Σελίδες

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΕΥΑ ΨΑΝΝΗ - ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Αρισμαρί και δυόσμος
Χίλιοι οι δρόμοι με έφεραν σε μια αυλή γεμάτη
με μυρωδιές κι αρώματα την σκέψη να κεντούν
με εικόνες και με πρόσωπα και με φωνες τραγούδι
την παιδική μου την ζωή να γλυκοτραγουδούν

Το αρισμαρί,  ο βασιλικός,  ο  δυόσμος το  Θυμάρι
γέμισαν την ψυχή ομορφιά και το μυαλό ταξίδια
σε όλα εκείνα της καρδιάς που τα αγκαλιάζει η σκέψη
και ο νόστος προσκαλεί  γλυκά
να ξαναγεννηθούν

Και είναι χορός η θύμηση
στου ανέμου την φτερούγα
που όσο και να πετάει μακριά
τα βήματα γυρίζουν
και αγκαλιάζουν την ψυχή
 κανάκεμα γεμάτα
και με ένα άηχο γλυκό
τραγούδι την γεμίζουν -ΕΡΒ 8/2019

Ψυχή...
Ξεσκονίζουμε
την ψυχή μας, 
πετάμε τις πίκρες της,
το δάκρυ της, τις αρνητικές σκέψεις,
τα ταμπού μας,
τα δεν θέλω μας, τα θέλω μας,  
γυαλιζουμε την περσινή σκουριά της,
και κρύβουμε κάποιες  πληγές της. 
Την φέρνουμε στα μέτρα αγνώστων,
την στριμώχνουμε   σε κάποιο καλούπι
και περιμένουμε  εκείνη την ανάσα της
που δεν έρχεται ποτέ.
Περιμένουμε να ανοίξει  τα φτερά της
σε ένα ουρανό που δεν της χαρίσαμε ποτέ, 
πάνω άπο μια θάλασσα,
που της κλέψαμε το χρώμα.
Περιμένουμε να γεμίσει από αγάπη
πίσω από παράθυρα που κρατάμε
πάντα κλειστά, μέσα σε δρόμους
που δεν ψάχνουμε  ποτέ το ξέφωτο.
Περιμένουμε την ανάσα της,
ξεχνώντας πως,
το χέρι που την φίμωσε ήταν το δικό μας..
Δέντρα
Με μαγεύουν τα δέντρα.
Ακούω την ζωή μέσα τους να ψιθυρίζει των  αιώνων τα μυστικά
και πάω πίσω ταξίδι στον ανύπαρκτο εαυτό μου, τότε που ο κόσμος ήταν μια ιδέα και εμείς ένα φύσημα ανάσας ενος αγνώστου θεού
Λατρεύω τις χίλιες φωνες τους μέσα άπο
θροΐσματα φύλλων, αγκαλιάζω τα όρθια κορμιά τους και αφουγκράζομαι ταξίδια ζωής. Αγαπώ το άγγιγμα του χρόνου  που από πάνω τους περνά, που έρχεται και φεύγει στην "ανυπαρξία" του χειμώνα, που ανθίζει στη αγκαλιά της Άνοιξης
που φωναζει αντέχω, ζω, περιμένω, μπορώ.
Γίνομαι δέντρο, μοσχοβολιά χυμού ζωής, ίσκιος καρτεριάς, ανάταση ψυχής, επανάληψη ομορφιάς και πόνος γέννας.

Γίνομαι κλαράκι ειρήνης, ελιά, τροφή, στου παιδιού το χέρι, σοφία και ανάσα του κόσμου... Γίνομαι αγάπη, γίνομαι ζωή,  ανάσα, πνοή, ενος πανάγαθου  θεού... Γίνομαι εγώ.
ΕΡΒ 82019
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
Εγώ θα χτίσω ένα σπιτάκι
κοντά στην ακροθαλασσιά
το κύμα να με νανουρίζει
να έχω  τους γλάρους συντροφιά

Μικρουλι και καλοφτιαγμένο
μακριά άπ του κόσμου την βουή
την ομορφιά θα περιμένω
αυτή που τάζει η ζωή

Και στο φτωχό μου το τραπέζι
Καρβέλι το ψωμί ζεστό
στα δυο να κόβω να μοιράζω
στον επισκέπτη, στον θεό

