Κρύο βαρύ, χειμώνας όξω, τρέμουν οι φωτιές στα τζάκια, τώρα ποιος τα συλλογιέται τα καημένα τα πουλάκια!
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα, τα πουλάκια είναι στα δάση, τα πουλάκια θα τα πάρει ο βοριάς που θα περάσει,
η βροχή και το χαλάζι κι ο βοριάς που θα περάσει, και το χιόνι που το παίρνουν στις αυλές με το φαράσι.
Κι αν η νύχτα είναι μεγάλη, κι έρχεται γιομάτη τρόμους, κι αν ο θάνατος απόψε, φέρνει γύρα μες τους δρόμους,
κι αν η παγωνιά θερίζει κι είναι δίχως ρουχαλάκια, δε βαριέσαι, ποιος θυμάται τα καημένα τα πουλάκια.
Τα πουλάκια είναι στα δένδρα, τα πουλάκια είναι στα δάση, τα πουλάκια θα τα πάρει ο βοριάς που θα περάσει.
Στα παιδάκια είναι τα χάδια, στα παιδάκια τα φιλάκια, τώρα ποιος τα συλλογιέται τα καημένα τα πουλάκια! Κι όταν γίνει, πάλι, βράδυ κι όλοι πάνε να πλαγιάσουν, να χωθούν μες τα κρεβάτια, μη τυχόν και ξεπαγιάσουν,
τα πουλάκια τα καημένα, τα πουλάκια, τώρα, πέρα θα χαθούν χωρίς ελπίδα να φανούν την άλλη μέρα…
Ο χειμώνας (Λάκης Παπαδήμας)
Ο χειμώνας ήλθε πάλι κι όλοι γύρω στο μαγκάλι έχουν μαζευτεί. Ρίχτε κάστανα στη θράκα, παραμύθια η γιαγιάκα θα ‘ρθει, να μας ‘πει.
Έξω πέφτει το χαλάζι και τη θύρα μας τραντάζει τώρα ο Βοριάς. Μεσ’ την κρύα ανατριχίλα σκορπισθήκανε τα φύλλα της κληματαριάς.
Μεσ’ την άγρια τούτη μπόρα Τρομαγμένα όλα τώρα πάνε τα πουλιά. Λίγη ζέστη για να βρούνε τσίου – τσίου, θα κρυφθούνε, μέσα στη φωλιά.
Από το Αναγνωστικό της Β’ τάξης του Δημοτικού, ΟΕΔΒ, 1963
Πουλάκι του χειμώνα (Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος)
Μες στο κρύο, έξω απ’ το σπίτι, ξένο πέταξε σπουργίτι. Φύλλο, σπόρος πουθενά, πώς κρυώνει και πεινά!
Το παράθυρο θ’ ανοίξω δυο σπυράκια να του ρίξω. –Έλα μέσα δω, πουλί, ζεστασιά θα βρεις πολλή.
Δεν ακούει, μόνο τσιμπάει δυο σπυράκια και πετάει. –Ταξιδιάρικο πουλί, πέταξε, ώρα σου καλή. ΠΗΓΗ
ΤΟ ΠΑΓΩΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ-Χάρης Σακελλαρίου Μουσική -Μίκης Θεοδωράκης
Έξω πέφτει χιόνι κι είναι παγωνιά κι όλοι μαζευτήκαν στη ζεστή γωνιά. Άσπρισαν οι δρόμοι, στρώθηκε η αυλή κι ο βοριάς σφυρίζει, τώρα πιο πολύ. Στο παράθυρό μας στέκει ένα πουλί και χτυπά το τζάμι και παρακαλεί: -Πάρτε με κοντά σας, για να ζεσταθώ. Τρέμω το καημένο κι έξω θα χαθώ. -Έλα ‘δω, πουλάκι, για να ζεσταθείς, όλοι σ’ αγαπούμε. Μη μας φοβηθείς. Από το ψωμί μας ψίχουλα να φας κι όταν βγει ο ήλιος λεύτερο πετάς.
