Σελίδες

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Η Κερασιά στην ποίηση και τη Ζωγραφική

  • Κερασιά

    Λατινική ονομασία: Prunus avium L.

    Οικογένεια: Rosaceae

    Καταγωγή: Κασπία - Μαύρη θάλασσα

    Τα άνθη της κερασιάς στην Ιαπωνία (sakura) έχουν συνδεθεί με την εφημερότητα της ζωής και την αποδοχή του πεπρωμένου με χάρη και ετοιμότητα.
Πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ο συμβολισμός αυτός χρησιμοποιήθηκε για να εμπνεύσει στο λαό ενωμένη εθνική συνείδηση και πολεμικό πνέυμα, παρομοιάζοντας τους ιάπωνες στρατιώτες να σκορπίζονται μυριάδες όπως τα πέταλα της κερασιάς που πέφτουν.

Ιάπωνες πιλότοι ζωγράφιζαν άνθη κερασιάς στα αεροπλάνα τους πριν να πετάξουν για επιχείρηση αυτοκτονίας ή έπαιρναν κλαδιά από ανθισμένες κερασιές μαζί τους στις αποστολές τους. Με τον τρόπο αυτό η πτώση των ανθέων κερασιάς απ'τον ουρανό δήλωνε τη θυσία των νέων προς τιμήν του emperor. Η ιαπωνική κυβέρνηση ακόμη ενίσχυε την πεποίθηση οτι οι ψυχές των πεσόντων στρατιωτών μετενσαρκώνονταν σε άνθη κερασιάς

Ο Γιαπωνέζος ποιητής Μοτούρι Νορινάγκα,  έγραψε κάποτε: Αν με ρωτούσαν για την ψυχή της Ιαπωνίας / θα έλεγα πως / αυτή είναι / σαν τα άνθη των άγριων κερασιών / που λάμπουν στον πρωινό ήλιο.

Kobayashi Issa (1763 –1828)

«
Μπορεί αυτός ο κόσμος

να είναι ένα λάθος,

αλλά οι κερασιές ανθίζουν»

  • .https://www.tsougrana.eu/karpofora/kerasia

Charles-Amable Lenoir - Portrait of a young girl with cherries


Emile Munier - Jam
ΤΑ ΚΕΡΑΣΙΑ-
Γεώργιος Δροσίνης, Ειδύλλια (1884).

Στη μικρή μου κερασιά
κρεμασμένα·

ντροπαλά, μισοκρυμμένα
μες στων φύλλων τη δροσιά
ροδοκοκκινίζουνε,
σαν χειλάκια που φιλιά
λαχταράνε,

μα δεν θέλουν να το πούνε
και γελούν με μαργιολιά
και με δαιμονίζουνε.


Émile Munier - Girl with Basket of Cherries

Γιώργου Σεφέρη, «L’ angolo franciscano» 
Ανάμεσα στις μέρες του κερασιού και τις μέρες του βύσσινου, 
όταν αρχίζουν τα βερίκοκα να γίνουνται 
και δεν ακούς να πέφτουνε τα μήλα, 
το μικρό περιβόλι χωρίς ορίζοντα 
κι οι φυλλωσιές δίνουν τα χέρια ολούθε και σε κλείνουν.
 
Ανάμεσα σε τούτα τα βουνά με χρώμα πέρα απ’ τη ζωή 
σ’ αυτές τις ερημιές, στεγνούς βυθούς 
από πελάγη που άλλοτε θα να ‘χες αρμενίσει, 
στο μικρό περιβόλι, να οι καρποί 
να τα παιδιά της θρησκείας· 
άγουρες προσφορές ώριμες προσφορές, προσφορές σάπιες.

– Πώς γίναμε έτσι; 
Ρώτα καλύτερα 
τους επωδούς τους μάγους και τους φαρμακούς, 
για μένα φτάνει 
να βλέπω αυτή τη φυλλωσιά, τούτο το σώμα· 
άγουρες γωνιές ώριμες γωνιές, γωνιές χτυπημένες.

