Σήμερα στην άκρη της θάλασσας/κοιτούσα με έκσταση πως άνοιγε την αγκαλιά της ''αφρίζοντας''/στο τραγούδι του Ανέμου.. Ενα σπασμένο κοχύλι στην άμμο / έκρυβε τα μυστικά του/στ' απομεινάρια του Καλοκαιριού.. Πως μοιάζει ο Ερωτας με κοχύλι μικρό/στην άμμο κρυμμένο.. Μια αδέσποτη ψιχάλα / διέκοψε βίαια των ειρμό της σκέψης μου Κι άρχισε η βροχή να σταλάζει αργά/ βασανιστικά τη λύπη στα μάτια Πως να κλείσεις τις ρωγμές ; Η μνήμη ακόμα με καίει.. Γιατί βρέχει πάντα στα τοπία /όταν σε θυμάμαι;(Μ-Λαμπράκη)
Κατερίνα Γώγου (1940-1993), Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών(αποσπάσματα)
1 Το σπίτι μου όσο το άνοιγμα των χεριών της κόρης μου 4 χρόνια άστεγη τώρα…
2 Κι ανυπόδετη κι άρρωστη γύρναγα Κρύωνα. Και όπου κι αν έστρεψα Όξος και πρέζα και χολή
3Και τα παιρνα να μη λυπήσω τους ανθρώπους
Και ήρθε – και χάμω- στα γόνατα έπεσα Και χωμάτινος βόλος έγινα Και μέσα μου κύλησα Και σε μια ανάσα της ψυχής μου Που είχε μείνει φεγγερή - εκεί ακούμπησα- και έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.
5
Κι όσο νερό έβγαλα Νερό δεν είχε για μένα Στέρεψα – λέπια- γοργόνα έγινα Κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…
6
Κι όταν τα μάτια άνοιξα Και πλάι και γύρω και παντού Μεγάλη λίμνη έγινε Που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθράκια
7
…νύχτωνε στον ουρανό… Και σε δυό περίεργα σύννεφα Που ακίνητα τρέχαν Εγώ ανάμεσα σε δυό διάτρητους «ληστές» Στα φώτα σταυρωμένη
8
Μπορεί δίκαια… Προκάλεσα με πάθος την ζωή. Ασέβησα δύο φορές γιατί ήξερα τους Νόμους. Άσκησα την όραση μου για μακριά Κι έχασα τα κοντινά μου
..................
10
Εσύ! Εσένα που αγάπησα. Κοίτα άμα πιεις κι όπως πάντα μεθύσεις Μην πεις ποτέ πως μ’αγάπησες Δεν θ’ άφηνες να γίνω πλατανόφυλλο Σε ξεροπόταμους να πλέω…
11
ΜΗ!… «Τυλίγω πάγο στο συναίσθημα Τίποτ’ άλλο δεν είναι» Υστέρα μεγαλώνοντας κι άλλο Το άνοιγμα των χεριών «Φοβάμαι» είπε κι έφυγε με μια ασήκωτη βαλίτσα το παιδί αφήνοντάς με σε μια πόρτα ανοιχτή από αναρριχητικά τρόμου και σκοτάδι πνιγμένη 10 Οκτωβρίου η Μυρτώ Το μήνα των παγωμένων σταφυλιών γεννημένη.
"Μπροστά σε τέτοιο ηλιόγερμα ντροπή το φως της μέρας" Κ. Παλαμάς
«Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας, δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνει στη ράχη, σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα τού μεσημεριού, οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρός απ' τα σκιαθίτικα καΐκια Ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αετός πού βάφει της φτερούγες του στο λιόγερμα>>Γιάννης Ρίτσος.
Άσπρο περιστέρι μεσ' τη συννεφιά μου 'δωσες το χέρι να 'χω συντροφιά άσπρο περιστέρι μαύρο μου φτερό κάθε καλοκαίρι θα σε καρτερώ(Νίκος Γκάτσος)