Στο παραθύρι ένα αστέρι
Θα φέγγει μέσα στην νυχτιά
ζεστη κουβέρτα τα όνειρα μου
που θα με πέρνουν αγκαλιά

Μέσα στα όνειρα θα βλέπω
καλό τον κόσμο και ωραίο
και οταν ξυπνάω με τον ήλιο
όνειρο ήτανε θα λέω

Ωταν θα βγαίνω στην αυλή του
Πολλές τις γλάστρες να θωρώ
Θα αγκαλιάζει η ματια μου
Χρώματα, θάλασσα, ουρανό

Και στη  γαλάζια μου καρέκλα
Θα αφουγκράζομαι τα χρόνια
που πέρασαν και μόνο αφήσαν
πάνω στην κεφαλή μου χιόνια

Και μια σοφία θα γατζώνει
σε μια κρυφή καρδιάς την άκρη
Απ' όλα που οι άνθρωποι κυνηγάμε
το πιο σπουδαίο η αγάπη
EPB 2/19

Οδός Παρνασσίδος
 


Κλείσε τα μπατζούρια
άσε απἐξω το θόρυβο της μέρας,
μέσα, το παραμύθι της ζωής
σε μια πράξη
για να σεργιανίσει τα ονειρα.

'Αφησε το ράδιο να παίζει
απ᾽ τα μπατζούρια μπαίνει
το άρωμα του βασιλικού
και της ροδοσταμιάς,
το τραγούδι του τζίτζικα

Ο ήλιος γέρνει
τα βήματα τελειώσανε το ταξίδι τους
στην τροχιά της μέρας,
ενα παιδί παίρνει δανεικό ένα όνειρο
απο το τσεπάκι της ελπίδας
είναι το ίδιο με το χθεσινό
το γνώριμο

Στην οδό Παρνασσίδος
τα όνειρα
δεν έχουν ημερομηνία λήξεως.

ΕΡΒ 2015
Semprevive..
Θα ήθελα
να ζούσες για πάντα
όπως εκείνες οι σεμπρεβίβες
siempre vives
που έχουν το κίτρινο χρώμα
της μελαγχολίας
και μου ψυθιρίζουν
σιεμπρε βιβες, σιεμπρε βιβες σιεμπρε βιβες
ακούς;
για πάντα………
ΕΡΒ
Αρμυρίκια Σαν τα αρμυρίκια θα φυλάω την θάλασσα κάθε Σεπτέμβρη που μπαίνει.
Θα απλώνω το βλέμμα μου στο απέραντο μπλε της και θα ταξιδεύω ένα μου παράπονο, για τον κόσμο που δεν άφησε ένα μικρό λουλουδάκι να ανθίσει στον κόρφο του.
Θα στέκομαι γερασμένος φρουρός των ονείρων και παντοτινός εραστής των ελπίδων, που μένουν και αγναντεύουν πίσω από ένα κλειστό παράθυρο καθώς γέρνει ο ήλιος.
Τον ψίθυρο μιας προσευχής θα αφουγκράζομαι και θα στρώνω τραπέζι στο όνειρο και στην αλήθεια, στην φαντασία, στην υπομονή, και στην λησμονιά .
Θέλει την αλήθεια ενός ονείρου η ζωή, την φαντασία να το ζει, την υπομονή να το περιμένει, και την λησμονιά όταν το παράπονο παίρνει αγκαλιά την μέρα.

Σαν τα αρμυρίκια θα ερωτεύομαι την θάλασσα, θα αγναντεύω το πήγαινε έλα του χρόνου, και θα βαφτίζω την ψυχή μου στο όνομα μιας μικρής αχιβάδας .

ΕΡΒ
Ψεύτης Ηλιος
Ενας ψεύτης ήλιος
φτηνός εραστής
αγκάλιασε
την υπεροχή του χιονιού
ανίκανος
να αγγίξει την καρδιά του
κρύφτηκε
πίσω απο ενα σύννεφο ντροπής
αφήνωντας
για άλλη μια φορά
την παγωνιά
θρίαμβο
να ερωτοτροπεί
στην αγκαλιά
της μερας.
ΕΡΒ 2/2015
ΕΥΑ ΨΑΝΝΗ - ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΑ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
 Γεννήθηκα στην Ελλάδα (Περιστέρι) μεγάλωσα και πήγα δημοτικό στο Χαλάνδρι. Στα 12 μου μετανάστευσα με την οικογένεια μου στην Αμερική
Η ανάγκη επιβίωσης με έκανε να μάθω μια ξένη γλώσσα και να αφομοιώσω νέες έννοιες και τρόπους ζωής.

