Σελίδες

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

''Ζωή με λες'' - Γιάννης Φιλιππίδης

 Paper Boats by Diana Debord
Αφιερωμένο στον συγγραφέα, Γιάννη Φιλιππίδη (αντί προλόγου)
Είναι κάποιες φορές, δεν θέλω να σου πω ψέματα, που η αλήθεια γίνεται ''απειλή''.
Η νύχτα δεν είναι πάντα φίλη σου και η μουσική δεν γιατρεύει όλες τις πληγές.
Κι όμως επιμένεις παντός καιρού και τρόπου να ονειρεύεσαι.
Γιατί θέλει κότσια, να ρίχνεις ακόμα τις χάρτινες βαρκούλες σου στο νερό και να ανοίγεσαι στο πέλαγος της καρδιάς.
Να περπατάς στο δάσος όταν ο λύκος είναι εκεί.
Να φοβάσαι, μα,  να προχωράς σε καινούργια μονοπάτια, μακριά απο το γνωστό και το αναγνωρισμένο.
Να ξορκίζεις την πίκρα σου με ένα τραγούδι βάλσαμο.
Και τότε η πληγή γίνεται απο τραύμα ''θαύμα'' κι ανθίζουν άξαφνα τα πιο όμορφα κυκλάμινα της Αγάπης
Ετσι, μπορείς να πεις ''Ζωή με λες''

 Παιχνίδια πεζογραφίας και εικόνων.
Μια ακολουθία από αυτοτελή κείμενα για τη ζωή μας. Κρυμμένες για καιρό ερωτήσεις και απορίες, στάσεις σε γοητευτικά ενσταντανέ, μικρά καθημερινά αναθέματα, κουβέντες που διαρκούν δεκαετίες, μονόλογοι σε β΄ ενικό που ονειρεύονται να θεραπεύσουν την ανήσυχη φύση μας.
Τα κείμενα ανταμώνουν και σαγηνεύονται από τις φωτογραφίες της Ρενέ Ρεβάχ, σε μια φροντισμένη έκδοση 176 σελίδων με σκληρό εξώφυλλο, κυκλοφορεί απο την ''Ανεμος εκδοτική'' http://www.anemosekdotiki.gr/
 ''Ζωή με λες''
 Επιλεγμένα αποσπάσματα.
 'Ηλιο να μου χαρίζεις τα πρωινά
Θέλω να μου στέλνεις έναν ήλιο παραπάνω τα πρωινά του χειμώνα.
Να ξεμένω αιφνιδιαστικά χαμογελαστός να τον κοιτάω, ελπίζοντας για όλα.
Να εισβάλει αντάρτης στο ανατολικό δωμάτιο, αποκαλύπτοντας χρώματα, που ' χαν απο καιρό βουλιάξει στο γκρι των ημερών.
Να εμπνέομαι παιχνίδια και ρυθμούς απο τους σπάνιους, απολαμβάνοντας τις λάμψεις του στις επιφάνειες των ξύλων, όπως εισβάλει γενναιόδωρος και αυθάδης,  να καταργήσει τις βροχερές γραμμές του δέρματος στο μέτωπο.
Αυτός, τουλάχιστον,  ξέρει καλά την τέχνη, να χαρίζεται σε διάρκεια.
 