Τα κεράσια πέρασαν τα μήλα θ’ αργήσουν ακόμη 
και το φεγγάρι με θολωτά φτερά περιστεριού 
στα λινά ντυμένο 
καθώς ακούω στη μικρή δεξαμενή την ακατάπαυτη στάλα, 
κομπολόι μαθητευόμενου, χάντρες από φτωχό πανηγύρι- 
κι η πόρνη κρατώντας τσακισμένο γυαλί τα μύρα 
κάτω στις ιτιές των Σοδόμων.


 Χρίστος Λάσκαρης, «Διαβάζοντας ένα ποίημα» 
Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη 
όταν την είδα να έρχεται από μακριά: 
μισή γυναίκα, 
μισή όνειρο. 
Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω 
στεφανωμένη 
με άνθη κερασιάς. 
Τότε κατάλαβα 
τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.


 Vladislav Hristov, μτφρ. Εμίλια Αβγκίνοβα
τρίτη ημέρα άπνοιας
να μη πέσει
το τελευταίο άνθος της κερασιάς


Zuber Buhler Fritz - The Cherry Thieves
 
 Κωστής Παλαμάς, «Κεράσια» (1882)

Το Μάη έχ’ η άνοιξη, τα χελιδόνια ο Μάρτης,
ο Απρίλης τα τριαντάφυλλα, κι ο Μάης τα κεράσια.
Κεράσια, καλώς ήρθατε βαθιά βαθιά λουσμένα,
σαν τιμημένες παρθενιές, μες στης ντροπής το χρώμα.

Εσάς και τα τριαντάφυλλα, σα δίδυμ’ αδερφάκια,
με μια πνοή του ο Θεός σας έριξ’ εδώ κάτου,
σας έχει δώσει και των δυο την άνοιξη πατρίδα,
κεράσια, τη γλυκάδα του, την ευωδιά του, ρόδα,
και τη ζωή σας λιγοστή, σαν κάθε ωραίου δω κάτου!

Όταν σας βλέπω το πρωί στο δέντρο σας απάνου,
της γης κοράλλια ολόγλυκα, μικρούλια μου κεράσια,
πότε μου φαίνεσθε δροσιάς σταλαγματιές βαμμένες
μες στην πορφύρα της Αυγής,
και πότε χείλ’ ηδονικά κι αμέτρητα χειλάκια
που στέκεσθε σιωπηλά, με γέλιο, σα να θέτε
να μου ειπείτε κατιτί, κι εγώ να το γνωρίζω
πως είναι γλυκοφίλημα αυτό το μυστικό σας…


John Russell - Small Girl Presenting Cherries

Σας καρτερούνε με καημό παιδάκια και κορίτσια,
και σας θωρούνε αχόρταγα στα καλαθάκια μέσα,
και τώρα εκεί τριγύρω σας, γυρνούν σαν πεταλούδες,
και τώρα πάλι σταματούν, κι απάνου σας ξεχνιούνται,
όπως ξεχνιούνται στη γωνιά τα βράδια του χειμώνα,
όταν τους λέγ’ η μάνα τους ωραία παραμύθια.

Σας καρτερεί τριαντάφυλλο αντάμα και κεράσι,
κι η γελαστή αδελφούλα μου, η καστανή μου αγάπη,
την άσπρη την ποδίτσα της μ’ εσάς να τη γεμίσει,
να σας κρεμάσει μια χαρά στ’ αφτιά της ταίρι ταίρι,
σκουλαρικάκια ατίμητα που τόσο θα της στέκουν,
να ’ρθεί μπροστά μου να σταθεί και να μ’ αποτρελάνει!


