Σελίδες

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης



Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


 Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.


Art by Alex Alemany
Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Alex Alemany
Art by Alex Alemany
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού

χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Φθινόπωρο, 1936

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται

Η άμμος στην ποίηση


Γιάννης  Ρίτσος ''Τα Ερωτικά''
Το σώμα σου στην αμμουδιά
η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου
η άμμος στα χέρια μου
στη γλώσσα μου
να σε ανακαλύπτω
πίσω απ' το λεπτότατο εμπόδιο
κι’ η άμμος να πέφτει απ' τα μαλλιά μας
να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής
κ’  εμείς
ωραίοι φρεσκολουσμένοι
απ’  τα δικά μας νερά αναδυμένοι
στο φώς και στο σώμα
τούτης της Γής.
Αθήνα, 23.11.80
Νίκος Καββαδίας, «Γυναίκα» Απόσπασμα
 Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει 
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες
 Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
 τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες
Νικηφόρος Βρεττάκος, Ίσως είναι…(απόσπασμα)
Καιρός είναι άλλωστε ν’ αφήσουμε
τα όνειρα, σαν μια φούχτα άμμο
που τη ρίχνουμε πίσω μας. Αρκεί
πως αυτός ο παράδοξα όμορφος
κόσμος μάς μάγεψε. Μεθύσαμε
θάλασσα!
Τόσο η ψυχή μου όσο
κ’ εσύ, τον γιομίσαμε κύματα.

Από τη συλλογή Συνάντηση με τη θάλασσα (1991) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
Σάμιουελ Μπέκετ
Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου πάνω σ’ εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με καταδιώκει και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε αγαπημένη στιγμή σε βλέπω μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται όπου δε θα ‘χω παρά να πατήσω σ’ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια και θα ζήσω όσο ν’ ανοιγοκλείσει μια πόρτα
Οι τρεις εραστές-Μίλτος Σαχτούρης (απόσπασμα)
ο τρίτος Έκανε την αγάπη του καράβι   την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες   τώρα έγινε πάλι παιδί  σιάχνει πύργους με άμμο και μαζεύει χαλίκια κοχύλια  και προσμένει να γυρίσει ξανά το καράβι η αγάπη

Περικοπές από ένα απόκρυφο ευαγγέλιο – Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα νά ’τανε η άμμος πέτρα…


Πέντε μικρὰ θέματα-Μανόλης Αναγνωστάκης(απόσπασμα)

ΙΙ

Ἴσκιοι βουβοὶ ἀραγμένοι στὴ σκάλα
Μάτια θολὰ ποὺ κράτησαν εἰκόνες θαλασσινὲς
Κύματα μὲ τὴ γλυκιὰν ἀγωνία στὴν κάτασπρη ράχη
Γυμνὸς κυλίστηκα μέσα στὴν ἄμμο μὰ δὲν ὑποτάχτηκα
Καὶ δὲν ἀγάπησα μόνον ἐσένα ποὺ τόσο μὲ κράτησες
Ὅπως ἀγάπησα τὰ ναυαγισμένα καράβια μὲ τὰ τραγικὰ ὀνόματα
Τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα
Τὶς νύχτες ποὺ γύρευα μόνος νὰ βρῶ τὸ χαμένο ἑαυτό μου
Τὶς νύχτες ποὺ μόνος γυρνοῦσα χωρὶς κανεὶς νὰ μὲ νιώσει
Τὶς νύχτες ποὺ σκότωσα μέσα μου κάθε παλιά μου αὐταπάτη.
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Πρόσφυγες στην άμμο
Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει
*Από τη συλλογή ‘Ο θάνατος του Μύρωνα’, 1960.
Προσχέδια για τη Μακρόνησο V  -Τίτος Πατρίκιος

Έτσι έμαθα πόσο βαριά είναι η άμμος
Πόσο σκληρή είναι η πέτρα που δε σπάει
Πώς ξεριζώνονται τα σκίνα κι οι αφάνες