Αυτά τα ήσυχα μεσημέρια.
Γράψε ένα τραγούδι για μένα.
Δεν ξέρω αν ζητάω ρουσφέτι ή φωνάζω <βοήθεια&gt, βουλιάζοντας σ' ένα σκοτεινό μαύρο κύκλο με απροσδιόριστης έκτασης εμβαδό κι αχνές βάθος.
Αλλά βαρέθηκα να αισιοδοξώ μονάχα τα πρωινά, που ο ήλιος λούζει τις απέναντι ταράτσες, ή τα μεσημέρια αυτά τα ήσυχα μεσημέρια, που τον θόρυβο της πόλης απορροφούν οι κυρίαρχες εξωτερικές τοιχοποιίες κι εγώ στέκομαι θαρρείς σαστισμένος, αφενός με την ομορφιά ν'ανασαίνεις στην Ελλάδα και να 'σαι ακόμα νέος κι υγιής και την ίδια στιγμή να βουρκώνεις απο αγωνία, για όσα φοβάσαι κι αργούν να'ρθουν.
Αγγιξε απαλά τα δάχτυλά σου στο πιάνο, να κυλήσει η ζωή σε μια βόλτα γρήγορη
κάπως ελεύθερα, ν'ανασαίνουν τα ημιτόνια ,να σκαρφαλώνουν κρεσενταριστά οι τόνοι κι οι διέσεις κι υφέσεις να 'ρχονται προστατευτικές, σαν παλιές βαριές κουρτίνες, το πρωινό μιας νύχτας, που 'χεις ξεμείνει ν'αναρωτιέσαι: αυτό στ'αλήθεια θες να περισσεύει απ' όσα ονειρεύτηκες ή απευχήθηκες, αλλά συνέβησαν;
Γράψε ένα τραγούδι για μένα,  που ελπίζω ακόμα στις ευχάριστες εκπλήξεις, που αδυνατώ να τις ξεντύσω απ' τις σκόρπιες προσευχές.
Μακρινές γραμμές 
Μέσα στους καθρέφτες, θα μετρήσουμε απ' την αρχή τις θεωρίες 
που καταδικάσαμε σ' αιώνια σκόνη κι όσα απογεύματα απο Κυριακές ευχήθηκες,
να ' χε ρουφήξει η ροή του χρόνου, πρίν τις τρέξουν οι ωρολοδείκτες.
Σε παραλίμνη πλημμυρισμένη απο φύλλα κοκκινα
θα περπατήσουμε, ώσπου να θυμιθείς ξανά, παλιά ρεφρέν απο τραγούδια, που σου' φερναν στι-γμιαία αναφιλητά 
στα γυμνασιακά μας χρόνια.                                               
Πίσω θα πάμε, μέχρι τη πρώτη αγκαλιά που εμπιστεύθηκες 
την εποχή
που ανυπόμονη βλέπαμε τις μακρινές γραμμές απ' τα παραθυρα 
του έξω κόσμου.
Πληροφορίες για τον Συγγραφέα, Γιάννη Φιλιππίδη /εδώ http://yannis-filippidis.blogspot.gr/

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Σε ίχνη ηχοχρωμάτων αιθέριων

Art by  John Simmons (British, 1823-1876)
**  **  ** ** 

Σε τόπους που ευδοκιμούν τα όνειρα ξαναγυρνώ /ανιχνεύοντας σημεία της όρασης και των διαισθήσεων/αναζητώντας στο φως το ανέσπερο την καινούργια μέρα.
Σε ίχνη ηχοχρωμάτων αιθέριων/τα θαύματα επικαλούμαι ανακαλώ απ' τη σιωπή τα λόγια των χαμένων παραδείσων
 χαρίζοντας ίχνη <<σύμβολα ερωτικά>>/ στους ανέμους/σαν ένα γόνιμο μόριο της συλλογικής μνήμης του απείρου.
 Απο τη μοναξιά μου βγαίνω και χάνομαι στις θάλασσες /του άγνωστου Θεού.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Το ''φανταστικό βιολί''

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjZWjynanN0Ozm5rdAfNhLacnbY1_GjkmRtp-3HFacLsZHgcQfbvkaB8evg35LkQke1Fr11bml9Hq5E9uyssc4A1B3fM_u_Oylhtnd-6tuquoNzhKSB0_ZiaiwP7mc_63VAQ-fXfLUl8nb/s1600/pyle-old.violin-1894.jpg

The Old Violin by Howard Pyle, 1894.

Ο μουσικός (Τάσος Λειβαδίτης

  Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα», ……ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.





 

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMRIQhXD7wsxS4PmxCTjA-ruunUqicJ4w_iUWmPYbKQxggzRY6C5VXuvZ2lOufBoaGgPJJHGJEciP28w3nMhf_8Uv5I1zKS42Q_RhDXxXRToW_SPGZPd6GjQPbPMqxBmcMLWmm1IQu3MY/s320/violin.jpg
Βιολί για Μονόχειρα
Τάσος Λειβαδίτης
"Ακόμα κι η ζωή μου αποχτά σημασία
όταν τη διηγούμαι σε κάποιον..."


