Σελίδες

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Βύρων Λεοντάρης, Στέλιος Γεράνης, Λουκάς Θεοδωρακόπουλος,(Ποιήματα)

Βύρων Λεοντάρης
Χωρίς τίτλο (I)
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «ἐκ περάτων», ἔκδ. ὕψιλον/βιβλία. Ἀθῆναι χ.χ.

Ι
Οἱ μέρες μου ὅλες λάθος μετρημένες
σὲ τσακισμένα δάχτυλα καὶ καταφαγωμένα
καθὼς χυμοῦσε πάντα πάνω μου τὸ λυσσασμένο τίποτε τῆς ζωῆς

Δὲν ἔχω χρόνο πιὰ
μὲ ἐγκαταλείπουν
οἱ πράξεις καὶ τὰ λόγια
Ὅλα ἔχουν τώρα τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
τὰ χέρια τῶν ἀγαπημένων μας ψάχνοντας γιὰ ἄλλες χειροπέδες
κι ἡ ἄμπωτη ἀπ' τὰ σπασμένα κρύσταλλα τοῦ ἔρωτα
κι ὁ δήμιος ποὺ τελειώνει τὴ δουλειά του καὶ κάνει τὸ σταυρό του
καὶ γυρνάει κι αὐτὸς στὸ σπιτικό του
ὅλα ἔχουν τὴν εὐπρέπεια αὐτῶν ποὺ ἀποσύρονται
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μίας γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»
ποιὸ βράδυ, θεέ μου, τί νὰ μὴν ἀργήσω
μέσα σ' αὐτὸ τὸ ἀβυσσαλέο παθητικὸ τοῦ χρόνου

Πῶς τὸν καιρὸν ἐν ἀτοπήμασιν ἐβιότευσα ρεμβόμενος...
Μαρτύρια πάνω στὰ μαρτύρια
καὶ κρίματα πάνω στὰ κρίματα
χρεωκόπος τοῦ καιροῦ ἀσύγγνωστος
καὶ φτάνει τώρα ξαφνικὰ τὸ μήνυμα ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει...

Νὰ τὸν προφτάσω πρέπει, ἀνάγκη πᾶσα
τώρα, σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου κι ὁ Ἀγώνιος πεθαίνει
νὰ τὸν προφτάσω κι ἂς μὴ τὸν προφταίνω πιὰ
νὰ ξεκινήσω ἀμέσως... ἀπὸ ποῦ γιὰ ποῦ
σὲ μία κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
-ἔτσι τὰ βρίσκει ὅταν ἔρχεται τὸ μήνυμα
ἔτσι ὅπως πρὶν ἀπὸ μετοίκηση μὲς σ' ἔξαλλα δωμάτια
σκόρπια χρειώδη καὶ ἄχρηστα εὐτελῆ καὶ τιμαλφῆ ἐνθύμια καὶ φυλαχτὰ
φτωχὲς παρηγοριὲς τῆς καθημερινῆς ἁφῆς καὶ τῆς χαμοζωῆς μας
ἀπελπισία τοῦ τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις
ἀπελπισία του νὰ σὲ νοιάζει ἀκόμη τί νὰ πάρεις τί ν' ἀφήσεις...-
σὲ μιὰ κατάκοπη ἀκαταστασία σωριασμένα ὅλα τὰ τοῦ βίου μου
σ' αὐτὸ τὸ τώρα ποὺ δὲν εἶναι χρόνος πιὰ
ἀραιώνει ἀραιώνει τὸ παρὸν τριγύρω μου
κι εἶμαι στὸ πουθενὰ
καὶ μόνο ἡ φωνὴ μιᾶς γυναίκας νὰ τρέμει καὶ νὰ τρίζει σὰ σπασμένη σκάλα
«... τὸ βράδυ μὴν ἀργήσεις...»