Κι η μάνα είν' έμορφη σα μυγδαλιάς λουλούδι. Ζωγράφος-Γιάννης Τσαρούχης
Φύλλα ημερολογίου-Τάσος Λειβαδίτης Ποιος ξέρει τί θα συμβεί αύριο ή ποιος έμαθε ποτέ τί συνέβη χτες; Τα χρόνια μου χάθηκαν εδώ κι εκεί σε δωμάτια, σε τραίνα, σε όνειρα αλλά καμμιά φορά η φωνή μιας γυναίκας καθώς βραδιάζει, μοιάζει με το αντίο μιας ηλικίας που τελείωσε και οι μέρες που σου λείπουν, ω Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν στον Παράδεισο. Συλλογιέμαι τα μικρά ξενοδοχεία, όπου σκόρπισα τους στεναγμούς της νιότης μου ώσπου στο τέλος δεν ξεφεύγει κανείς αλλά να πάει, πού; Κι ο έρωτας είναι η τρέλα μας μπροστά στο ανέφικτο να γνωρίσει ο ένας τον άλλο Κύριε, αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο κι όταν πεθάνω θα θελα να με θάψουν σ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου για να πάρω και το χρόνο μαζί μου. Κι ίσως ό,τι μένει να ναι στην άκρη του δρόμου μας ένα μικρό “μη με λησμόνει”.
Ουμπέρτο Σάμπα, Βράδυ του Φλεβάρη
Βγαίνει το φεγγάρι. Στη λεωφόρο είναι ακόμα μέρα, ένα βράδυ που πέφτει γοργά. Αδιάφορη νεολαία αγκαλιάζεται σφιχτά· εκτρέπεται σε ευτελείς στόχους. Κι είναι η σκέψη του θανάτου που, στο τέλος, σε βοηθάει να ζήσεις. *Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ
Κλείτος Κύρου, «Ήρθα ντυμένος»
Ήρθα ντυμένος φλεβαριάτικα ρούχα μια νύχτα ερειπωμένη
Αδιάκοπα ταξίδια, χιλιόμετρα αναμνήσεων κι ο σουβλερός
άνεμος στις παγωμένες λίμνες να ποδοπατεί χωρίς έλεος
την εσθήτα του καλοκαιριού
διαβαίνεις κάμπους και λαγκαδιές κρύσταλλα και
σταλαχτίτες ζεσταμένος από την πυροστιά των ματιών
της που θ’ ανθίσουν στη θέα σου
*
Μα κάποτε αλλάζει κι ο ρυθμός που σε κατέχει
Και οι απαντήσεις είναι πάντα τόσο φευγαλέες
Και το κορίτσι με το βιβλίο της βυζαντινολογίας ανοιχτό στα χέρια του
Δε θα σου πει τον καημό του
Κάθε βράδυ το φως θα δραπετεύει από τις γρίλιες για να
συναντήσει τον άσωτο που δεν έχει γυρισμό
και τα ερωτικά γράμματα σωρεύονται δένονται κατόπι με ροζ κορδέλες
κι ύστερα μια σιωπή μια σιωπή γιομάτη θλίψη σαν φτάνει η
ώρα η επίσημη που θα σκεφτείς εκείνον που αγαπάς
όταν εσύ που κατανίκησες τις αποστάσεις φεύγεις νικημένος
σαν ένα πλοίο με σβησμένα φώτα
ετοιμάζοντας ξανά το γυρισμό σου.
(Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή, εκδ. ΑΓΡΑ)
Μπορίς Παστερνάκ
Φεβρουάριος! Πιάσε μελάνη και κλάψε! Θρηνώντας για τον Φλεβάρη γράψε, Ενώ η λασπουριά βροντοκοπάει Και καίγεται την μαύρη άνοιξη. Βρες παϊτόνι. Δεκάρες δώσε έξι Με τον ήχο της καμπάνας, με των τροχών την κλαγγή Πήγαινε εκεί, όπου η νεροποντή Βροντοκοπάει πιο πολύ από τα δάκρυα και τη μελάνη. Εκεί, σαν καρβουνιασμένα αχλάδια, Χιλιάδες κουρούνες από τα δέντρα Στους λάκκους θα πέσουν, θα καταστρέψουν Τη στεγνή θλίψη στο βυθό των ματιών. Σαν μαύρα στίγματα εκεί που έλιωσαν τα χιόνια, Αυλακωμένος ο αγέρας από τα κρωξίματα, Όσο πιο τυχαία, τόσο πιο σωστά Θρηνώντας γράφονται τα ποιήματα. 1912 Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης (C) ΠΗΓΗ
Γιώργος Σεφέρης, “Η μορφή της μοίρας”
Η μορφή
της μοίρας πάνω απ’ τη γέννηση ενός παιδιού, γύροι των άστρων κι ο
άνεμος μια σκοτεινή βραδιά του Φλεβάρη, γερόντισσες με γιατροσόφια
ανεβαίνοντας τις σκάλες που τρίζουν και τα ξερά κλωνάρια της κληματαριάς
ολόγυμνα στην αυλή.