Η άμμος έμεινε για πάντα μες στο στόμα μου
Η πέτρα για πάντα στην καρδιά μου
Τ’ αγκάθια μείναν για πάντα καρφωμένα μες στα νύχια μου

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ-Ζακ Πρεβέρ
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Κι εσύ
Σαν ένα φύκι απαλά χαϊδεμένο απ’ τον άνεμο
Στην άμμο του κρεβατιού δε βρίσκεις ησυχία καθώς ονειρεύεσαι
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Η θάλασσα αποτραβήχτηκε ήδη μακριά
Αλλά μέσα στα μισόκλειστά σου μάτια
Έμειναν δυο μικρά κύματα
Δαιμόνια και θαύματα
Άνεμοι και παλίρροιες
Δυο μικρά κύματα για να με πνίξουν
ΠΗΓΗ
Οδυσσέας Ελύτης-Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης(απόσπασμα)

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

ΛΙΓΟΣ ΑΜΜΟΣ-Γιώργης Παυλόπουλος

Θυμάμαι πήρες λίγον άμμο
τον κράτησες στο χέρι σου
κι ύστερα τον άφησες
να χύνεται σιγά
στην ανοιχτή παλάμη μου
Στον μέλλοντα λοιπόν αιώνα
θα μείνει λίγος άμμος
με τη δική μας την αφή
κι ο άνεμος που θα φυσάει
όπως τ' απόγιομα εκείνου του Οκτώβρη
θα τον πηγαίνει εδώ κι εκεί
όλο θα τον πηγαίνει

Γαλάζια Αγκαλιά-Σάκης Αθανασιάδης -Απο τη συλλογή ''Τα παπούτσια του μαγου χρόνου)
Αν
θες να ’ρθείς ως το ναυάγιο
Μάθε πως έχει και η θάλασσα φωνή
Κίτρινη άμμος στο φως το άγιο
Μη σε σκεπάσει το γαλάζιο στη στιγμή
Αν κοιμηθείς κι έρθει σκοτάδι
Και ο βαρκάρης μας ξεχάσει στην ακτή
Θα γίνει η άμμος το ζεστό μας το κρεβάτι
Και ο αέρας στα φιλιά μας μουσική
Σε μια σπηλιά
αγκαλιά γαλάζια
Σε μια βουτι
ά η ζωή γυμνή
Κάπου μακριά αν κοιμάται η αγάπη
Θα την ξυπνήσεις και θα ’ρθεί
Μη φοβηθείς της νύχτας το άγριο
Και ένα ναυάγιο που μιλά
Η αγάπη πάντα με έναν άγιο
Θα ξαγρυπνάει στην αμμουδιά
ΠΗΓΗ

''Στην άμμο και στα βότσαλα θ’ αφήσω ένα τραγούδι
να τραγουδάει στη θάλασσα και να τη γαληνεύει
να το φιλάει το κύμα της και να το ταξιδεύει
στην άμμο και στα βότσαλα θ’ αφήσω ένα τραγούδι..''

Τρίτη 4 Ιουνίου 2019

«Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα» Γιάννης Ρίτσος


''Το τελευταίο καλοκαίρι''τοῦ Γιάννη Ρίτσου «Ἀργὰ,πολὺ ἀργὰ μέσα στὴ νύχτα»
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.


ΑΡΓΑ, ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

"Νύχτωσε":
Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε πού ξέραμε καθόλου
τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ' το παράθυρο είδαμε τούς μουσικούς·
πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
έχοντας στους ώμους τους
τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
κάπνισε το τσιγάρο σου
μέσα σ' αυτή τη μεγάλη ησυχία,
μέσα σ' αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ' αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα.
Νύχτωσε.