Στέλιος Γεράνης
Ομολογία ενοχής
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,

Χωρὶς νὰ ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ μιὰ καταδίκη εἰς θάνατον
περιπλανῶμαι σὰν φυγόδικος ἀπὸ τὴν πρώτη μου στιγμή.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί σπανίως ἐννοοῦν τὰ πάμπολλά μου ἐγκλήματα.
Πὼς εἶμαι δήμιος, ἀσφαλῶς, δὲν τὸ πιστεύουν.
Μὰ ἐγὼ φοβᾶμαι. Γιατί• καλῶς γνωρίζω
πόσες ὡραῖες μου πράξεις καρατόμησα•
πόσες φορὲς κλάδεψα τοὺς βλαστοὺς μου•
πόσες φορὲς συναντήθηκα μὲ τὸν ἄλλο μου δαίμονα
κ' ἔστριψα
στὴ μικρὴ
σκοτεινὴ
πάροδο.

Ὅλοι μοῦ λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
γιατί δὲ βλέπουν
τὰ κρεμασμένα
στοὺς τοίχους
ὁμοιώματα•
τὰ συνετὰ καὶ δίκαια ἔργα μου δὲ βλέπουν
ἔτσι καθὼς περνοῦν σκυφτὰ
τὶς πύλες τῶν φερέτρων μου.

Ὅταν χτυπάει ὁ ἄνεμος τὴν πόρτα μου
τρομάζω: Τώρα —λέω— ἔρχονται νὰ μὲ συλλάβουν
ἔρχονται νὰ μὲ ὑποχρεώσουν καὶ πάλι ν' ἀρνηθῶ
νὰ πῶ: Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπο.
Αὐτὸν ποὺ ἐντός μου κατοικεῖ
δὲν τὸν γνωρίζω.

Ὅλοι μου λὲν πὼς εἶμαι ἀθῶος
καὶ πὼς μπορῶ ἡσύχως ν' ἀναπαύομαι
νὰ περπατῶ ἀνενόχλητος στοὺς δρόμους
γιὰ τοὺς κοινοὺς κακούργους μὲ ἀπέχθεια νὰ μιλῶ
καὶ ν' ἀποσύρομαι χωρὶς
τὴν ἐντροπὴ τοῦ ἐνόχου.

Μὰ ἐγὼ δὲν ἀναπαύομαι. Τὶς νύχτες
μὲ κυκλώνουν οἱ σκιές. Ἄγρια φαντάσματα
καραδοκοῦν πίσω ἀπ' τὶς πόρτες μου.
Καὶ δὲν μπορῶ νὰ εἶμαι ὁ διαυγής
ὁ καθαρὸς καὶ ἀμόλυντος δὲν εἶμαι
κι ἂς μὴν ὑπάρχει στὰ χαρτιὰ
μιά καταδίκη
εἰς θάνατον.

«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


Λουκάς Θεοδωρακόπουλος
Όταν βλέπεις τα μάτια μου

Ὅταν βλέπεις τὰ μάτια μου νὰ σκοτεινιάζουν
κι ἀκοῦς τὸ αἷμα στὶς φλέβες μου
νὰ κατεβαίνει βουίζοντας.
Ὅταν ἀντὶ νὰ μιλήσω
βλέπεις σφαγμένα πουλιὰ
νὰ φράζουν τὸ στόμα μου
κι ἀκοῦς τὶς μαῦρες νυχτερίδες
νὰ ρημάζουν τὸ κέντρο μου.
Ὅταν στὴν ἄκρη τοῦ πνιγμοῦ
στὸ ἔλεος τοῦ πανικοῦ
ἰκετεύω—
ὢ μὴ θυμώνεις ἄγγελε μὴ σπρώχνεις.
Κᾶμε φωλιὰ τὸ χέρι σου
καὶ σκέπασε μέ...
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης» Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.