William-Adolphe Bouguereau - The Cherry Branch

Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΕΡΑΣΙΩΝ-
Jean Baptiste Clément, μετ: Λέλια Παντελόγλου

Όταν θα τραγουδάμε στων κερασιών την εποχή
Το χαρούμενο αηδόνι, το κοτσύφι πειραχτήρι
Όλοι θα έχουν γιορτή
Οι νιες θα έχουν ξελογιαστεί
Κι οι νέοι θα γεμίζουν με ήλιο το ποτήρι

Όταν θα τραγουδάμε στων κερασιών την εποχή
Δυνατά θα σφυρίζει το κοτσύφι πειραχτήρι
Μα λίγο κρατά των κερασιών η εποχή
Που ζευγάρια τα κόβουμε να ονειρευτούμε
Σκουλαρίκια στ’ αφτί

Κεράσια του πόθου έχουν ντυθεί
Σαν αίματος στάλες στα φύλλα κυλούνε
Μα λίγο κρατά των κερασιών η εποχή
Ρουμπινιών σκουλαρίκια που θα ονειρευτούμε

Όταν βρεθείτε στων κερασιών την εποχή
Αν του έρωτα οι πόνοι σας φέρνουν φοβέρα
Μακριά από τις νιες
Εγώ που δεν φοβάμαι τις μαχαιριές
Χωρίς να υποφέρω δεν ζω ούτε μέρα

Όταν βρεθείτε στων κερασιών την εποχή
Του έρωτα οι πόνοι θα είναι εκεί πέρα

Παντοτινά θ’ αγαπώ των κερασιών την εποχή
Αγάπη από τότε που κρατώ στην καρδιά
Μια πληγή ανοιχτή
Και όποια μοίρα κι αν μου δοθεί
Ποτέ δε θα έβρω στον πόνο γιατρειά

Παντοτινά θ’ αγαπώ των κερασιών την εποχή
Και τη μνήμη που κρατώ βαθιά στην καρδιά

 Ευγένιος Σπαθάρας, «Κερασιές»
Μας λείπω
θέλω να πω εμάς τους δυό μαζί
όπως οι κερασιές λείπουν στην άνοιξη

Από μια μικρή ιδιοτροπία
από ένα πείσμα αρνούνται ν’ ανθίσουν
Ανόητες Κερασιές

«Οι κερασιές θ’ανθίσουν και φέτος»-Μενέλαος Λουντέμης
Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος στην αυλή
και θα γεμίσουνε με άνθη το παρτέρι.
Πικρή που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
 
Άνοιξε το παράθυρο στην πρωινή γιορτή,
για νάμπουν οι μοσκοβολιές από το περιβόλι.
Αχ, κάθε του τριαντάφυλλο και μια πληγή από βόλι,
είναι για σε, ποιητή!
 
Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!
 
Κουράστηκα  να σε καρτερώ, Έρωτα, και να λιώνω,
πα’ στο βιβλίο της ζωής σκυμμένος μια ζωή!
Μ’ αν ήτανε να ‘ρχόσουνα για ένα έστω πρωί
χίλια θε να ‘δινα πρωινά να ζούσα εκείνο μόνο!
 
Πικρή  που είν’ η άνοιξη σαν είσαι δίχως ταίρι,
πικρή που ‘ν’ η ζωή!


Cherry
Painting-Fritz Zuber-Buhler
πηγη

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ-
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου,
 Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963)
Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες
έρχονται και περνούν με τη βροχή
βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν

Γι’ αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι
φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται
μαζί με το φιλί σου, χάνονται
για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού


Pablo Neruda (απόσπασμα)


Σ ‘αγαπώ γιατί σε βλέπω να αντανακλάς
σε όλα όσα είναι όμορφα
Πες μου… είσαι απόψε
ακόμα στα όνειρά μου?
Ένιωσα ένα χάδι στο πρόσωπό μου
που φτασε στην καρδιά
Θα ήθελα να φτάσω στον ουρανό
και με τις ακτίνες του ήλιου να γράψω σ ‘αγαπώ
Θα ήθελα να φυσάει ο άνεμος κάθε μέρα στα μαλλιά σου για να νιώθω ακόμη και από μακριά το άρωμά σου!
Θα ήθελα να κάνω μαζί σου
αυτό που η άνοιξη κάνει στη κερασιά.


Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ - Πάσχα τ' Απρίλη


Κωνσταντίνος Παρθένης, Τοπίο

        Το διήγημα που ακολουθεί προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων Η φλέβα του λαιμού (1998) του Θεσπρωτού συγγραφέα Σωτήρη Δημητρίου. O ενήλικος αφηγητής-συγγραφέας περιγράφει με νοσταλγία τις παιδικές και εφηβικές μνήμες του από τις διακοπές του Πάσχα στο χωριό του, που συνορεύει με την αλβανική μεθόριο.

O Απρίλης ήταν κάποτε για μένα -τώρα πια έχει μπει κι αυτός στο χωνευτήρι των πολλών και επαναλαμβανόμενων εικόνων και εμπειριών- το Πάσχα στο χωριό μου. Όχι όμως με το θρησκευτικό του μέρος, παρά μόνον αμυδρά.
         Μεγάλη Πέμπτη, εγώ και τ' αδέρφια μου ξεκινούσαμε το πρωί με το λεωφορείο. Ολόκληρο ταξίδι. Φτάναμε στη γέφυρα του Καλαμά. Μια γέφυρα σιδερένια, βαθυπράσινη, απ' τον καιρό του Εμφυλίου.
         Αφού γινόταν ο έλεγχος των ταυτοτήτων απ' τους φαντάρους του φυλακίου -στιγμές έντονες για τις παιδικές καρδιές μας-, το λεωφορείο, αργά αργά, έμπαινε στη γέφυρα. Κραπ, κραπ, χτύπαγαν κι έτριζαν οι σιδεριές. Το νερό από κάτω ορμητικό, θολοπράσινο απ' τις πυκνοφυτεμένες όχθες. Έλιωναν τα χιόνια.
         Από εκεί και πέρα άρχιζε ένας άλλος κόσμος.
         Στο Φιλιάτι κάναμε υποχρεωτική στάση τρεις με τέσσερις ώρες. Γι' αυτές τις ώρες -που τις περνούσαμε στο καφενεδάκι του σταθμού- δεν αγαπούσα και πολύ αυτή την κωμόπολη, τόσο λαχταρούσα το χωριό μου.
         Το καφενεδάκι ήταν γεμάτο ταξιδιώτες για τα πανωχώρια των Φιλιατών. Εκεί άρχιζαν τα πρώτα «ποιανού είσαι εσύ, μωρέ παιδάκι μου;», «ετούτη μοιάζει της μάνας της» απ' τους χωριανούς μας και τα πρώτα φιλιά. Πρόγευση απ' το χωριό μου παρηγορητική.
         Επιτέλους, το απομεσήμερο το λεωφορείο αγκομαχώντας, γιατί ήταν ασφυκτικά γεμάτο και ο δρόμος χωμάτινος, ανηφορικός, όλο κογκέλες,* ξεκίναγε για τα χωριά της Μουργκάνας.
         Αϊ-Νικόλας, Άγιοι Πάντες, Παλιοχώρι, ανηφόρες, στροφές, μια στροφή ακόμα και να το χωριό μου, η Πόβλα. Μαγευτικός δρόμος, μαγευτικά χωριά. Λες και οι πλαγιές οι ντυμένες με κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές,* δάφνες, οι χείμαρροι που ξεπηδούσαν εδώ και κει, τα λιθάρια και τα μονοπάτια ενσωμάτωσαν ό,τι ομορφότερο και ευγενέστερο από τις ανθρώπινες ζωές αιώνων.
         Ακόμα και σήμερα, αυτή η διαδρομή, αυτά τα χωριά είναι για μένα μια διαδρομή πνευματική, μια διαδρομή νοσταλγίας και καημού.
         Στο χωριό μου φτάναμε το μούσγκωμα.* Μας άφηνε το λεωφορείο στη Θελεσουριά, όπου ήταν ένα μικρό εικόνισμα, ο Αϊ-Θανάσης.
         Ο όγκος της Μουργκάνας μπροστά μας. Στην κορφή το βουνό είχε ακόμα χιόνια, που άστραφταν από ένα χιλιόχρωμο ηλιοβασίλεμα. Εκεί που χανόταν ο ήλιος ήταν ένας τόπος αγαπημένος, μυστηριακός, αβάδιστος. Ήταν η Βόρειος Ήπειρος.