Aπό τη συλλογή "Τα αρνητικά της σιωπής" Γιάννης Ρίτσος
Μετά την Τροία

Κλειστές οι πόρτες πια στη γενναιοδωρία των άστρων. Τα παιδιά έχουν μεγαλώσει. Οι άλλοι έχουν φύγει. Στο μικρό υπνοδωμάτιο μια κούκλα σπασμένη. Το ξύλινο αλογάκι του Νεοπτόλεμου έχει μείνει στο σκοτεινό διάδρομο με τ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια. Κανένας δεν το καβαλικεύει πια. Και τ’ άλλο, το μεγάλο, το κούφιο, το κατοικούν κατσαρίδες κι αράχνες· δεν ξεγελάει ούτε εχθρούς ούτε φίλους.
Οι αλλοτινές σημαίες στο μπαούλο μαζί με τ’ αποκριάτικα ρούχα, χωρίς ναφθαλίνη· θα τα ’χε φάει ο σκόρος. Τί ωραία που το ’πε εκείνος ο τρελός φιλόσοφος μιαν άγρια νύχτα "ανέβασα τη στάχτη μου στο βουνό" και σώπασε για πάντα.
Καρλόβασι, 12.VII.1987


Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν...
(Προστατευμένοι οι ίδιοι απ' τ' όνομά του...)

Μην κάνεις ετούτο ή τ' άλλο, του λέγαν...˙
Μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους...
Μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου...
Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά...
Κι έπαιρνε με τα δυό του δάχτυλα μόνον...
Ένα ένα τα "μη" τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμάτων...
Μαζί με τα ρούχα του...
Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης...
Φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ' τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια...
Πέρασε κάτω απ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες...
Και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία...........

Το ποίημα είναι
τ’ αρνητικό της σιωπής.

Μια μέρα
μέσα στο οξύ των λέξεων εμφανίζεται
το πρόσωπό της.
Τα μάτια της διόλου κλαμένα.
Τα τρία διαμάντια
ασάλευτα απαστράπτοντα
καρφωμένα στο στήθος της.

Σάμος Καρλόβασι- Πηγή φωτο
«Υπολογισμένη αναβολή»
Ωραία που βγαίνει το πλοίο απ’ το λιμάνι. Ρόδινος ο καπνός του μες στη χρυσόσκονη του δειλινού. Λοιπόν, όσες φορές κι αν σε αρνήθηκαν ή κι αν αρνήθηκες, ένα άσπρο σπίτι πάνω στο λόφο ζητάει τη ματιά σου, ένα παιδί βρέχει τα πόδια του στη θάλασσα χαμογελώντας, ένα πουλί τη νύχτα τραγουδάει και για σένα. Λοιπόν, ας αναβάλουμε και πάλι· ας ενθρονίσουμε αυτή τη μικρή πεταλούδα στο ραγισμένο τζάμι.
 29. VI. 87



 Από την έκδοση ''Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα ''(1991)
 Γιάννης Ρίτσος, ''Δευτερόλεπτα ''(απόσπασμα)
1
Το βράδυ πέρασε στο δρόμο
ο τυφλός γέρος.
Κρατούσε μια μαργαρίτα —
το τελευταίο μου επιχείρημα.
2
Κι η τεφροδόχος κάποτε,
την ώρα που πέφτει το δείλι,
κοιτιέται στον καθρέφτη.
Τα πρόσωπα ροδίζουν.
3
Στο κέντρο της αίθουσας
ένα μεγάλο τραπέζι
πάνω του η άδεια θήκη
ενός βιολοντσέλου.
Θυμάσαι;
4
Καθώς κατέβαινε απ' τη σκάλα
έπεσε απ' τα μαλλιά της
ένα τριαντάφυλλο.
Δεν το σήκωσα.
5
Καλύτερα, λοιπόν, να σωπάσεις
Αν έλεγες «αύριο»,
θα 'λεγες ψέματα.
Η νύχτα δε σε κρύβει.
6
Σφυρίγματα πλοίων διασταυρώνονται
με καμπανοκρουσίες. Τα καράβια
βγήκανε στη στεριά. Οι εκκλησίες
μπήκαν στη θάλασσα. Κι ένα σκυλί
γαβγίζει καταμόναχο μες στο φεγγάρι.