ΠΗΓΗ

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2020

Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος-Αυγουστιάτικος άνεμος-Νικηφόρος Βρεττάκος

Αυγουστιάτικος άνεμος-Ν. ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ (ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 2ος τομος)
Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος,
προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Ανοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.
Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος
Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει
κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.
(Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. 4ος, Εκδόσεις: Κέδρος)

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

ΕΥΑ ΨΑΝΝΗ - ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΑ-ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Αρισμαρί και δυόσμος
Χίλιοι οι δρόμοι με έφεραν σε μια αυλή γεμάτη
με μυρωδιές κι αρώματα την σκέψη να κεντούν
με εικόνες και με πρόσωπα και με φωνες τραγούδι
την παιδική μου την ζωή να γλυκοτραγουδούν

Το αρισμαρί,  ο βασιλικός,  ο  δυόσμος το  Θυμάρι
γέμισαν την ψυχή ομορφιά και το μυαλό ταξίδια
σε όλα εκείνα της καρδιάς που τα αγκαλιάζει η σκέψη
και ο νόστος προσκαλεί  γλυκά
να ξαναγεννηθούν

Και είναι χορός η θύμηση
στου ανέμου την φτερούγα
που όσο και να πετάει μακριά
τα βήματα γυρίζουν
και αγκαλιάζουν την ψυχή
 κανάκεμα γεμάτα
και με ένα άηχο γλυκό
τραγούδι την γεμίζουν -ΕΡΒ 8/2019

Ψυχή...
Ξεσκονίζουμε
την ψυχή μας, 
πετάμε τις πίκρες της,
το δάκρυ της, τις αρνητικές σκέψεις,
τα ταμπού μας,
τα δεν θέλω μας, τα θέλω μας,  
γυαλιζουμε την περσινή σκουριά της,
και κρύβουμε κάποιες  πληγές της. 
Την φέρνουμε στα μέτρα αγνώστων,
την στριμώχνουμε   σε κάποιο καλούπι
και περιμένουμε  εκείνη την ανάσα της
που δεν έρχεται ποτέ.
Περιμένουμε να ανοίξει  τα φτερά της
σε ένα ουρανό που δεν της χαρίσαμε ποτέ, 
πάνω άπο μια θάλασσα,
που της κλέψαμε το χρώμα.
Περιμένουμε να γεμίσει από αγάπη
πίσω από παράθυρα που κρατάμε
πάντα κλειστά, μέσα σε δρόμους
που δεν ψάχνουμε  ποτέ το ξέφωτο.
Περιμένουμε την ανάσα της,
ξεχνώντας πως,
το χέρι που την φίμωσε ήταν το δικό μας..
Δέντρα
Με μαγεύουν τα δέντρα.
Ακούω την ζωή μέσα τους να ψιθυρίζει των  αιώνων τα μυστικά
και πάω πίσω ταξίδι στον ανύπαρκτο εαυτό μου, τότε που ο κόσμος ήταν μια ιδέα και εμείς ένα φύσημα ανάσας ενος αγνώστου θεού
Λατρεύω τις χίλιες φωνες τους μέσα άπο
θροΐσματα φύλλων, αγκαλιάζω τα όρθια κορμιά τους και αφουγκράζομαι ταξίδια ζωής. Αγαπώ το άγγιγμα του χρόνου  που από πάνω τους περνά, που έρχεται και φεύγει στην "ανυπαρξία" του χειμώνα, που ανθίζει στη αγκαλιά της Άνοιξης
που φωναζει αντέχω, ζω, περιμένω, μπορώ.
Γίνομαι δέντρο, μοσχοβολιά χυμού ζωής, ίσκιος καρτεριάς, ανάταση ψυχής, επανάληψη ομορφιάς και πόνος γέννας.