Έτσι, την ώρα που με τόση αφέλεια γονάτισα, όλοι νόμισαν πως ήθελα να εκλιπαρήσω -- ενώ απλώς ήταν φθινόπωρο, ή μάλλον να το πω αλλιώς: το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου, αλλά μια μέρα δεν άντεξα, «εμένα με γνωρίζετε;» τους λέω,
«όχι» μου λένε -- έτσι πήρα την εκδίκησή μου, και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους ή μη ρωτάτε τι μπορεί να συμβαίνει με τους τρελούς -- τι άλλο απ' το να διασκεδάζουν ένα παιδί, που δεν ήθελε να μεγαλώσει, κι αφού οι ονειροκρίτες είναι περασμένης μόδας, 
μεταναστεύω κι εγώ στην άλλη άκρη της ομπρέλας μου, καθ' ότι αλκοολικός και διότι άρχισε να βρέχει σε παλιούς μακρινούς καιρούς κι απ' το παράθυρο έρχεται η μυρωδιά των κυπαρισσιών σαν μια μουσική που μαντεύεις το τέλος της -- ενώ η γριά μου εξηγούσε την ανάσταση του Κυρίου, «φοβόταν μήπως αλλιώς τον λησμονήσουν» έλεγε, όσο για μένα, προτιμώ να κρεμάσω ένα ρολόι στο γιλέκο μου, παρά να κρεμαστώ εγώ -- θα ήταν τότε σαν να εξηγούσα πολλά πράγματα, ακριβώς όπως ένας άνθρωπος, ίσως, μπορεί να παίξει και μ' ένα χέρι βιολί, όταν με τ' άλλο πρέπει να κρατήσει τη ζωή του -- ήμουν τόσο εξουθενωμένος που στους διαβατικούς καθρέπτες που κοιτάχτηκα δεν είδα παρά την ανείπωτη λέξη, και μην έχοντας τίποτα καλύτερο κάθομαι και θησαυρίζω, (εν αγνοία τους, βέβαια, αφού μου είχανε πάντα γυρισμένες τις πλάτες) αλλά δεν ξοδεύω και αρκούμαι στο μακρινό σφύριγμα του τρένου, που ανορθώνει, σαν άνθρωπο, 
το σκυλί και ρίχνει κατιτί μες στο κουτί του ζητιάνου -- γιατί το ξέρω ότι ματαιοπονώ, κι οι σελίδες που γράφω θολώνουν κιόλας από κάμαρα σε κάμαρα και στο φως της λάμπας το βράδυ θα έχουν μια άλλη σημασία και το πρωί θα πρέπει να ξαναντυθείς, μόνο και μόνο για να πονέσεις, αντίο, λοιπόν, καλή μου εγκαρτέρηση, εγώ πάω ν' ασχοληθώ με τους τρελούς μου
ή μάλλον θα πω για τα παπούτσια τους, 
 τόσο αφρόντιστα σαν να τους τα φόρεσε ένα χέρι που ήξερε περισσότερα κι ίσως, αν σφύριζα πιο αμέριμνα, όλα να 'χαν πάει καλά ή αν δεν ήμουν τόσο επιρρεπής, όπως αυτός ο γελοίος σταθμάρχης που πληρώνεται για να μη μ' αφήνει να ταξιδέψω ή σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος.
 Το "Βιολί για μονόχειρα" εκδόθηκε το 1977
και το 1979 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Αrt  by Hamish Blakely

 Ναπολέων Λαπαθιώτης
Στο κέντρο το νυχτερινό
 Τώρα που παίζει το βιολί
κι έχουμε πιει τόσο πολύ
που μ’ έναν έρωτα τρελό
σαν νά `μαστε δεμένοι.
 
Σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό
βάλε ξανά να ζαλιστώ
μέσα στο όνειρό σου να κλειστώ
το μόνο που μου μένει.
 
Γιατί άμα λείψει το κρασί
και φύγεις έξαφνα και συ
και βουβαθεί και το βιολί
με το γλυκό βραχνά του.
 
Μες στης καρδιάς μου το κενό
μεγάλο σαν τον ουρανό
θ’ ακούσω πάλι το βραχνό
τραγούδι του θανάτου.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjVpWOiyyYuWAWpdjxO-BMg5lJThFRBu5gj8CRxkb0PXvYuN9YJSrwYcqsS3wYIx_0jiyvya3v-6QxYHGYFnBU7B9nh1YUzYmhKvwlOLhTAcb8HnWE0WiliZMs_s8G9_dD8iLXIs90GsW5L/s1600/Violin+%26+Wine+Bottle.jpg

Κασίντα για το κλάμα

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα,
όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
μονάχα κλάμα ακούω και τίποτ΄άλλο
 
Ελάχιστοι είναι οι άγγελοι που τραγουδάνε
ελάχιστα σκυλιά αλυχτούν
μες στην παλάμη του χεριού μου χίλια βιολιά χωράνε.
 
Αλλά το κλάμα είναι ένας σκύλος απέραντος
το κλάμα είναι ένας άγγελος απέραντος
το κλάμα είναι ένα πελώριο βιολί
τα δάκρυα σκέπασαν τη φωνή του ανέμου
και δεν ακούς πια τίποτ΄άλλο παρά κλάμα.

