Σελίδες

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Joyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια

Joyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα, 1994

Joyce Mansour. Γεννήθηκε στην Αγγλία, από Αιγύπτιους γονείς [1928-1986], ήταν πρωταθλήτρια της Αιγύπτου στα 100 μέτρα, ικανή ιππεύτρια, και με ρεκόρ στο βάδην και στο άλμα σε ύψος. Όταν εγκατέλειψε τον αθλητισμό στα είκοσί της χρόνια άρχισε να γράφει ποίηση. Οι «Κραυγές» της μάγεψαν τον Αντρέ Μπρετόν που επικοινώνησε μαζί της ενόσω ήταν ακόμα στην Αίγυπτο. Σαν πήγε στο Παρίσι με το σύζυγό της, έγιναν αχώριστοι με τον ακαταμάχητο πατέρα του υπερρεαλισμού.

Ο σύζυγός της Samir Mansour καταθέτει πως ήταν λυτρωμένη από τις υλικές μέριμνες, δεν ήξερε να βράσει ούτε αβγό, ήταν ιδιαιτέρως προσηλωμένη στις δραστηριότητες των φίλων της, δεν διέθετε καμία πειθαρχία στο γράψιμο και δεν έδινε εικόνα συγγραφέα. Ο ίδιος δεν την είχε δει ποτέ του να γράφει, τα χειρόγραφά της τα έδινε στο γιο της, για να της διορθώσει τα ορθογραφικά.
Η «μικρή μάγισσα» κατάφερε «να μαυλίσει τους τελευταίους μεγάλους υπερρεαλιστές», γράφτηκε μετά το θάνατό της, στα πενήντα οχτώ της χρόνια, από καρκίνο του στήθους. Η ποίησή της είναι ακαριαία, αφορά αποκλειστικά όσους αντέχουν το σώμα σε όλες του τις σαρκικές υπερβολές, με όλα του τα πάθη, σε αυτούς που μπορούν να κοιτάξουν τον υπερρεαλισμό ως ένα είδος υλοποιημένου, μερικές φορές τερατόμορφου, ερωτισμού.
Διαβάστε περισότερα /ΕΔΩ

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου ~ Joyce Mansour

Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Μαλλιά μπερδεμένα
Αιδοία γαντζωμένα
Με το στόμα σου για προσκεφάλι

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου ράχη ράχη
Δίχως να μας χωρίζει ανάσα
Δίχως λέξεις να μας περισπούνε
Δίχως μάτια να μας διαψεύδουν
Δίχως ρούχα.

Θέλω να κοιμηθώ μαζί σου στήθος στήθος
Συσπασμένη και ιδρωμένη
Λαμπυρίζοντας με χίλια σύγκρυα
Απ’ την αδράνεια φαγωμένη
Της έκστασης τρελή
Πάνω στον ίσκιο σου νά ‘χω ξεμείνει
Καταχτυπημένη από τη γλώσσα σου

Για να πεθάνω ανάμεσα στα δόντια του λαγού
Τα σάπια
Ευτυχισμένη.