Μέσα μου όμως  ο νόστος μεγάλωνε σαν μια περικοκλάδα που σιγά σιγά άπλωνε  σε ένα τοίχο, εισχωρούσε σε κάθε μόριο της ψυχής μου και με έσπρωχνε σε κάθε τi Ελληνικό.

Παντρεύτηκα Έλληνα έκανα παιδιά, δούλεψα και δουλεύω τραπεζικός υπάλληλος στον τομέα των στεγαστικών δανείων, και εξακολουθώ να ψάχνω την Ελλάδα μέσα μου. Να την κανακεύω  σαν το ποιό πολύτιμο αγαθό μου, μην τυχών και μου φύγει, μην την ξεχάσω,  μην αλλοιωθούν οι μνήμες των δώδεκα χρόνων της παιδικής μου ζωής εκεί.
Αναπνέω και μυρίζω θυμάρι, ρίγανη, βασιλικό, γιασεμί και ροδοσταμιά, μυρίζω αέρα από το Αιγαίο, αφουγκράζομαι συναυλίες τζιτζικιών το καλοκαίρι, και ακούω τα μπατζούρια να κλείνουν για το μεσημεριανό ύπνο.
Βιογραφικό; Τι να πω άλλο από την αγάπη μου για την πατρίδα, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, και την έκφραση μέσα από τις λέξεις τις αγαπημένες μου.. Αγαπώ πολύ την γλώσσα μας, καμία άλλη γλώσσα δεν μας δίνει την δύναμη να εκφραστούμε με τόσο βάθος ψυχής, με  τόσο καθάρια βήματα, με τόση ευαισθησία όσο η Ελληνική.
Η προσπάθεια μου να γράψω πηγάζει άπο την αγάπη μου για την γλώσσα μας, να εκφραστώ θέλω, να βγάλω  την ψυχή μου και να την ακουμπήσω σε μια ξερολιθιά να την ζεστάνει ο ήλιος. Όμως πάντα δείλιαζα  γιατί έχω μείνει με τα Ελληνικά ενός παιδιού που μεγάλωσε μακριά. Δεν ξερω την τέχνη της γραφής, μόνο αγαπώ την έκφραση.
Κάποιες στιγμές λοιπόν τόλμησα, πείρα θάρρος  και έβαλα τις σκέψεις μου στο χαρτί.. για εμένα, για τα παιδιά μου, για την μητέρα μου, για τους λίγους μου φίλους.
Ετσι ποτίζω την ψυχή μου σταλιά σταλιά,  λέξη με λέξη, πατρίδα..


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες-(Μαρία Λαμπράκη)


Οταν η νύχτα γίνεται δοξάρι
στα σώματα των Εραστών

 Ο Ερωτας παίζει στα δάχτυλα
την πιο ωραία μουσική
Ηρθε κάποτε απροσδόκητα
με την αλήθεια του
να ομορφήνει τα παραμύθια της
'Ανοιξε την αγκαλιά του
κι οι γλυκόπικροι ανθοί της μοναξιάς
σκορπίστηκαν σαν τα πουλιά.
Θ' αλλάξουμε σώματα κάποτε
 απο Ερωτα  πεθαίνοντας πρώτα...  
Γιατί πληγώνουν τα δέντρα;
Τόσες πολλές καρδιές 

χαραγμένες πάνω τους...
Αναρωτιέμαι

Τι γυρεύουν τα μαχαίρια
στα χέρια των Ερωτευμένων;
Σε χρυσή βελόνα πέρασε το νήμα της η νύχτα
Παρτο (είπε) στ' όνειρο

να ράψεις τις πληγές του κόσμου....
Ανύποπτες ώρες αργοκυλούν στους λεπτοδείχτες
και πάνω τους ασθμαίνοντας οι επιθυμίες...
Για όσα δεν είπαμε,
εκείνα που ίσως...
Θυμάμαι ακόμα τα λόγια σου
Μην έρχεσαι μαζί μου (είπες)