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Τρεις Εραστές, Μίλτος Σαχτούρης.
Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
Αχνίζει ένα φως θαλασσί
Πλατύ χέρι στην καρδιά
Βήματα ερειπωμένα
Τρεις εραστές διαβαίνουν απ΄ τα χέρια πιασμένοι.

Ο πρώτος…
Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
Τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
Να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
Να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων …που λιώνουν
Τα δάκρυα του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
Η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
Το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας

Ο δεύτερος…
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
Ο τρελός την επήρε τραγούδι

Βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
Αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
Της αγάπης το τραγούδι το ‘χουν μάθει τώρα όλοι
Με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
Μόνο αυτός δεν το ξέρει

Ο τρίτος…
Έκανε την αγάπη του καράβι
Την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
Τώρα έγινε πάλι παιδί
Σιάχνει πύργους με άμμο
Και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
Και προσμένει να γυρίσει ξανά
Το καράβι η αγάπη
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
Ένα βιολί σιμά στ’ αυτί θα τους τρελάνει
Κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiT_EOmZ1EeHVgIGxB-7HJwjEijNoQA8jfxQo7fn1F5gq272G7cLcBEgTR9SprRJjqf_C2B_fjKdsyJ_M4Zep8ArHWLtiAeg9LL9CCjhEOR61U0lk3MAP4vSGrCJxc1KvoBDV9vU4GCX5A/s1600/Tarlton+Original+Oil+Painting+Violin+woman+eBay+017i.jpg
Art by  Karen Tarlton

Τὸ παλιὸ βιολί -Ιωάννης Πολέμης

Ἄκουσε τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι του μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τ᾿ ἀχνὰ κι᾿ ἀπάρθενα τῆς ἀγάπης χείλη.

Καὶ τ᾿ ἀηδόνι τ᾿ ἄγρυπνο καὶ τὸ ζηλευτὸ
ζήλεψε κι ἐσώπασε κι ἔσκυψε κι ἐστάθη
γιὰ νὰ δεῖ περήφανο τί πουλὶ εἶν᾿ αὐτὸ
ποὺ τὰ λέει γλυκύτερα τῆς καρδιᾶς τὰ πάθη.

Ὡς κι ὁ γκιώνης τ᾿ ἄχαρο, τὸ δειλὸ πουλί,
μὲ λαχτάρ᾿ ἀπόκρυφη τὰ φτερὰ τινάζει
καὶ σωπαίνει ἀκούγοντας τὸ παλιὸ βιολί,
γιὰ νὰ μάθει ὁ δύστυχος πῶς ν᾿ ἀναστενάζει.

Τί κι ἂν τρώει τὸ ξύλο του τὸ σαράκι; τί
κι ἂν περνοῦν ἀγύριστοι χρόνοι κι ἄλλοι χρόνοι;
Πιὸ γλυκιὰ καὶ πιὸ ὄμορφη καὶ πιὸ δυνατὴ
ἡ φωνή του γίνεται, ὅσο αὐτὸ παλιώνει.

Εἶμ᾿ ἐγὼ τ᾿ ἀπόκοσμο τὸ παλιὸ βιολὶ
μέσα στὴ νυχτερινὴ σιγαλιὰ τοῦ Ἀπρίλη
στὸ παλιὸ κουφάρι μου μιὰ ψυχὴ λαλεῖ
μὲ τῆς πρώτης νιότης μου τὰ δροσάτα χείλη.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Αν έβρεχε δάκρυα

Art By Alan D. Wolfelt, Ph.D.
 Στο καλάθι της ένα πακέτο μακαρόνια, φρυγανιές και ένα κουτί γάλα.
Τα μάτια της ξάγρυπνα.
-Εχω το μικρό με πυρετό, (είπε).
Οι γύρω μας συζητούν μεταξύ τους,  με ιδιαίτερη  έμφαση στα τεκταινόμενα των ημερών.
Γύρισε με κοίταξε και  είπε (σαν, να μονολογούσε).
-'Εξι λεπτά να βράσουν τα μακαρόνια, τέσσερα στόματα, ο πατέρας άνεργος... αυτό είναι το τελευταίο μου εικοσάευρω...ξέρεις...
....Για ποιόν να πρωτοκλάψω; Στέγνωσα μέσα μου..
...Δεν ήξερα τι να της πω,  χαμήλωσα το βλέμμα και κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι...
Μακριά, η ζωή…Κι εδώ ραγισματιά πάνω στη θλίψη», γράφει σ' ένα ποίημα του ο Βύρων Λεοντάρης 
(Μαρία Λαμπράκη)


-ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ (Boris Vian 1920 – 1959)

Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει μι’ αγάπη
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν βαραίνουν οι καρδιές
Σ’ ολόκληρη τη γη
Για ένα σαραντάμερο
Δάκρυα πικρά
Θα πνίγανε τους πύργους
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν πεθαίνει ένα παιδί
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν γελάνε οι κακοί
Σ’ ολόκληρη τη γη
Με γκρίζα κύματα και κρύα
Δάκρυα πικρά
Το παρελθόν θα τάραζαν
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν σκοτώνουμε τις καθαρές καρδιές
Αν έβρεχε δάκρυα
Όταν χανόμαστε κάτω απ’ τα τείχη
Σ’ ολόκληρη τη γη
Θα γίνονταν κατακλυσμός
Από τα δάκρυα τα πικρά
Των δικαστών και των ενόχων

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης




 Ενας λόγος για το καλοκαίρι-Γιώργος Σεφέρης

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


 Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.


Art by Alex Alemany

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Alex Alemany
Art by Alex Alemany
Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού

χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Φθινόπωρο, 1936 



Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;"Egyptian poets"


Art by Ismail Shammout
Tόσος πολύς πόνος 
τόσες πολλές πληγές 
και τόσο λίγο το αίμα της καρδιάς...
Πως να θρέψεις τόσους ''πεινασμένους'' 
''Οταν της γης επλήθυναν οι πόνοι''   (Η φράση στα εισαγωγικά ανήκει στον Pablo Neruda )

Art by Ismail Shammout
«Μια φορά ζούσε στην Αίγυπτο ένας ποιητής, ο Γκάφαρ Ναχάς. Του άρεσε να στέκεται στην όχθη του Νείλου και ν’απαγγέλει. Τα καράβια -οι φελούκες που περνούσαν, τον γνώριζαν πια και τον χαιρετούσαν με σεβασμό. Μια μέρα, στάθηκε πάλι στην όχθη του ποταμού κι έβλεπε τον ήλιο που έδυε κι έδινε στο ποτάμι αλλιώτικα χρώματα. Το πρόσωπό του ήταν θλιμμένο. Κάτι τον βασάνιζε. Άρχισε να απαγγέλει με φωνή απελπισμένη ένα ποίημα της Αρχαίας Αιγύπτου από πάπυρο του 21ου αιώνα π.Χ.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Τ’αδέλφια είναι κακά.
Οι φίλοι μ’απαρνηθήκαν.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Η ευγένεια έχει χαθεί
και η κακία κυβερνά τους ανθρώπους.
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Οι άνθρωποι είναι κλέφτες
και σφετερίζονται τ’ αγαθά του γείτονά τους .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε ;
Δεν υπάρχουν πια δίκαιοι .
Η γης δόθηκε σε κείνους που αδίκησαν .
Σε ποιόν να μιλήσω απόψε;
Είμαι φορτωμένος από φτώχεια
κι ο έμπιστος φίλος μου λείπει.

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgJWBxer5CFQ6eKmOjx32dqxlDhkbXnGMlhkfjf8BlPYHn9A5opjJxIf8hK9uvN59r28ZF_GPeLIuKmhm9c30BLgu2jW5SNqRNMmZhU-14LxJg6lRcBBW59qUt8opRgvB08V2bTWybeA0n5/s320/Palestinian+bird+sun+2004.jpgArt by Ismail Shammout

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος


Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού-Γιάννης Ρίτσος
(Παραθέματα ποιητικού λόγου)
Χτες και προχτές, όλη νύχτα, πασκίζαμε να μετρήσουμε τ’ άστρα.
Και τ’ άστρα είναι τόσα, όση κι η καρδιά μας, κι η καρδιά μας είναι
πιο πολύ απ’ τ’ άστρα

Χτες βράδυ δεν κοιμήθηκαν καθόλου τα παιδιά. Είχανε κλείσει ένα.
σωρό τζιτζίκια στο κουτί των μολυβιών, και τα τζιτζίκια τραγουδούσαν
κάτου απ’ το προσκεφάλι τους ένα τραγούδι που το ξέραν τα παιδιά από τον ύπνο
πάντα και το ξεχνούσαν με τον ήλιο.
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.

ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,
στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.
Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και
τις στέγες.
Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.
Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν
πρωτόβγαλτα πουλιά.
Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhjPusZHT6pWeUrk6rteTPouS6pia1MNYIybNJ_7UaXVY32VF4dbe8BCR-rrXmoqugARYpT_g6YVYbqCN333uDtacTH3-i3WQrQc_2FBuAlxfz3jgp6KBd5LDj7C6QWLjPa16Ox8lYYDC6-/s1600/work.1294621.2.flat%252C550x550%252C075%252Cf.night-birds.jpg
ΤΙ ΔΥΝΑΤΑ που κουβεντιάζουν τα πουλιά όταν κοιμούνται.
Μοιάζουν με τα μικρά παιδιά που ολονυχτίς παραμιλάνε λέγοντας το
τραγουδάκι τους, που θ’ απαγγείλουνε στις εξετάσεις.
Εμείς δεν κοιμόμαστε, κι ακούμε τα τραγούδια μας που βουίζουν σαν
μελίσσια γύρω στα χαμομήλια των άστρων και γύρω στην καρδιά μας.
Οι μεγάλοι μας λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του
ήλιου πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι
είναι να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον
σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων για
να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών με τ’
ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τη ψηλά καμπαναριά των
κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
 
ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ καθισμένη στο κατώφλι της μέρας μαθαίνει
μαντολίνο.
Μα το φως μπλέκεται στα μικρά δάχτυλα της και στάζουν
λουλουδάκια πασχαλιάς απ’ τις σπασμένες νότες.
Ο κάμπος γελάει και σαλεύουν τα πράσινα γένια του.
Ο ήλιος μεθυσμένος με την κόκκινη μύτη του τρεκλίζει ανάμεσα στα
δέντρα και κυνηγάει τα νυσταγμένα μοσκαράκια.
Κι εμείς πίσω απ’ τις καλαμιές, φωνάζουμε στον ήλιο:
«Μπάρμπα, μπάρμπα μεθύστακα, πρόσεξε, θα σκοντάψεις κι η μύτη
σου θα σπάσει και θα γεμίσεις παπαρούνες τον αγρό».
Πήραν τη φωνή μας τα τζιτζίκια, πήραν τη φωνή μας τα πουλιά και
ξύπνησαν το Θεό απ’ το μεσημεριάτικο ύπνο του.
Κι ο Θεός τρίβει τα μάτια του, μας βλέπει και γελάει.

ΑΛΛΟΤΕ διαβάζαμε τα μαθήματα μας, κάναμε την προσευχή μας
και λέγαμε πως δυό και δυό κάνουνε τέσσερα.
Τώρα, δυό λουλούδια και δυό αχτίνες δεν κάνουνε τέσσερα – κάνουνε
την ψυχή μας.
Κι ένα τριαντάφυλλο και μια πεταλούδα δεν κάνουν δυό – κάνουν ένα
Θεό.
Κι ένας Θεός κάνει όλα.
Λοιπόν, η ψυχή μας μαζί με την ψυχή του Θεού πόσα κάνει;
Ο δάσκαλος δεν ξέρει.
Εμείς το ξέρουμε πως κάνει: ένα.
Το διαβάσαμε σήμερα στο ανοιχτό βιβλίο του ήλιου, σήμερα που
ξεχάσαμε όλα τα βιβλία.
    Πάρνηθα, 1938   -Γ.Ρίτσος

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Βίλχελμ Ράιχ: Ακου Ανθρωπάκο