7
Εφέτος τα ηλιοτρόπια
δε στρέφουν προς το μέρος του ήλιου,
σκυφτά κοιτούν το στεγνό χώμα.
8
Τι να σκέφτονται τάχα τα πουλιά
αρχές φθινοπώρου
όταν το χειραμάξι τού κήπου
με τις άδειες γλάστρες
προσηλώνεται στη σκιά του
κι οι γυμνές πέτρες
έχουν τον πρώτο λόγο;
9
Ένα άσπρο πούπουλο
διαβατικού πουλιού
έπεσε στ' αγκάθια —
ένας κόσμος ελάχιστος,
ολόκληρος ο κόσμος.
10
Έφυγαν άλλοι με βαπόρια,
άλλοι με τραίνα.
Έμεινε η γριά με τη ρόκα της
και με μια στάμνα.
Ο χάρτης στον τοίχο μένει άδειος.
11
Ψάχναν με λαδοφάναρα όλη νύχτα.
Άφησαν στο λιμάνι τους πνιγμένους.
Φόρτωσαν στο καράβι  τ' άλογα.
Το μεγάλο ρολόι τού Τελωνείου
δεν έχει δείχτες.
12
Οι χτεσινοί στρατιώτες γέρασαν.
Λίγο- λίγο πεθαίνουν κι οι λέξεις.
Πάνω στο τραπέζι
ένα αυγό καταμόναχο.

13
Πέτρες ζωγραφισμένες.
Ωραίες μορφές, ωραία σώματα.
Δε σε συγκινούν.
Ένα τσιγάρο μόνο του καίγεται στο σταχτοδοχείο -
καπνός στη στέγη μιας χαμένης Ιθάκης,
κι η Πηνελόπη, μπροστά στον αργαλειό της,
νεκρή.

14
Τα πιο πολλά χρυσά σου νομίσματα
τα 'κρυψες στις οπές του τοίχου.
Όταν θα γκρεμιστεί το σπίτι
ίσως τα βρουν.

15
Άνθισαν πάλι τα τριαντάφυλλα πολύχρωμα.
Λευκές πεταλούδες τα επισκέπτονται.
Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να πεθάνουμε;

16
Τον πνιγμένο τον ξάπλωσαν στην προκυμαία.
Νέος ωραίος, ολόγυμνος.
Στ' αριστερό του χέρι, το ρολόι
δουλεύει ακόμα.

17
Κάποτε, ακόμη και τώρα, τις νύχτες,
ένα αηδόνι μού υπαγορεύει
να πω και πάλι «ναι»

18
Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,
ποιος γλύπτης, ποιος ποιητής θα δούλευε
για την αθανασία.

19
Ασάλευτο, αυστηρό σκοτάδι
υπογραμμίζει το άστρο.
Α, εσύ, πονηρέ μου.

20
Αν σου 'πα ψέματα, δεν ήταν
για να σε ξεγελάσω.
Ήταν για να σε προστατέψω
απ' τον ίσκιο σου.

21
Όλα του τα χρυσά μετάλλια
κρεμασμένα στους τοίχους.
Κι αυτός, κάτω απ' το χώμα,
μόνο με δυο χρυσές κι ολόγυμνες
οδοντοστοιχίες.

22
Ποιος άφησε αυτό το λουλούδι
πλάι στο τσιγάρο μου;
Ίσως για να πιστέψω.

23
Άνοιξε ή πόρτα μόνη της.
Κανείς δεν ήταν.

