βυζαντινή χειρογραφή του Ρίτσου σε πανόδετα τετράδια ή σε αυτοσχέδια βιβλιαράκια με σκληρό χάρτινο εξώφυλλο φιλοτεχνημένα σχολαστικά από το χέρι του ποιητή-ζωγράφου, με τρόπο αποκαλυπτικό για τη λειτουργία των μηχανισμών της ποιητικής του. Από τα τελευταία του ποιήματα, συγκινητικό στην πρώτη του γραφή, είναι το «Νύχτωσε», γραμμένο στην Αθήνα την 1.1.88:

Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ενας χρόνος περισσότερο στο χρόνο του
Ενας χρόνος λιγότερο απ' το χρόνο του. Απ' το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ' αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου - είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ' αυτή την ησυχία,
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Εχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Παραμονή των Χριστουγέννων ('Εμμετρο παραμύθι) ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

An Angel Playing a Flageolet by Sir Edward Coley Burne-Jones

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
('Εμμετρο παραμύθι)- ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Παραμονή των Χριστουγέννων
σε κάποιο έρημο χωριό
που μόνο γέροι κατοικούνε
-πεντέξι όλοι κι όλοι ζούνε-
χτύπησε το καμπαναριό.

Τρέμουν και κάνουν το σταυρό τους
και λεν πως κάτι αμαρτωλό
έγινε απόψε στο χωριό τους
κι ήρθαν νεράιδες να χτυπήσουν
καμπάνες στο έρημο χωριό.

Παπάς δεν ήρθε μήτε θα' ρθει
νερό να φέρει του αγιασμού
εκτός και αν 'ερθει τέλη Μάρτη
που λιώνουν στις πλαγιές τα χιόνια
κι είναι του Ευαγγελισμού.
 The Angel  by Lorenzo Lotto (1527)
Απόψε όμως κάτι ακούνε
μες στις σκιές του φεγγαριού
κι όπως προσεύχονται-γυρίζουν
και τρεις αγγέλους αντικρύζουν
που ήρθαν στην άκρη του χωριού.

Τέτοια χαρά είχαν να δούνε
απο τις μέρες τις παλιές
απο πολέμους ξεχασμένους
και τους στρατούς στεφανωμένους
με δάφνες και πασχαλιές,

όταν πηγαίναμε στις μάχες
και σταματούσαν στα χωριά
να ξεδιψάσουν τ' άλογα τους
κι απλώνανε τα λάβαρά τους
και γράφαν πάνω :Λευτεριά!
Bernardino Luini (Italian High Renaissance, c1480-1532) ~ Angel Fresco
Απόψε όμως κάτι άλλο
στους ουρανούς έχει γραφτεί
για το χωριό τους και για κείνους
με τους αγγέλους μες στους κρίνους
που στον αέρα έχουν σταθεί.

Τους φέρνουνε τυρί και μέλι
και γάλα για να πιούν ζεστό
και ρόδια μέσα στο πανέρι
κι όλο προσεύχονται οι γέροι
στο νεογέννητο Χριστό.

Πηγαίνουν στη μικρή εκκλησιά τους
κι αρχίζουν τα δοξαστικά
κι ανάβουν όλοι τα κεριά τους
και γονατίζουν την καρδιά τους
με το <<Χριστός Ιησούς Νικά>>


Κι ολόρθος στην Ωραία Πύλη
με χρυσοστόλιστη στολή
άναψε ο άγγελος καντίλι.
Δεξιά ζερβά οι άλλοι αγγέλοι
μένουν ακόμη σιωπηλοί.

'Ωσπου απ' το τέπλο κατεβήκαν
απ' τις παλιές ζωγραφικές
άγιες κι άγιοι θλιμμένοι
κουρέλια που άστραφταν ντυμένοι
με τις φωνές αγγελικές.

 Κι άρχισαν να' ρχονται θηρία
που ζουν σε δάση και βουνά
κι ήρθαν κι αυτά που το χειμώνα
ζουν στις σπηλιές και ζούνε μονα
και σε φαράγγια σκοτεινά.
MELOZZO DA FORLI Music-making Angel
Κι ήρθαν πουλιά κι ήρθαν λουλούδια
και τ' ακατοίκητα νησιά
κι ήρθανε να λειτουργηθούνε
και πέντε προσευχές να πούνε
στην ταπεινή την εκκλησιά.

Κι γέροι χωρικοί γελάνε
βλέπουν τ' απίστευτα που ζουν
και με χαρά μονολογούνε
τι έχουν κάποτε να πούνε
σ' αυτούς που κάποτε θα' ρθούν.

Ετσι στον άνθρωπο συμβαίνει
να βλέπει αγγέλους μια φορά
και να' ναι η ώρα του αγαιασμένη.
Ετσι κι οι γέροι αυτή τη νύχτα
ζήσανε αυτά τα φοβερά.

Και το' χαν τώρα παραμύθι
μα ποιός πιστεύει 'ολα αυτά
που λένε οι γέροι στους ανέμους
αφού τους λεν ξεμωραμένους
κι  φαντασία τους πετά.