Η μορφή πάνω απ’ την κούνια ενός παιδιού μιας μοίρας μαυρομαντιλούσας χαμόγελο ανεξήγητο και βλέφαρα χαμηλωμένα και στήθος άσπρο σαν το γάλα κι η πόρτα που άνοιξε κι ο καραβοκύρης θαλασσοδαρμένος πετώντας σε μια μαύρη κασέλα το βρεμένο σκουφί του.
Αυτά τα
πρόσωπα κι αυτά τα περιστατικά σ’ ακολουθούσαν καθώς ξετύλιγες το νήμα
στην ακρογιαλιά για τα δίχτυα κι όταν ακόμη αρμενίζοντας δευτερόπριμα
κοίταζες το λάκκο των κυμάτων σ’ όλες τις θάλασσες, σ’ όλους τους κόρφους ήταν μαζί σου, κι ήταν η δύσκολη ζωή κι ήταν η χαρά.
Τώρα δεν ξέρω να διαβάσω παρακάτω, γιατί σε δέσαν με τις αλυσίδες, γιατί
σε τρύπησαν με τη λόγχη, γιατί σε χώρισαν μια νύχτα μέσα στο δάσος από
τη γυναίκα που κοίταζε στυλώνοντας τα μάτια και δεν ήξερε καθόλου να
μιλήσει, γιατί σου στέρησαν το φως το πέλαγο το ψωμί.
Πώς πέσαμε, σύντροφε, μέσα στο λαγούμι του φόβου; Δεν ήταν της δικής σου μοίρας, μήτε της
δικής μου τα γραμμένα, ποτές μας δεν πουλήσαμε μήτε αγοράσαμε τέτοια
πραμάτεια• ποιος είναι εκείνος που προστάζει και σκοτώνει πίσω από μας;
Άφησε μη ρωτάς• τρία κόκκινα άλογα στ’ αλώνιγυρίζουν πάνω σ’ ανθρώπινα κόκαλα κι έχουν τα μάτια δεμένα, άφησε μη ρωτάς, περίμενε• το αίμα, το αίμα ένα πρωί θα σηκωθεί σαν τον Άι-Γιώργη τον καβαλάρη για να καρφώσει με το κοντάρι πάνω στο χώμα το δράκοντα.
μπορεί να μ' εξορίσει απο την επικράτεια της ζωής,
γιατί με το ζωντανό μου λόγο θα ζήσω και νεκρός.
Ήρθα εδω για να ζήσω για ολα και με ολα και
οσα στοχάζομαι σήμερα στη μοναξιά μου θα αντι-
λαληθούν Αύριο απο το πλήθος.
Οσα λέγω σήμερα με μια καρδιά θα ειπωθούν
Αύριο απο χιλιάδες καρδιές».
Kahlil Gibran
Τα "Σπασμένα Φτερά" πραγματεύονται την ιστορία ενός ανέφικτου έρωτα, του
έρωτα του αφηγητή, ενός νεαρού ιδεαλιστή, για μια συμπατριώτισσά του,
παντρεμένη παρά τη θέλησή της.
Ίσως το πιο ρομαντικό έργο του σπουδαίου Λιβανέζου συγγραφέα, και μοναδικό μυθιστόρημά του, το βιβλίο οφείλει τον τίτλο του σε μια συζήτηση που ο Γκιμπράν είχε με τη μητέρα του λίγους μήνες πριν από το θάνατό της: «Εάν δεν είχες γεννηθεί θα είχες παραμείνει άγγελος στους ουρανούς» του είπε. «Είμαι πάντα άγγελος» της απάντησε ο Γκιμπράν. «Πού είναι τα φτερά σου;» τον ρώτησε. Ο Γκιμπράν έθεσε το χέρι της μητέρας του στον ώμο του και είπε: «Να τα, είναι σπασμένα». ΠΗΓΗ
Ήταν λοιπόν μάταιες όλες αυτές οι νύχτες
που περάσαμε στο φως του φεγγαριού δίπλα στο δέντρο του γιασεμιού που
ενώθηκαν οι ψυχές μας;
Πετάξαμε ορμητικά προς τα άστρα ώσπου οι φτερούγες μας κουράστηκαν και κατεβαίνουμε τώρα στην άβυσσο;
Ή μήπως η αγάπη ήταν κοιμισμένη όταν ήρθε
σε μας κι όταν ξύπνησε, θύμωσε κι αποφάσισε να μας τιμωρήσει; Ή μήπως τα
πνεύματά μας μετατρέψανε την αύρα της νύχτας σε άνεμο που μας έκανε
κομμάτια και μας πέταξε σαν σκόνη στο βάθος της κοιλάδας; Δεν
παρακούσαμε καμία εντολή, ούτε γευτήκαμε καρπό απαγορευμένο.Τι είναι
λοιπόν εκείνο που μας αναγκάζει να φύγουμε απ’ τον παράδεισο;
Ποτέ δε συνωμοτήσαμε , ούτε κάναμε στάση.