Γίνομαι κλαράκι ειρήνης, ελιά, τροφή, στου παιδιού το χέρι, σοφία και ανάσα του κόσμου... Γίνομαι αγάπη, γίνομαι ζωή,  ανάσα, πνοή, ενος πανάγαθου  θεού... Γίνομαι εγώ.
ΕΡΒ 82019
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
Εγώ θα χτίσω ένα σπιτάκι
κοντά στην ακροθαλασσιά
το κύμα να με νανουρίζει
να έχω  τους γλάρους συντροφιά

Μικρουλι και καλοφτιαγμένο
μακριά άπ του κόσμου την βουή
την ομορφιά θα περιμένω
αυτή που τάζει η ζωή

Και στο φτωχό μου το τραπέζι
Καρβέλι το ψωμί ζεστό
στα δυο να κόβω να μοιράζω
στον επισκέπτη, στον θεό

Στο παραθύρι ένα αστέρι
Θα φέγγει μέσα στην νυχτιά
ζεστη κουβέρτα τα όνειρα μου
που θα με πέρνουν αγκαλιά

Μέσα στα όνειρα θα βλέπω
καλό τον κόσμο και ωραίο
και οταν ξυπνάω με τον ήλιο
όνειρο ήτανε θα λέω

Ωταν θα βγαίνω στην αυλή του
Πολλές τις γλάστρες να θωρώ
Θα αγκαλιάζει η ματια μου
Χρώματα, θάλασσα, ουρανό

Και στη  γαλάζια μου καρέκλα
Θα αφουγκράζομαι τα χρόνια
που πέρασαν και μόνο αφήσαν
πάνω στην κεφαλή μου χιόνια

Και μια σοφία θα γατζώνει
σε μια κρυφή καρδιάς την άκρη
Απ' όλα που οι άνθρωποι κυνηγάμε
το πιο σπουδαίο η αγάπη
EPB 2/19

Οδός Παρνασσίδος
 


Κλείσε τα μπατζούρια
άσε απἐξω το θόρυβο της μέρας,
μέσα, το παραμύθι της ζωής
σε μια πράξη
για να σεργιανίσει τα ονειρα.

'Αφησε το ράδιο να παίζει
απ᾽ τα μπατζούρια μπαίνει
το άρωμα του βασιλικού
και της ροδοσταμιάς,
το τραγούδι του τζίτζικα

Ο ήλιος γέρνει
τα βήματα τελειώσανε το ταξίδι τους
στην τροχιά της μέρας,
ενα παιδί παίρνει δανεικό ένα όνειρο
απο το τσεπάκι της ελπίδας
είναι το ίδιο με το χθεσινό
το γνώριμο

Στην οδό Παρνασσίδος
τα όνειρα
δεν έχουν ημερομηνία λήξεως.

ΕΡΒ 2015
Semprevive..
Θα ήθελα
να ζούσες για πάντα
όπως εκείνες οι σεμπρεβίβες
siempre vives
που έχουν το κίτρινο χρώμα
της μελαγχολίας
και μου ψυθιρίζουν
σιεμπρε βιβες, σιεμπρε βιβες σιεμπρε βιβες
ακούς;
για πάντα………
ΕΡΒ
Αρμυρίκια Σαν τα αρμυρίκια θα φυλάω την θάλασσα κάθε Σεπτέμβρη που μπαίνει.
Θα απλώνω το βλέμμα μου στο απέραντο μπλε της και θα ταξιδεύω ένα μου παράπονο, για τον κόσμο που δεν άφησε ένα μικρό λουλουδάκι να ανθίσει στον κόρφο του.
Θα στέκομαι γερασμένος φρουρός των ονείρων και παντοτινός εραστής των ελπίδων, που μένουν και αγναντεύουν πίσω από ένα κλειστό παράθυρο καθώς γέρνει ο ήλιος.
Τον ψίθυρο μιας προσευχής θα αφουγκράζομαι και θα στρώνω τραπέζι στο όνειρο και στην αλήθεια, στην φαντασία, στην υπομονή, και στην λησμονιά .
Θέλει την αλήθεια ενός ονείρου η ζωή, την φαντασία να το ζει, την υπομονή να το περιμένει, και την λησμονιά όταν το παράπονο παίρνει αγκαλιά την μέρα.