ο έρωτας είναι γυαλί 

που κόβει βαθιά
Χμ, κανείς δεν σου είπε πως
χρόνια τώρα περπατώ με τα πόδια γυμνά

πάνω στα σπασμένα γυαλιά
του Ερωτά σου;
Ακόμα και η πιο όμορφη νύχτα
κρύβει μέσα της
μια υποψία μελαγχολίας...
Σαν να κλαίει κάπου μακριά

 ένα μοναχικό σαξόφωνο
 Οταν τραγουδάς τη νύχτα
χαμηλώνει το φεγγάρι
και ξαγρυπνά μαζί σου.
Γλυκόπικροι στοχασμοί
λέξεις και αισθήματα
Συνωμοσία στην αυγή...
Χάδι στην καινούργια μέρα...
Γύρισε ανάποδα την κλεψύδρα του ο χρόνος
Η νύχτα φωνάζει τ' όνομά σου
Απο τις στάχτες της μνήμης / θα σε ανασύρω
εκεί αφήνει πάντα /το υστερόγραφό του/
ο
Ερωτας
Για να θυμίζει πως/όλα ξεκίνησαν απο μια Φωτιά...
Στην ανάδυση του φεγγαριού
λύγισε ο μίσχος των ματιών σου
Ενα φιλί σου έστειλα
με την θάλασσα την αφροστολισμένη
κι άνθισαν τα νυχτολούλουδα
του Ερωτα...
Αν σταματούσε ο χρόνος
 στις θάλλασες του Ερωτα
θα κολυμούσαμε για πάντα στα νερά του.
Κι έτσι όπως δυο κύκνοι 
κάτω απο το φως του φεγγαριού,
τραβώντας ίσια για το νησί του ονείρου
θα δρασκελούσαμε  το φράγμα του χρόνου,
φωτίζοντας με ολόχρυσες ανταύγειες το Απειρο.
Κείμενα, Μαρία Λαμπράκη



Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Το λυκόφως των Ποιητών

Φωτογραφία, Eva Bak
Λυκόφως! Η ώρα λίγο πριν και λίγο μετά τη δύση του ήλιου
 μισοσκόταδο, σύθαμπο, σούρουπο, απόβραδο, δειλινό΄.

Τάσος Λειβαδίτης — Ώρα του λυκόφωτος
«Ω, λυκόφως, δίκαιη ώρα, που και στα πιο ταπεινά πράγματα
δίνεις μια σημασία πριν έρθει η νύχτα.»
Φθινοπωρινό σούρουπο - Τάσος Λειβαδίτης
Βράδιαζε και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φως
σα να τελείωνε για πάντα ο κόσμος.

Τάσος Λειβαδίτης, Δειλινό
Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα –
αλλά κι εγώ ποιος ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ’ έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.


ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ-Τάσος Λειβαδίτης

Και συνεχίζουμε την αιώνια περιπλάνηση. Καθώς φεύγουμε κανείς

δε μας αποχαιρετά, καθώς ερχόμαστε

κανείς δε μας αναγνωρίζει. Είμαστε αυτοί που δίνουν νόημα στη

βασιλεία του δειλινού, αλλά πριν φτάσει η νύχτα

μας έχουν ξεχάσει.
 Τάσος Λειβαδίτης,  Ζωγραφική
  ''Mεγάλα ηλιοβασιλέματα
του άφησαν τόση λάμψη στα μάτια,
που η γλώσσα τού είναι άχρηστη.΄΄

Λυκόφως -Κ.Π.Καβάφης   
Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος
μες στο κλειστό δωμάτιο· μια ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια
διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα
ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυο στίχοι όλο όλο,
μια αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι,
για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια,
για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.

Φωτογραφία, Eva Bak
Ἡ Θαμπωμένη Χώρα-Λάμπρος Πορφύρας
Πολλές φορὲς στοῦ δειλινοῦ τὴ μυστικὴ τὴν ὥρα,
ὅταν γυρνῶ μὲ τὴν ψυχὴ βαριὰ συλλογισμένη,
πολλὲς φορὲς στὴν ἐρημιὰ βγαίνει μίαν ἄυλη χώρα,
μιὰ χώρα πάντα σιωπηλὴ καὶ πάντα θαμπωμένη.
Δειλινά-Νικηφόρος Βρεττάκος
Τὰ βήματα τοῦ φθινοπώρου ἀντήχησαν

νωρίς, κι εἶπε μὲ πίκρα ἡ ἀδελφή μου:
«Ἡ νυχτερινὴ βροχὴ τὰ ρόδα μας
τὰ μάδησε, ἀδελφούλη μου, καὶ τώρα;»
Ἕνα βιβλίο ρομαντικὸ θὰ συλλογίστηκε...
Μὰ ἐγὼ ἀναμέτρησα στὸ νοῦ μου τὶς ἱστορίες
γύρω ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ ῥόδα ποὺ πεθάνανε
στὴ φύση ἀνάμεσα καὶ στὴν καρδιά μου.