Γιατί λοιπόν κατεβαίνουμε στην κόλαση; Όχι, όχι! Οι στιγμές που μας
ένωσαν ήταν μεγαλύτερες κι απ’ τους αιώνες και το φως που φώτισε τα
πνεύματά μας ήταν πιο δυνατό κι απ’ το σκοτάδι. Κι αν η καταιγίδα μας
χωρίσει πάνω σ’ αυτόν τον ωκεανό, τα κύματα θα μας ενώσουν πάνω στη
γαλήνια ακροθαλασσιά. Κι αν αυτή η ζωή μας σκοτώσει, ο θάνατος θα μας
ενώσει.
Η καρδιά της γυναίκας δεν αλλάζει με τον
καιρό ή τις εποχές. Ακόμα κι αν πεθάνει για πάντα, ποτέ δε θα χαθεί. Η
καρδιά της γυναίκας είναι σαν ένα χωράφι που μετατρέπεται σε πεδίο
μάχης. Όταν τα δέντρα ξεριζωθούν και η χλόη κατακαεί και οι βράχοι
κοκκινίσουν απ΄το αίμα και η γη φυτευτεί με κόκαλα και κρανία, είναι και
πάλι ήρεμη και σιωπηλή σαν να μην έγινε τίποτα. Γιατί η άνοιξη και και
το φθινόπωρο θα ξαναρθούν στην ώρα τους και θα ξαναρχίσουν τη δουλειά
τους.
———–
Και τώρα, αγαπημένε μου, τι θα κάνουμε; Πώς
θα χωρίσουμε και πότε θα ξανανταμώσουμε; Θα δούμε την αγάπη σαν έναν
ξένο επισκέπτη που ήρθε σε μας το βράδυ και έφυγε το πρωί; Ή θα
υποθέσουμε ότι η αγάπη μας ήταν ένα όνειρο που ήρθε στον ύπνο μας και
έσβησε όταν ξυπνήσαμε;
———–
Θα σκεφτούμε ότι η βδομάδα
αυτή ήταν μια ώρα μέθης που πρέπει τώρα να αντικατασταθεί με
νηφαλιότητα; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και άφησέ με να σε κοιτάξω,
αγαπημένε μου. Άνοιξε τα χείλη σου κι άφησέ με να ακούσω τη φωνή σου.
Μίλησέ μου! Θα με θυμάσαι όταν η τρικυμία θα έχει καταποντήσει το καράβι
της αγάπης μας;
Θ’ ακούς το θρόισμα των φτερών μου στη
σιωπή της νύχτας; Θ’ ακούς το πνεύμα μου να φτερουγίζει πάνω σου; Θ’
ακούς τους αναστεναγμούς μου; Θα βλέπεις τη σκιά μου να πλησιάζει μαζί
με τις σκιές του σούρουπου και να εξαφανίζεται με το ρόδισμα της αυγής;
Πες μου αγαπημένε μου,τι θα είσαι μετά από τις στιγμές που ήσουν μαγική
αχτίνα για τα μάτια μου, γλυκό τραγούδι για τ’ αυτιά μου και φτερά για
την ψυχή μου; Τι θα είσαι;
————
Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η καρδιά μου έλιωσε και της απάντησα: «Θα είμαι ό,τι θέλεις εσύ να είμαι, αγαπημένη μου».