Σαν τα αρμυρίκια θα ερωτεύομαι την θάλασσα, θα αγναντεύω το πήγαινε έλα του χρόνου, και θα βαφτίζω την ψυχή μου στο όνομα μιας μικρής αχιβάδας .

ΕΡΒ
Ψεύτης Ηλιος
Ενας ψεύτης ήλιος
φτηνός εραστής
αγκάλιασε
την υπεροχή του χιονιού
ανίκανος
να αγγίξει την καρδιά του
κρύφτηκε
πίσω απο ενα σύννεφο ντροπής
αφήνωντας
για άλλη μια φορά
την παγωνιά
θρίαμβο
να ερωτοτροπεί
στην αγκαλιά
της μερας.
ΕΡΒ 2/2015
ΕΥΑ ΨΑΝΝΗ - ΜΠΑΚΟΓΙΩΡΓΑ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
 Γεννήθηκα στην Ελλάδα (Περιστέρι) μεγάλωσα και πήγα δημοτικό στο Χαλάνδρι. Στα 12 μου μετανάστευσα με την οικογένεια μου στην Αμερική
Η ανάγκη επιβίωσης με έκανε να μάθω μια ξένη γλώσσα και να αφομοιώσω νέες έννοιες και τρόπους ζωής.

Μέσα μου όμως  ο νόστος μεγάλωνε σαν μια περικοκλάδα που σιγά σιγά άπλωνε  σε ένα τοίχο, εισχωρούσε σε κάθε μόριο της ψυχής μου και με έσπρωχνε σε κάθε τi Ελληνικό.

Παντρεύτηκα Έλληνα έκανα παιδιά, δούλεψα και δουλεύω τραπεζικός υπάλληλος στον τομέα των στεγαστικών δανείων, και εξακολουθώ να ψάχνω την Ελλάδα μέσα μου. Να την κανακεύω  σαν το ποιό πολύτιμο αγαθό μου, μην τυχών και μου φύγει, μην την ξεχάσω,  μην αλλοιωθούν οι μνήμες των δώδεκα χρόνων της παιδικής μου ζωής εκεί.
Αναπνέω και μυρίζω θυμάρι, ρίγανη, βασιλικό, γιασεμί και ροδοσταμιά, μυρίζω αέρα από το Αιγαίο, αφουγκράζομαι συναυλίες τζιτζικιών το καλοκαίρι, και ακούω τα μπατζούρια να κλείνουν για το μεσημεριανό ύπνο.
Βιογραφικό; Τι να πω άλλο από την αγάπη μου για την πατρίδα, τα παιδιά μου, τους φίλους μου, και την έκφραση μέσα από τις λέξεις τις αγαπημένες μου.. Αγαπώ πολύ την γλώσσα μας, καμία άλλη γλώσσα δεν μας δίνει την δύναμη να εκφραστούμε με τόσο βάθος ψυχής, με  τόσο καθάρια βήματα, με τόση ευαισθησία όσο η Ελληνική.
Η προσπάθεια μου να γράψω πηγάζει άπο την αγάπη μου για την γλώσσα μας, να εκφραστώ θέλω, να βγάλω  την ψυχή μου και να την ακουμπήσω σε μια ξερολιθιά να την ζεστάνει ο ήλιος. Όμως πάντα δείλιαζα  γιατί έχω μείνει με τα Ελληνικά ενός παιδιού που μεγάλωσε μακριά. Δεν ξερω την τέχνη της γραφής, μόνο αγαπώ την έκφραση.
Κάποιες στιγμές λοιπόν τόλμησα, πείρα θάρρος  και έβαλα τις σκέψεις μου στο χαρτί.. για εμένα, για τα παιδιά μου, για την μητέρα μου, για τους λίγους μου φίλους.
Ετσι ποτίζω την ψυχή μου σταλιά σταλιά,  λέξη με λέξη, πατρίδα..