         Στη Θελεσουριά, κατεβαίνοντας απ' το λεωφορείο, μας χτύπαγε ευχάριστα ένα ψυχρό αεράκι που -Κύριος οίδε πώς- το 'χα συνδέσει με τη Βόρειο Ήπειρο, με την Αλβανία. Μήνυμα από μια άλλη ζωή, πιο ενδιαφέρουσα, πιο πλούσια, πιο αινιγματική. Περιττό να πω ότι δεν ήξερα τίποτα για ιδεολογίες, πολέμους και άλλα, και οι δικοί μου, συγγενείς και χωριανοί, μιλούσαν λίγο και ασαφώς, κάτι που μεγάλωνε το μυστήριο.
         Φτάναμε με τα ποδάρια στο σχολειό, κατόπι μια απότομη κατηφοριά μάς έβγαζε στην πλατεία του Νικόπλου, όπου ήταν το περίπτερο του μπαρμπα-Μήτση μας. Μας καρτέραγε με ζαχαρωτά και φιλιά. Κατόπι σταματούσαμε στο πατρικό της μάνας μου για λίγο, να δώσουμε τσιγάρα στον παππού, και κατόπι σφεντόνα για το πατρικό μας, για τη γιαγιά μας.
         Σε όλη αυτήν τη διαδρομή η μύτη μας είχε πανηγύρι. Φρέσκια, ξάστερη ανάσα ανακατεμένη με τ' αγριολούλουδα του Απριλιού -φράξο, μανούσια, ζουμπούλια, μοσφακίδια. Τον τόνο τον έδιναν όμως οι καβαλίνες,* η κοπριά, το νοτισμένο χώμα.
         Στο πατρικό μας. Τόπος θαλπωρής. Ένα μικρό σπιτάκι με δυο κάμαρες, κατώι για τις αίγες,* μπλατσαριό,* ένας μικρός κηπάκος και η επιβλητική και συγχρόνως γλυκύτατη παρουσία της γιαγιάς μου. Μας μάζευε με πατάτες γιαχνί. Μοσκοβόλαγε ο τόπος. Κατόπι κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα κι αυτή στη μέση.
         Το πρωί μάς ξυπνούσαν πετεινοί, γομάρια,* αίγες, βετούλια·* φωνούλες απ' τις γυναίκες που φούρνιζαν, σκούπιζαν, έκοβαν κλαρί. Μαζεμένο το χωριό, αμφιθεατρικά χτισμένο, δημιουργούσε τέλεια ηχητική.
         «Ω Αγγελούδω, ξύπνησαν τα παιδιά;», ακούγαμε τη θειάκω Λόλα απ' το δίπλα μαχαλά.
         «Ξύπνησαν, μωρ' συμπεθέρα».
         «Αυγά έχεις; Θέλεις;»
         «Έχω, έχω».
         «Καλά, στείλ' τα μου κατόπι».
         Άρχιζε το πανηγύρι. Τρεχαλητά με τ' άλλα παιδιά, επισκέψεις στις θείες, βόλτες στους κήπους του Μαμά, στ' αμπέλια της Φέρας, στην Αϊ-Παρασκευή. Άρχιζαν δειλά να κοκκινίζουν οι πρώτες κουτσουπιές.* Τα τριαντάφυλλα, πυκνόφυλλα και μοσχομυριστά, ροζ άσπρα, ήταν παντού. Στις αυλές και στους φράχτες. Σου έσπαιναν* τη μύτη.
         Από την Ανάσταση θυμάμαι κάπως τις στρακαστρούκες, που τις πιέζαμε με τις σόλες. Ακόμα κι εκείνη την ώρα του πανδαιμόνιου εγώ είχα το μυαλό μου στ' αστέρια του ορίζοντα, πάνω απ' τον απαγορευμένο τόπο.
         Την άλλη μέρα, όλο το χωριό ανέβαινε στην κορυφή του διπλανού βουνόπλου, που ήταν το φυλάκιο Γκελίλι, για επίσκεψη στους στρατιώτες. Τους πηγαίναμε αυγά, κουλούρια κι εκείνοι μας έδιναν γαλέτες.