Σε λίγες μέρες ένιωσα πάλι μοναξιά, και τα βιβλία άρχι- σαν να με κουράζουν. Πήρα ενα αμάξι και ξεκίνησα για το σπίτι του Φαρίς Εφάντη. Οταν φτάσαμε στο πευκόδα- σο όπου οι άνθρωποι περνούν τις ημερήσιες εκδρομές τους, ο άμαξας μπήκε σ' ενα ιδιωτικό δρομάκο, που τον ίσκιω- ναν ιτιές κι απο τις δυο μεριές. Καθώς περνούσαμε ανάμε- σα, βλέπαμε την ομορφιά της πράσινης χλόης, των κλημα- ταριών, και των πολύχρωμων λουλουδιών του Νιζάν που θνητος το μεσημέρι φαίνεται τη νύχτα σαν άθλιος ζητιάνος, που εχει για κρεβάτι του τη γη και τον ουρανό για σκέπα- σμα του. και το ποταμάκι που το βλέπουμε να λαμποκοπά στο πρωινό φως και το ακούμε να τραγουδά τον ύμνο της αιωνιότητας, το βράδυ μεταμορφώνεται σ' ενα ρυάκι δα- κρύων και θρηνεί σαν τη μητέρα που έχασε το παιδί της. Και ο Λίβανος, που φάνταζε μεγαλόπρεπος μια βδομάδα πριν, οταν το φεγγάρι ήταν γεμάτο κι οι ψυχές μας ευτυ- χισμένες, φαινόταν όλος θλίψη και μοναξιά εκείνη τη νύχτα. Σηκωθήκαμε και αποχαιρετιστήκαμε, αλλα η αγάπη κι η απελπισία στέκονταν ανάμεσά μας σα δυο φαντάσματα, που το ενα έκλαιγε και το άλλο σάρκαζε φριχτά. Καθώς έπιασα το χέρι της Σέλμας και το έφερα στα χεί- λη μου, εκείνη με πλησίασε και ακούμπησε ενα φιλί στο μέτωπό μου, κι ύστερα έπεσε πάλι πάνω στο ξύλινο παγκά- κι. Έκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε απαλά, «Ω, Κύριε και Θεέ μου, λυπήσου με και γιάτρεψε τα σπασμένα μου φτερά!» Καθώς άφηνα τη Σέλμα στον κήπο, ένιωσα ωσάν οι αι- σθήσεις μου να σκεπάστηκαν απο ενα πυκνό πέπλο, όπως η λίμνη σκεπάζεται απο την ομίχλη. Η ομορφιά των δέντρων, το φως του φεγγαριού, η βα- θιά σιωπή, τα πάντα γύρω μου φαίνονταν άσχημα και φρι- χτά. Το αληθινό φως που μου ειχε δείξει την ομορφιά και το θαύμα του σύμπαντος ειχε μετατραπεί σε μια μεγάλη φλόγα που κατάκαιγε την καρδιά μου κι η μουσική της αιωνιότητας που ειχα ακούσει έγινε θόρυβος, πιο τρομακτι- κός κι απο το βρύχισμα του λιονταριού. Έφτασα στο δωμάτιό μου, και σα λαβωμένο πουλί, χτυ- πημένο απο τον κυνηγό, έπεσα στο κρεβάτι μου, ξαναλέ- γοντας τα λόγια της Σέλμας: «Ω, Κύριε και Θεέ μου, λυ- πήσου με και γιάτρεψε τα σπασμένα μου φτερά!»
Μέναμε και οι δυο σιωπηλοί, ο καθένας περιμένοντας τον άλλο να μιλήσει, αλλα η ομιλία δεν ειναι το μόνο μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε δυο ψυχές. Δεν είναι μόνο οι συλ- λαβές και οι λέξεις που βγαίνουν απο τα χείλη και τη γλώσσα που ενώνουν τις καρδιές. Υπάρχει κάτι πολύ πιο μεγάλο και αγνό, από οσα μπορεί να πει το στόμα. Η σιωπή φωτίζει τις ψυχές μας, ψιθυρίζει στις καρδιές μας, και τις ενώνει. Η σιωπή μας ξεχωρίζει απο τους εαυτούς μας, μας κάνει να ταξιδεύουμε στο άπειρο στερέωμα του πνεύματος, και μας φέρνει πιο κοντά στον ουρανό. μας κάνει να νοιώθουμε ότι τα σώματα δεν είναι τίποτα περισσότερο απο φυλακές και ότι αυτός ο κόσμος είναι μονάχα ένας τόπος εξορίας... Διαβάστε ολόκληρο το διήγημαΕΔΩ