Ακου Ανθρωπάκο(Βίλχελμ Ράιχ)-Αποσπάσματα


Όταν αγκαλιάζω μια γυναίκα, είναι επειδή την αγαπώ και την ποθώ κι όχι επειδή έχω πιστοποιητικό γάμου ή είμαι σεξουαλικά πεινασμένος.
Δε δέρνω τα παιδιά. Δεν ψαρεύω, δεν κυνηγώ κι ας ‘είμαι καλός σκοπευτής κι ας αγαπώ τη σκοποβολή. Δεν παίζω μπριτζ και δε δίνω πάρτι για να διαδώσω τις ιδέες μου. Αν οι ιδέες μου ευσταθούν, θα διαδοθούν από μόνες τους.
Δεν υποβάλλω τις εργασίες μου σε καμιά ιατρική αυθεντία, εκτός κι αν τις κατανοεί καλύτερα από μένα. Εγώ αποφασίζω ποιος κατανοεί τις ανακαλύψεις μου και ποιος όχι.
Τηρώ κάθε λογικό νόμο κατά γράμμα, αλλά μάχομαι τους απαρχαιωμένους ή τους εξωφρενικούς. (Μη βιαστείς να καταφύγεις στον εισαγγελέα, ανθρωπάκο! Αν είναι έντιμος άνθρωπος, το ίδιο κάνει κι εκείνος).
Θέλω τα παιδιά και οι νέοι να απολαμβάνουν το σωματικό έρωτα δίχως αναστολές.
Δε θεωρώ ότι για να είναι κανείς θρήσκος, με την καλύτερη, αυθεντικότερη έννοια, πρέπει να καταστρέψει την ερωτική του ζωή και να μουμιοποιηθεί, στη ψυχή και το σώμα.
Γνωρίζω πως εκείνο που αποκαλείς «Θεός» υπάρχει πραγματικά, αλλά όχι με τη μορφή που φαντάζεσαι. Ο Θεός είναι η πρωταρχική κοσμική ενέργεια, ο έρωτας στο κορμί σου, η ακεραιότητα του χαρακτήρα σου και το αίσθημα της φύσης, μέσα σου και γύρω σου.
Γνωρίζω πως κάθε ανθρώπινο ον, έχει την ιδιαίτερη αξία του. Θέλω, επίσης, να κυβερνάται ο κόσμος με γνώμονα το έργο και όχι τις απόψεις περί έργου. Έχω τις δικές μου απόψεις και μπορώ να διακρίνω το ψέμα από την αλήθεια. Τη χρησιμοποιώ καθημερινά σαν εργαλείο σιη δουλειά μου την καθαρίζω όταν τελειώνω και τη διατηρώ καθαρή.
Αγνοείς εντελώς πως υπάρχουν άντρες και γυναίκες που, από φύση τους, είναι ανίκανοι να σε καταπιέσουν και να σε εκμεταλλευτούν! Άντρες και γυναίκες που θέλουν να είσαι ελεύθερος, πραγματικά κι αληθινά ελεύθερος. Μα αντιπαθείς τούτους τους άντρες και τις γυναίκες, επειδή είναι έξω από τη φύση σου. 
Είναι απλοί και ειλικρινείς. Εκτιμούν την αλήθεια, όσο εκτιμάς εσύ την κομπίνα. Βλέπουν μέσα σου σα να ‘σαι διάφανος, αλλά δε σε περιφρονούν. Θλίβονται για την κατάντια του ανθρώπου. Μα διαισθάνεσαι πως βλέπουν μέσα σου και νιώθεις να απειλείσαι.
 Αναγνωρίζεις τη μεγαλοσύνη τους, ανθρωπάκο, μόνο όταν πολλά άλλα ανθρωπάκια σού πουν ότι είναι μεγάλοι. Φοβάσαι τους μεγάλους ανθρώπους, την επαφή τους με τη ζωή και την αγάπη τους γι’ αυτή. Όμως ο μεγάλος άνθρωπος σε αγαπά, όπως θα αγαπούσε κάθε ζωντανό πλάσμα. 
Δε θέλει να υποφέρεις, όπως υποφέρεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Δε θέλει να λες ανοησίες, όπως λες εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δε θέλει να δουλεύεις σαν μουλάρι, επειδή αγαπά τη ζωή και θέλει να την απαλλάξει από τα βάσανα και τον εξευτελισμό.
Ωθείς τους πραγματικά μεγάλους ανθρώπους να σε περιφρονούν, να αποστρέφουν με θλίψη το κεφάλι στη θέα της μικρότητάς σου, να σε αποφεύγουν και, το χειρότερο, να σε λυπούνται.
Έτσι, επειδή είναι διαφορετικός από σένα, τον αποκαλείς «μεγαλοφυΐα» ή «παλαβιάρη». Εκείνος από την πλευρά του είναι πρόθυμος να παραδεχτεί πως δεν είναι μεγαλοφυΐα, μα ένα απλό, ζωντανό πλάσμα. 