Σύρος, ηλιοβασίλεμα στο Κίνι

Οδυσσέα Ελύτη, «Μυρίσαι το άριστον. XIV»
Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(Ο. Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος)
Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλή-
θειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβο-
λία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι
επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό
του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των μα-
τιών του.
Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε
την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυ-
χτερινής χλόης μου.

Οδυσσέας Ελύτης, απόσπασμα, από «Το Άξιον Εστί»
Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού
και κορίτσια ωραία
με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!
Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας
και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!
Φύγανε φύγανε
ο Ιούλιος με
το φωτεινό πουκάμισο
και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.
Φύγανε
και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε
ο αστερίας
και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!


Ηλιοβασίλεμα-Μίλτος Σαχτούρης
Στον Αλέξη Φασιανό
Αυτή η ξαφνική η παγωνιά
 μέσα στο καλοκαίρι
θαμπώνουνε της φίλης μου
τα μάτια
λέει:
 Είμαι κατάστικτη
από κόκκινο κακό όμως
καθαρή σαν το ελάφι
  τί να κάνω
μακριά από την πηγή;
 περνάει ο άλλος
 σκοτεινός με σίδερα
και περικεφαλαία
φωσφορίζοντας
μέσα σ’ ένα κλουβί
 κλεισμένος δίχως δόντια
πώς να ζήσει
 κι έξω ηλιοβασίλεμα
 σβήνουνε χαμηλώνουν
οι φωνές των ζώων
ανάποδα πετάν τα περιστέρια
σε ξεχασμένη θάλασσα
γλυκά περνάνε ψάρια
 δέντρα λουλούδια
 και καΐκια.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ - ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου θλιμμένα στα ωκεάνια μάτια σου.
Εκεί αποσύρεται και φλέγεται μέσα στην πιο ψηλή φωτιά η μοναξιά μου
που τινάζει τα χέρια της σα ναυαγός.
Κάνω σινιάλα κόκκινα στα μάτια σου που απουσιάζουν
και κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια ενός φάρου.
Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου, γυναίκα μακρινή, δική μου
κι από το βλέμμα σου αναδύεται καμιά φορά η ακτή του τρόμου.
Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα δίχτυα μου τα θλιμμένα σ' αυτή τη θάλασσα
που αναταράζει τα ωκεάνια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουν τα πρώτα αστέρια
που σπινθηρίζουν όπως η ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.
Καλπάζει η νύχτα στη φοράδα της τη σκοτεινή 

σκορπίζοντας γαλάζια στάχυα πάνω στους αγρούς

ΔΥΣΗ-Amir Or
Σε τούτο το ευαίσθητο γαλήνιο φως
το μάτι βαραίνει από τη σκιά, βαθαίνει από την απουσία.
Τα πράγματα μετέωρα στον χώρο, πέφτουν στο έδαφος όταν τα βλέπεις, διάφανα –
Κι ο τρόπος τους να υπάρχουν τώρα
είναι ο τρόπος τους να σβήνουν και να χάνονται.

Το μάτι που δημιουργεί έχει αδυνατίσει,
Κι ο κόσμος που ανάβλυζε έχει γίνει σχεδόν θάλασσα.
Όποιος είναι μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου
είναι εγώ, αλλά δεν είναι εδώ.
Κι είναι αργά πια. Η μέρα έχει φύγει.
Κι εμείς αφημένοι εδώ, μόνοι.

 Στις όχθες του κόσμου καθίσαμε
τις ψυχές μας ικετεύοντας –
Εκεί θρηνούμε αόμματοι,
όταν βυθίζουμε το βλέμμα στη μεγάλη θάλασσα
και ξαφνικά θυμόμαστε
πως έχουμε υπάρξει.