         Χαρούμενα, απλά παιδιά, μας άφηναν να δούμε και με τα κιάλια μέσα στο Αλβανικό. Φέρναμε κοντά μας εικόνες από ανθρώπους, κυρίως γυναίκες να σκάβουν εν σειρά ή να κάνουν άλλες δουλειές, πάντα σε ομάδες. Είχαν κατασκευάσει και μια τεχνητή λίμνη για την άρδευση. Παρ' όλο που με τα κιάλια είχα απτό το αντικείμενο της περιέργειάς μου, η έλξη και το μυστήριο βάθαιναν.
         Άκουγα ιστορίες τα κατοπινά χρόνια για κατασκόπους, που χαμογελώντας χαιρέταγαν από απόσταση τις γυναίκες στ' αμπέλια. Αυτές ανατρόμαζαν κι αυτουνούς τους κατάπιναν τα λόγγα.* Το πέρασμα αυτών των μυστήριων ανθρώπων το 'χω επίσης συνδέσει με το ψυχρό αεράκι που μας υποδεχόταν στη Θελεσουριά.
         Όταν αναχωρούσαμε, χαράματα, για την Ηγουμενίτσα ήταν για μας Μεγάλη Παρασκευή. Πονούσαμε και τα τρία, λες και μας ξερίζωναν. Η αδερφή μου με κλάματα και φωνές, «γιαγιά μουουου», ξύπναγε το χωριό. Εγώ βαστιόμουνα και έκλαιγα κρυφά, με τρόπο αξιοπρεπή, και για να το πετύχω αυτό σφιγγόμουνα και βλοσύρευα.* Δε θέλαμε, αρνιόμασταν ν' αποχωριστούμε τη γιαγιά Αγγελούδω, το χωριό. Και πού να πηγαίναμε; Στο βασανιστήριο της τότε -και τώρα- εκπαιδεύσεως.
         Μόλις πήγα στο Γυμνάσιο, βαθμιαία -κι απ' το Λύκειο μόνιμα πλέον- πάει το χωριό και η γιαγιά. Δεν πάταγα το πόδι μου. Σινεμάς, ξένη μουσική, ερωτικά σκιρτήματα, κατόπι σπουδές εν Αθήναις -άλλη θλιβερή ιστορία αυτή-, μέχρι τα τριάντα μου δεν είχα καμιά ψυχική σχέση κι επαφή.
         Μεγάλος ήμουν -τι μεγάλος, άντρας γκοτζάμ γαϊδούρι- όταν μας έστειλε η γιαγιά μου μήνυμα, έναν πικρό Απρίλη, να πάμε να περάσουμε το Πάσχα μαζί της. Δεν πήγα. Μετά από λίγο πέθανε. Δε θυμάμαι να μου στοίχισε. Ούτε στην κηδεία της πήγα. Με είχε καταλάβει εξολοκλήρου ο εαυτός μου.
         Πέρσι πήγα στο χωριό μου, μετά τη Λαμπρή, για ολιγόωρη επίσκεψη. Το πατρικό μου χορταριασμένο, ετοιμόρροπο. Ο κηπάκος του πνιγμένος στην άγρια βλάστηση.
         Τζαρκάλευα* στην αγαπημένη κάμαρη των παιδικών μου χρόνων και κάπου βρήκα την αστυνομική ταυτότητα της γιαγιάς μου. Ολοκαίνουρια. Απ' τη μικρή φωτογραφία με κοιτούσε πάλι μ' εκείνη την αγάπη της, που μας έθρεψε και μας εφοδίασε για μια ολόκληρη ζωή.
         Το χωριό περίπου έρημο. Ούτε γομάρια άκουσα ούτε φωνές από γυναίκες και παιδιά. Πήγα στο μαγαζάκι του άλλου μου θείου, του Μήτση Έξαρχου. Κάποια στιγμή, δυο φαντάροι με πλήρη πολεμική εξάρτυση έφεραν δυο Αλβανούς αιχμαλώτους. Ξέπνοοι* όλοι. Ένας φαντάρος -Αθηναίος, όπως έμαθα μετά- έβριζε τον κωλότοπο, τους κωλοαλβανούς. Έκατσαν στον πάγκο και ο θείος μου τους κέρασε αμέσως λουκούμια.
         Οι Αλβανοί τα έφαγαν λαιμαχτικά* και λερώθηκαν μεριές μεριές απ' τη σκόνη. Καίτοι* είχαν κακό χάλι απ' την ταλαιπωρία, τινάχτηκαν και καθαρίστηκαν με επιμέλεια.