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος 
 ΚΡΑΥΓΕΣ

~ Joyce Mansour

Αγαπώ τις κάλτσες σου . . .
Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου
Άσε με να σ' αγαπώ
Ξέχασέ με
Μην τρώτε τα παιδιά των άλλων
Οι τυφλές μηχανουργίες των χεριών σου
Άνθρωπο άρρωστο από χίλιους λόξυγκες
Σ' ανασηκώνω στα χέρια μου
Σε είδα μέσα απ' το κλειστό μου μάτι
Γυναίκα όρθια εξαντλημένη μαδημένη
Κάλεσέ με μέ το τελευταίο μου όνομα
Ο άνθρωπος που αμύνεται
Ήμουν δειλή στο θάνατό του
Το κενό στο κεφάλι μου επάνω
Χτες το βράδυ είδα το πτώμα σου
Φτερά παγωμένα
Ένας γέρος κι' η γριά του . . .
Σ' αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι
Περίμενέ με
Καθισμένη στο κρεβάτι μ' ανοιχτές τις γάμπες
Εγωιστικά μ' αγαπάει εκείνη
Δεν είναι από λάθος μου . . .
Θέλεις την κοιλιά μου για να τρέφεσαι
Στην ακτή που μαντεύουμε . . .
Ναι έχω δικαιώματα πάνω σου
Μ' αρέσει να παίζω με τα μικροπράγματα
Ένα χταπόδι γλυκερό και χρυσαφένιο
Η αμαζόνα έτρωγε το τελευταίο της στήθος
Οι φτερωμένες γάμπες της καμπούρας γριάς
Θα ψαρεύω την άδεια ψυχή σου
Είμαι κουρασμένη
Καλοκαθόσουνα
Πίθηκε που 'πιθυμάς μια σύζυγο άσπρη
Ο λαιμός σου κομμένος
Νέγρα νεκρή στην άσπρη άμμο
Ασάλευτα καπούλι με καπούλι
Φοβάται ταράζεται
Οι μύγες πάνω στο κρεβάτι
Η σκιά σου χωρίς στόμα
Μέσα στο κόκκινο βελούδο της κοιλιάς σου
Η ανάσα σου μέσα στο στόμα μου
Πόσοι έρωτες έκαναν να κραυγάζει . . .
Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια
Το μικρό κορμί σου ισχνό . . .
Πυρετός το αιδοίο σου ένας κάβουρας
Μια γυναίκα παρίστανε τον ήλιο
Να σε προκαλούν τα στήθια μου
Τα βίτσια των αντρών
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ

~ Joyce Mansour

Κάλεσέ με να περάσω . . .
Υπάρχει αίμα στο κροκάδι του αυγού
Εξήγησα στη ριγωτή γάτα
Δεν υπάρχουν λέξεις
Μια φωλιά σπλάχνων
Είδα τις ηλεκτρικές κόκκινες τρίχες . . .
Ζούσαμε κολλημένοι στο ταβάνι
Ένας άντρας αναπαυόταν . . .
Είμαι η νύχτα
Όλα τα πρωινά ένας ξαναμμένος αετός
Κορμί μικρό κακοκαμωμένο
Το γέλιο μου πετάει ψηλά
Πώς ν' άλαφρώσω . . .
Είδα τη γαλάζια αλογότριχα . . .
Παιδούλα που κλαίει στο κρεβάτι της
Στις σκοτεινές της απελπισιάς σπηλιές
Τρεις χοντρογυναίκες κ' ένας γέρος άντρας
Άνοιξε της νυχτός τις πόρτες
Το κόκκινο σεντόνι
Το κίτρινο ανάψανε
Ωσάν αυγό μες σε κλουβί ...
Τα 8 σχεδιάζονται
Ανάμεσα στ' αδέξια χέρια του
Το μυαλό μου φύρανε
Σιωπή γιατί ο ίσκιος . . .
Μες στων νεκρών τα στόματα
Ο θάνατος είναι μια μαργαρίτα πού κοιμάται
Πόδια γυμνά ώς τον λαιμό
Μια γυναίκα γονατισμένη . . .
Θέλω να φύγω δίχως αποσκευές για τα ουράνια
Στο δωμάτιό σου στολισμένο . . .
Μη χρησιμοποιείτε σαν δόλωμα
Ανεβείτε μαζί μου τα σκαλιά που κατεβάζουν
Ένα πόδι χωρίς παπούτσι
Χόρευε μαζί μου μικρό βιολοντσέλο
Πόδια σφιχτοδεμένα
Ένα χέρι φύτεψα παιδιού
Της θυρωρίνας μου το θολωμένο μάτι
Βαρέθηκα τα ποντίκια
Χτυπά το τηλέφωνο
Μες στη γαλάζια κλινική . . .
Η παλίρροια φουσκώνει . . .
Οι σπασμοί που δονούνε το παχύ κορμί σου
Άνοιξε το δίχως χείλια στόμα του
Ζυγίσανε τον λευκασμένο με άσβεστη άντρα
Πέταξες τα μάτια μου στη θάλασσα
Το πρόσωπό μου φωτίζεται . . .
Δεν θέλω πια το φρόνιμο σου πρόσωπο
Πλατάγιζαν τα ρουθούνια σου
Τη νύχτα είμαι το αλάνι . . .
Κυματίζανε βιολιά σε ουράνια σκούρα
Είσαι ανήσυχη αδελφή μου;
Η κρυφή γραφή
Ψυχή μου κλάψε που η γη είναι γυμνή
Το νερό γουγλουκίζει κάτω
Μου 'δωσε κύπελλα από αλάβαστρο
Θέλω να κοιμηθώ πλάι πλάι μαζί σου
Τι είναι το χέρι μου;
Το πτώμα της γιαγιάς μου
Η ροδαλή μεμβράνη
Βρήκα ένα μανδραγόρα
Θυμήσου
Μια σταγόνα από κοράλλι
Η θύελλα χαράζει περιθώριο ασημένιο
Ένα ποντίκι
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
Βρέχει μες στο γαλανό κοχύλι που 'ναι η πόλη
Τη νύχτα είμαι βατράχι
Θυμάμαι τη μήτρα της μητέρας μου
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει . . .
Σας είδα αγκαλιασμένους μες στον άνεμο
Άκουσέ με
ΟΡΝIΑ