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-Amir Or
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη.
Αυτό που υπήρχε και το είδαμε έχει φύγει,
πέρασε απ’ τα μάτια μας και χάθηκε
και μ’ ένα ακόμα φθινόπωρο μας βάρυνε το στήθος.
Κι ο πιο μικρός αποχωρισμός έχει μια θλίψη,
μα όταν οι εραστές παίρνουν ο καθείς τον δρόμο του
φλέγεται η καρδιά χωρίς να καίγεται,
ξεριζώνεται δίχως τις ρίζες της να χάνει,
πολύ βαριά να την αντέξουμε.

Κι αν μοιραστήκαμε τον ίσκιο ενός δέντρου στον δρόμο,
εκείνες οι ζωές μας πέρασαν σαν τις σκιές –
κι αν μοιραστήκαμε την ευτυχία κοιτώντας το ηλιοβασίλεμα
ο ήλιος μας βασίλεψε μέσα σε μια σκοτεινή θάλασσα.

Το δειλινό σκεπάζει τα πάντα, δεν πνέει ο άνεμος,
μα πέρα από το φως που σκοτεινιάζει,
όταν θα ’χουν κλείσει τον δικό τους κύκλο, τα μάτια μας
θ’ ανοίξουνε ξανά κάτω από τα βλέφαρα της ομίχλης.

Το πνεύμα ακόμα πνέει μέσα από το δάσος,
ακόμα κατοικεί στα φυλλώματα η σκιά
και μες στο ατελεύτητο ηλιοβασίλεμα
για το άπειρο του έρωτα θ’ αποχωριστούμε.
Μετάφραση: Αναστάσης Βιστωνίτης

-Μανόλης Αναγνωστάκης, «Χρώματα περασμένου δειλινού…»

«Χρώματα περασμένου δειλινού, άρωμα δίχως συγκίνηση
Άδεια νοήματα μιας χαρακιάς που σημαδεύει την πληγή σου
Ο τρόπος να ξυπνήσεις μέσα σ’ αυτή την αγωνία μιαν
ανάμνηση θυσίας.

Μια πονεμένη κραυγή στην πρώτη γραμμή κάθε μάχης
Μια μητέρα το βρέφος στη γωνιά με τα ερείπια
Οι νικημένοι στρατιώτες
Οι αιχμάλωτοι περάσανε ατέλειωτες σειρές δίχως όνομα
Το γράμμα που πια δεν περίμενες· έλειπες τόσον καιρό
στην επαρχία.

Όμως εγώ δε φοβούμαι τον άνεμο που μπαίνει απ’ τα
σπασμένα παράθυρα
Ζήτησα μια καινούρια βλάστηση σ’ ανεξερεύνητες
περιοχές
Ν’ ακούσεις σιμά μια φωνή, όχι τις κρύες κραυγές στους
άγνωστους δρόμους.»

(Μανόλης Αναγνωστάκης, «Τα ποιήματα», Νεφέλη)

-Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Λυπημένα δειλινά»
«Στῆς γειτονιᾶς τῆς φτωχικῆς
γυρίζει ὁ νοῦς μου τὰ στενά,
τὰ λυπημένα δειλινὰ
στοχάζομαι τῆς Κυριακῆς.

Μέσα στὴν κόκκινη ἀντηλιὰ
τὸ μαραμένο θηλυκὸ
δίχως ἐλπίδα καὶ μιλιὰ
ποτίζει τὸ βασιλικό.

Κανεὶς διαβάτης δὲν περνᾷ,
κανένα αὐτὴ δὲν καρτερεῖ
ποὺ στὸ μπαλκόνι ὀρθὴ φορεῖ
τὸ γιορτινό της τὸ γκρενᾶ.

Σὰ μοῖρα κάθεται μία γριά.
Στὸ φῶς μιᾶς πόρτας ρημαδιοῦ
μακραίνει ὁ ἴσκιος τοῦ παιδιοῦ…
Καμπάνα ἀκούγεται μακριά…

Στὸ σύννεφο τὸ βυσσινὶ
θὰ πέσει ὁ ἥλιος νὰ κρυφτεῖ.
Ψαλμὸς ἀκούγεται ἡ φωνὴ
τοῦ τελευταίου πραματευτῆ.
Ὅλα σταμάτησαν ἐκεῖ.
Ἀργεῖ πολὺ νὰ ῾ρθεῖ ἡ βραδιά…
Πῶς ἔχω τὴν ψυχὴ βαριά,
Τὸ δειλινὸ τὴν Κυριακή!»