ΠΗΓΗ

Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Θα θελα - λέει - ν' αφήσω στον καθένα σας αυτό το βλέμμα του ήρεμου θαυμασμού μπροστά στο λιόγερμα.
Θα θελα ακόμη να σας αφήσω το περίλυπο άκουσμα της έρημης φωνής του ιχθυοπώλη στα πρωινά του Ιουλίου
και το βόμβο της μέλισσας μέσα σ' ένα τριαντάφυλλο
ή το άηχο «αχ» μιας λευκής πεταλούδας πλάι στο μωβ λουλούδι.

Περισσότερο απ' όλα θα θελα να σας αφήσω τον τρόπο της αλλαγής των χρωμάτων προς το ασημί και το ρόδινο
όταν η πόρτα κλείνει και σκοτεινιάζουν τα δωμάτια
κι ωστόσο οι καθρέφτες διατηρούν ανέπαφη την εικόνα της θάλασσας, για αυτό γαλανίζουν τα σεντόνια στο μεγάλο γαμήλιο κρεβάτι των νεκρών.

Θα θελα αλλά τούτη την ώρα με πρόλαβε ο Αόρατος,
ο Πανταχού και Πάντοτε Παρών,
μου σβησε το φανάρι
και πια δεν βλέπω ούτε να δείξω τίποτα κι ούτε να περπατήσω.
ΠΗΓΗ

Γιάννης Ρίτσος | Δευτερόλεπτα-Από την ποιητική συλλογή ''Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα'', εκδόσεις Κέδρος
Άλλοτε σε προστάτευε η σελήνη από την ίδια της μελαγχολία. Τώρα δε σε προσέχει διόλου, αδιάφορη μες στη διάρκειά της, περήφανη μες στη σιωπή της, ερημική.

Γιάννης Ρίτσος: ‘το γυμνό δέντρο’
«Ιδού, το τραπέζι όπου έγραφες τα επιούσια ποιήματα, – το τρύπησαν οι σφαίρες, το ‘φάγε ο ξυλοφάγος. Τις νύχτες, πολλές φορές ηχεί σαν φλάουτο, και, κάποτε, περασμένα μεσάνυχτα, έρχεται η θεία Ουρανία, αφήνει στο τραπέζι τη λευκή της τσάντα, τα λευκά της γάντια, τα πέντε της βραχιόλια και πλαγιάζει στο πλάι σου. Εσύ κάνεις πως κοιμάσαι, μα ίσως και να κοιμάσαι αλήθεια, -ποιος ξέρει»; (Γιάννης Ρίτσος, ‘Τραπέζι εργασίας’). https://www.yannisritsos.gr

Τα αρνητικά της σιωπής (1987)  

Επιλογικό
Να με θυμόσαστε-είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος.
Μ ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συγχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θάθελα ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού
να θερίσω ένα ώριμο στάχυ.
Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω και να μασώ σπυρί σπυρί το στάρι
με τα μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανίκι του έχει ένα πορφυρό τετράγωνο μπάλωμα.
Αυτό δεν διακρίνεται πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προπάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι αυτό προπάντων θ' άξιζε να με θυμάστε.

ΡΙΤΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΗΣΟ Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά, το τελευταίο παιδί μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων. Η πρώτη παιδική ηλικία ήταν και η μόνη ευτυχισμένη περίοδος της οικογενειακής ζωής του. Σύντομα η οικογένεια επρόκειτο να καταστραφεί οικονομικά. Μαζί με την ανέχεια ήρθαν μεγαλύτερες δοκιμασίες. Ο θάνατος του αδελφού του Μίμη, δόκιμου αξιωματικού του Ναυτικού, από φυματίωση το 1921 και, μερικούς μήνες αργότερα, ο θάνατος της μητέρας από την ίδια αρρώστια. Ο πατέρας τρελαίνεται. Θα τελειώσει τη ζωή του, το 1938, στο Δαφνί. Στο ίδιο ίδρυμα θα οδηγηθεί το 1936 η αδελφή του ποιητή Λούλα, ο πιστός σύντροφος των παιδικών του χρόνων.
Διαβάστε περισσότερα /ΕΔΩ