Σ. Δημητρίου, Η φλέβα του λαιμού, Πατάκης

 * κογκέλες: στροφές * κουμαριές, τσέρα, χελιδρονιές: λουλούδια, θάμνοι και βλάστηση της περιοχής * μούσγκωμα: σούρουπο * καβαλίνες: περιττώματα, κυρίως αλόγου ή άλλου υποζυγίου * αίγες: κατσίκες * μπλατσαριό: αποθήκη * γομάρια: γαϊδούρια * βετούλια: μικρά τραγιά * κουτσουπιές: χαρουπιές * έσπαιναν: έσπαγαν (μεταφορικά) * λόγγα: θαμνώδη δάση * βλοσύρευα: κατσούφιαζα * τζαρκάλευα: έψαχνα * ξέπνοοι: κουρασμένοι, εξαντλημένοι * λαιμαχτικά: με λαιμαργία * καίτοι: αν και, μολονότι

Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης-Γιάννης Φιλιππίδης

Ένας Απρίλης πλανευτής, μια γυναίκα που ωριμάζει σαν ακριβό κρασί, ένα νησί γεννημένο από λάβα η Σαντορίνη κι ένας οριστικός έρωτας που δεν κουράστηκε ποτέ να περιμένει, συνθέτουν το παζλ των τριάντα ωρών που θα χρειαστεί η Στέλλα μέχρι να δει ολοκάθαρα μέσα της και γύρω της.

Πώς περνάνε έτσι εύκολα κι απλά ολόκληρα κομμάτια μιας ζωής, που θεωρείς απροσμέτρητη σε μάκρος, αλλά κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι καθόλου;

Σαράντα εννέα χρόνια ωριμότητας είναι αναγκαία για να καθαρίσει αίφνης η ομίχλη που κουκουλώνει συναισθήματα, ανάγκες και όσα η ίδια αντιλαμβάνεται ως φυσικό κόσμο γύρω της.

Ίσως γιατί τη στιγμή που αισθάνεται ότι έχει κατορθώσει την αντιστροφή του χρόνου, τα πάντα φαντάζουν φωτεινά, ανεπηρέαστα από τις στροφές των ρολογιών.

Τριάντα ώρες στην καρδιά ενός Απρίλη υπόσχονται να φυσήξουν καινούριο άνεμο, να ξεσκονίσουν μνήμες που χρειάστηκε να κρατηθούν κρυμμένες, εγκλωβισμένες στο κουτάκι με τα παλιά θέλω της, που ξέμειναν απραγματοποίητα.

Γιατί έρχεται κάποτε η ώρα, που αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει ν’ αντιστρέψεις τον χρόνο, να κερδίσεις όσα δεν έπαψες να διεκδικείς στ’ αλήθεια ποτέ.
Διαβάστε τις πρώτες 20 σελίδες του βιβλίου 

Γιάννης Φιλιππίδης

Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της Άνεμος Εκδοτική. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και επώνυμες ιστοσελίδες. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Από το 2013 αρθρογραφεί κι είναι αρχισυντάκτης στο www.anemosmagazine.gr