(ἀπὸ Τὰ θεῖα δῶρα)


Κική Δημουλά-Δημόσιος καιρός
Σήκω μέρα.
Νίψου έτοιμο το πρωινό σου
σερβιρισμένος ο κόσμος
φρέσκος μόλις τον έκοψαν
από το δέντρο του ύπνου.
Πάρε μαζί σου και τ’ όνειρό του
για μεσημεριανό σου.
Κράτα λίγο και για το σούρουπο
θα πεινάσεις
θα ‘ναι τα τρόφιμα
κλειστά. 

 Δειλινά-Μαρία Πολυδούρη
 Περνάει εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.
Το φως σου θα στερέψης
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ήσκιοι
κ’ έτσι μοιραία θα γνέψης
στο δειλινό και συ.


Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
 Υπήρξαν ρόδα και βιολέτες στο μπλε του στερεώματος,
μαγεία μυθική χρωμάτων και αρωμάτων∙
ήταν ένα από ΄κείνα τα δειλινά
των γλυκών ανοίξεων, που η ψυχή μου
στις αναμνήσεις βλέπει να πλανώνται.



Γιάννης Ρίτσος
«Εχω ένα πουκάμισο απ’ τα φώτα των νερών,
έχω ένα χρυσό σακάκι απ’ το λιόγερμα της Σάμος,
έχω μια δόξα απ’ τα πρώτα σου χαμόγελα…»

«Το τελευταίο καλοκαίρι» του Γιάννη Ρίτσου
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να
ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες — τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα —
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου
πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους
διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα
λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα
μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το
τελευταίο.

Καρλόβασι, 3.IX.89
Πόθος (Ναπολέων Λαπαθιώτης)
Βαθὺ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρὸ σὲ καρτερῶ,
μὲ τὶς πλατιές, βαριές σου στάλες
τῶν φύλλων ἄραχλοι χαμοί, τῶν δειλινῶν ἀργοὶ καημοί,
ποῦ μὲ μεθούσατε τὶς ἄλλες...
Τὰ καλοκαίρια μ᾿ ἕψησαν καὶ τὰ λιοπύρια τὰ βαριά,
κι οἱ ξάστεροι οὐρανοὶ οἱ γαλάζοι:
ἀπόψε μου ποθεῖ ἡ καρδιὰ πότε νὰ ῾ρθεῖ μέσ᾿ τὰ κλαριά,
ὁ θεῖος βοριὰς καὶ τὸ χαλάζι!
Τότε, γερτὸς κι ἐγὼ ξανά, μέσ᾿ τὰ μουγγὰ τὰ δειλινά,
θ᾿ ἀναπολῶ γλυκά, -ποιὸς ξέρει-,
καὶ θὰ μὲ σφάζει πιὸ πολύ, σὰν ἕνα μακρινὸ βιολί,
τὸ περασμένο καλοκαίρι...

Φωτογραφία, Eva Bak
Δειλινό -Κώστας Βάρναλης
Έξω κατασταλάν τα ύστερα θάμπη· 
ριγεί απαλά η ιστορία των φύλλων· 
το μάρμαρο θανατερά αίφνης λάμπει·
 λες και σ’ εγγίζ’ η θερμασιά των θρύλων.

Ας μην ανάψουμε το φως!
Μη σβήσει απ’ τα μάτια κάποια πάλλευκη οπτασία. 
Πλησίασέ μου αργά μη και ξυπνήσει 
το σκοτάδι που ζώνει τη[ν] καρδία.
Έλα στο παραθύρι, πώς βουλιάζει
το σύννεφο αμίλητο να δούμε,
 τη νυχτερίδα τη[ν] πνοή που αρπάζει·
και κει βαθι’ ας δακρύσουμ’ έν’ αστέρι 
τον όρκο χείλη χείλη που θα πούμε
 κι ο Θεός να τον ακούσει που μας ξέρει!

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα-Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ

Ο ίσκιος της ψυχής μου
χάνεται μέσα σε ένα σούρουπο από αλφάβητα
ομίχλη από βιβλία
και λόγια
 Ο ίσκιος της ψυχής μου!