~ Joyce Mansour

Ο ΘΩΡΑΚΑΣ
ΡΑΒΔΟΜΑΝΤΕΙΑ
Δεν την ξέρω την κόλαση
ΑΡΑΒΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
PERICOLOSO SPORGERSI
Κοίτα, είμαι αηδιασμένη από τους άντρες
Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια
Θα κυλιέμαι κατά σένα
Θα γράψω με δυο χέρια
Πνιγμένη σε βυθό ανιαρού ονείρου
Τα χέρια σου κορφολογούσανε
Προχωρείς επάνω στο ξυλένιο σου άλογο
Κατρεφτιζόμουνα στη βούρτσα των νυχιών μου
Δεν γνωρίζεις το νυχτερινό μου πρόσωπο
Ξέρεις ακόμα το γλυκερό άρωμα των φυτειών
Η ΜΥΩΠΙΑ ΤΩΝ ΔΙΧΩΣ ΡΑΝΤΕΒΟΥ
Η κουτοκουκουβάγια των σκοτεινών δασών
Υπάρχει
Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
ΛΕΙΑ ΤΟΥ MACADAM
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η
Ο ρυθμός του χρήματος
Δεν είναι από λάθος μου
Πρέπει το πουλί . . .
Ο δρόμος σέρνεται . . .
Αφότου σε γνώρισα
ΑΦΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΝΗΜΕΣ
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΚΥΝΟΚΕΦΑΛΟΙ
ΚΑΝΟΝΑΣ ΖΩΗΣ
ΤΟ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙ
Υπάρχει μια γριά πάνω στο δρόμο
Η μυρωδιά της δικαιοσύνης
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΠΟΔΙΑ
ΧΑΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
LITTLE ROCK
Σ' εξαπάτησα αγαπητέ ανόητε
Ο ΕΞΟΛΚΕΑΣ
ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ
Τι κάνεις όταν το χρήμα . . .
Θα κάνομε πέρα τα πτώματα
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΜΟΡΦΟ ΤΕΡΑΣ
Χιονίζει όμορφη μάσκα
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ
ΗΜΙΣΕΛΗΝΟΣ ΟΜΙΧΛΗΣ

Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος
 ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ…

~ Joyce Mansour

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
την αγάπη μου σου διηγούμαι
στραγγαλίζω ένα λουλούδι
η φωτιά αργοσβήνει
χωνεμένη από θλίψη.
Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται
κατοικούνε πεταλούδες.
Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη
μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων
τα μάτια
την ανάσα μου ανακατώνω με της
κουκουβάγιας το αίμα
και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου
πιλαλάει κρεσέντο.
Τζόυς Μάνσουρ, 1928-1986(μτφ. Έκτωρ Κακναβάτος), 
“Κραυγές' (επιλογή), στον τόμο :δεν άνθησαν ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, (επιμ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου), Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1980
**
Άσε με να σ’αγαπώ
αγαπώ τη γεύση απ’το παχύ σου αίμα
το κρατώ καιρό μέσα στο δίχως δόντια στόμα μου
η πυράδα του μου καίει το λαρύγγι
αγαπώ τον ιδρώτα σου
μ’αρέσει να χαϊδεύω τις μασχάλες σου
περίρρυτες από χαρά
άσε με να σ’αγαπώ
άσε με να γλείφω τα κλειστά σου μάτια
άσε με να τα τρυπήσω με τη σουβλερή μου γλώσσα
και τη γούβα τους να γεμίσω με το θριαμβευτικό μου
σάλιο
άσε με να σε τυφλώσω.
O Κακναβάτος σημειώνει για το έργο της Μανσούρ τα εξής: «Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της.
 Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… 
Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος»

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ENA HMIΣΦΑΙΡΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ-Charles Baudelaire

ENA HMIΣΦΑΙΡΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ-Charles Baudelaire (1821-1867), (μτφρ-επίμετρο Κώστας Ριτσώνης)
Άφησέ με να αναπνεύσω για πολύ χρόνο , για πολύ καιρό , την μυρωδιά των μαλλιών σου, εκεί να βουτήξω όλο το πρόσωπό μου
όπως ένας διψασμένος άνθρωπος μέσα στο νερό μιας πηγής , και να τα κουνήσω με το χέρι μου όπως ένα μαντήλι αρωματισμένο , για να τιναχτούν οι αναμνήσεις έξω στον αέρα .
Αν μπορούσες να ξέρεις όλα αυτά που βλέπω ! όλα αυτά που αισθάνομαι ! όλα αυτά που ακούω μέσα στα μαλλιά σου . Η ψυχή μου ταξιδεύει πάνω στο άρωμα όπως η ψυχή των άλλων ανθρώπων μέσα στη μουσική .
Τα μαλλιά σου περιέχουν ένα ολόκληρο όνειρο , γεμάτο κατάρτια και πανιά…περιέχουν μεγάλες θάλασσες που οι μουσώνες τους με κατευθύνουν σε ευχάριστα κλίματα , όπου ο χώρος είναι πιο γαλάζιος και πιο βαθύς , όπου η ατμόσφαιρα είναι αρωματισμένη από τα φρούτα , από τα φύλλα κι από το δέρμα των ανθρώπων .
Μέσα στον ωκεανό των μαλλιών σου, μισοβλέπω ένα λιμάνι γεμάτο με μελαγχολικά τραγούδια, άντρες ρωμαλέους από όλα τα έθνη και κάθε μορφής καράβια που οι φίνες και πολύπλοκες αρχιτεκτονικές τους προβάλλονται κομμένες πάνω σε ένα ουρανό απέραντο όπου αναπαύεται η αιώνια ζέστη .
Μέσα στα χάδια των μαλλιών σου ξαναβρίσκω τις αδυναμίες των μακριών ωρών που πέρασαν πάνω σε ένα ντιβάνι , μέσα στο δωμάτιο ενός όμορφου καραβιού νανουρισμένες από το ανεπαίσθητο κύμα του λιμανιού , ανάμεσα στις γλάστρες με τα λουλούδια και τις δροσιστικές κανάτες .
Μέσα στη φλεγόμενη εστία των μαλλιών σου , αναπνέω τη μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με όπιο και με ζάχαρη…μέσα στη νύχτα των μαλλιών σου , βλέπω να αστράφτει το άπειρο του τροπικού γαλάζιου…πάνω στις χνουδάτες παραλίες των μαλλιών σου μεθώ από τις συνδυασμένες μυρωδιές του κατραμιού , του μόσχου και της ινδικής καρύδας .
Άφησε με να μασήσω για πολλή ώρα τις πλεξούδες σου τις μαύρες και βαριές . Όταν δαγκώνω τα μαλλιά σου τα ελαστικά κι ατίθασα , μου φαίνεται ότι τρώω αναμνήσεις .
ΠΗΓΗ

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων

Πάθη Θεία.
Και ανθρώπινα.
Εκούσια τα πρώτα ...
Ακούσια των ανθρώπων...
 
Τον τελευταίο καιρό μοιάζουν με τον ανηφορικό δρόμο του Γολγοθά.
  Καθ' ένας μόνος του σηκώνει το δικό του Σταυρό.
Κανείς Σίμωνας δεν προσφέρεται, ίσως και να μην υπάρχει.
Οι πραίτορες και οι λοπωδύτες παίζουν στα ζάρια τις τύχες μας. 'Εχουν ήδη διαμερίσει τα ''ιμάτια ημών ''και σε Πιλάτια λεκάνη ''Νίπτουν τα χείρας ''.
Τα τριάκοντα αργύρια, βρήκαν πρόθυμο τον Ιούδα.
Η προδοσία καραδοκεί με ένα φιλί στο στόμα.
Ουδείς μετανιώνει.
Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις.
Το Θείο Πάθος και τα πάθη των ανθρώπων.
Ενώπιόν τους στέκονται μόνο οι ''καταραμένοι'',
οι ''τρελοί'', οι ''ποιητές''.
Ολοι όσοι καρφωμένοι στο Σταυρό τους, 
ψιθυρίζουν το δικό τους ''Μνήσθητί μου''.
 Και το ερώτημα παραμένει ίδιο.
Αναπάντητο ανά τους αιώνες.
''Ιησούν ή Βαραβάν;''... (Μαρία Λαμπράκη)

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω (1924) »- «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»


Ο Επιτάφιος Θρήνος. Η εικόνα υπογράφεται από τον Κρητικό ζωγράφο Εμμανουήλ Λαμπάρδο. Αναπαράγει έναν εικονογραφικό τύπο που αναπτύχθηκε στην Κρήτη τον 15ο αιώνα και βασίζεται σε παλαιολόγεια πρότυπα. Στο κάτω μέρος της εικόνας διακρίνεται κανάτι με αρώματα για την περιποίηση του σώματος του νεκρού.
ΠΗΓΗ

Στρατής Μυριβήλης, «Η Μεγάλη Παρασκευή στη Σκάλα»

 Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται κ’ η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν τη νύχτα τον Επιτάφιο, να τον γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους. Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν τις μεγάλες λιτανείες με όλα τα λάβαρα.
Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο το χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μύριζε ως τ’ άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα.
Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τα ασημένια φανάρια με τα χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά – ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα.
Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σαν σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση.
Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια, τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά, να φτάνουν ως εκεί μπροστά στα «ξεπεταχτά» των τούρκικω σπιτιών.
Ξέραν πως πίσω από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα ξενυχτούσαν οι χανούμισσες, τα τουρκάκια, οι γέροι μουσουλμάνοι, φαρμακωμένοι όλοι τους από τη ζήλια, να βλέπουν την αρχοντιά και τα μεγαλεία της θρησκείας μας.
Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιονταφίτικα άμφια. Χοντρό μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ουγές, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά μαργαριτάρια. 

Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμό του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές στις τέσσερεις γωνιές, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια σα ρωϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άντρες, γυναίκες και μωρά.
Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε και στην πόρτα των δημογερόντω. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε ροδόσταμα.
Τα ράντιζαν οι κοπέλες από τα μπαλκόνια με κρουσταλλένια ροδοστάλια. 

Το φως από τις λαμπάδες έπαιζε παράξενα, ηδονικά, στο παχουλό τους πηγούνι, στα ρουθούνια και στα ματόκλαδα. (Ποτές οι κοπέλες του χωριού δε μας φαίνονταν έτσι γλυκιές και επιθυμητές, όσο τη νύχτα του Επιτάφιου).
Οι Τούρκοι πια να τα βλέπουν όλα αυτά και να σκάνουν από το κακό τους. Μόνο η δικιά μας η θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα και περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Που θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δε θα τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο Επιτάφιος. 

Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα, στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του Θεού το μάτι στη μέση.
Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά.
Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κ’ έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλατέας. Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα όλα τα σπαρματσέτα – οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε για πολλήν ώρα η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν όλες, τις ευχές. Αντίκρυ ήταν τα τούρκικα καφενεία. Γι’ αυτό.
Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με ψαλμουδιές κι αναμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα.
*
Από το μυθιστόρημα «Ο Βασίλης ο Αρβανίτης», 1943.
ΠΗΓΗ

Η ζωή εν τάφω (1924)- Στρατής Μυριβήλης
Απόσπασμα

‘Ηταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. ’Ενα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που ‘ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ’ άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα. 

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα ‘βλεπε πως ήταν άλικη, μ’ έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. ‘Εχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ’ αργήσει ν’ ανοίξει κι αυτός. Και θα ‘ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. 

Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής. Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ. Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα.
Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός.
Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Στρατή Μυριβήλη / ΕΔΩ