Τον χαρακτηρίζεις ακοινώνητο, επειδή προτιμά να μένει μόνος με τις σκέψεις του, παρά να ακούει ανόητες φλυαρίες στις κοινωνικές εκδηλώσεις σου. Τον αποκαλείς τρελό επειδή ξοδεύει τα λεφτά του σε επιστημονικές έρευνες, αντί να τα επενδύει στο χρηματιστήριο, όπως εσύ. 
Έχεις το θράσος, ανθρωπάκο, στον αβυσσαλέο εκφυλισμό σου, να αποκαλείς έναν απλό, ειλικρινή άνθρωπο «ανώμαλο». Τον συγκρίνεις με τον εαυτό σου, τον μετράς με τα ευτελή σου κριτήρια και βρίσκεις πως δε φτάνει τις απαιτήσεις της δικής σου ομαλότητας. Δεν μπορείς να δεις, ανθρωπάκο.
 Αρνείσαι να αναγνωρίσεις ότι εξωθείς αυτόν τον άνθρωπο, που σε αγαπά και θέλει να σε βοηθήσει, μακριά από κάθε μορφή κοινωνικής ζωής, επειδή την έχεις καταντήσει αφόρητη, είτε στο σαλόνι, είτε στην ταβέρνα. Ποιος τον έκανε αυτό που είναι σήμερα, μετά από βάσανα κι απόγνωση δεκαετιών; Εσύ,
Ο μεγάλος άνθρωπος σκέφτεται προσεκτικά, αλλά όταν αφοσιωθεί σε μια ιδέα, βλέπει πολύ μακριά. Κι εσύ, ανθρωπάκο, όταν η ιδέα του αποδεικνύεται σωστή κι αντέχει στο πέρασμα του χρόνου, εκεί που η δική σου είναι ρηχή κι εφήμερη, του φέρεσαι σαν να ‘ναι απόβλητος. Εξωθώντας τον στο περιθώριο, σπέρνεις μέσα του τον τρομερό σπόρο της μοναξιάς.
Μα αφού ώθησες το μεγάλο άνθρωπο στην απομόνωση, ξεχνάς τι του έκανες. Είπες απλά μερικές βλακείες παραπάνω, έκανες μια μπαγαποντιά ακόμα, προκάλεσες κι άλλο βαθύ πόνο. Ξεχνάς! Ο μεγάλος άνθρωπος, όμως, δεν ξεχνά. Δε σχεδιάζει την εκδίκησή του, μα προσπαθεί να καταλάβει γιατί συμπεριφέρεσαι τόσο ελεεινά. Ξέρω ότι κι αυτό είναι έξω από τη φύση σου. Πίστεψέ με, όμως! 
Όσες φορές κι αν τον πονέσεις, όσες αγιάτρευτες πληγές κι αν του προκαλέσεις, ακόμα κι αν σ’ ένα λεπτό έχεις κιόλας ξεχάσει τη μικρόψυχη κατεργαριά σου, ο μεγάλος άνθρωπος υποφέρει για τις κατεργαριές σου, αντί για σένα. Όχι επειδή είναι σημαντικές, αλλά ακριβώς επειδή είναι ασήμαντες
 Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να πετάς λάσπη στο σύζυγο ή τη σύζυγο που σε απογοήτευσε, να βασανίζεις ένα παιδί επειδή το αντιπαθεί κάποιος κακοήθης γείτονας, να προδίδεις τους φίλους σου, να γελοιοποιείς τους πονόψυχους, ενώ τους εκμεταλλεύεσαι στο έπακρο και να ζαρώνεις κάτω από το μαστίγιο.
 Προσπαθεί να καταλάβει τι είναι εκείνο που σε κάνει να παίρνεις ό,τι σου δίνουν, να δίνεις ό,τι απαιτούν από σένα κι όμως να μη δίνεις ποτέ με τη θέλησή σου, ποτέ από αγάπη, τι σε κάνει να κλωτσάς εκείνους που έχουν πέσει ή κοντεύουν να πέσουν, να ψεύδεσαι αντί να λες την αλήθεια και να διώκεις όχι το ψεύδος, μα την αλήθεια. Ανθρωπάκο, είσαι πάντα με το μέρος των διωκτών.
Προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά σου, ανθρωπάκο, να κερδίσει την άχρηστη φιλία σου, ένας μεγάλος άνθρωπος πρέπει να προσαρμοστεί στο δικό σου τρόπο ζωής, να λέει εκείνο που θα ‘θελες να ακούσεις, να στολιστεί τις αρετές σου.
Μα τότε δε θα ήταν μεγάλος, αληθινός κι απλός. Αν είχε τις δικές σου αρετές, τη γλώσσα και τη φιλία σου, δε θα ‘ταν μεγάλος άνθρωπος. Άλλωστε, το βλέπεις καθαρά ότι οι φίλοι σου, αυτοί που λένε ό,τι θες να ακούσεις, δεν υπήρξαν ποτέ μεγάλοι άνθρωποι!!

Ακου Ανθρωπάκο(Βίλχελμ Ράιχ)

.... Ευχαριστώ την καλή μου μοίρα γιατί πέρασα τη ζωή μου απαλλαγμένος από ρυπαρότητα και λαιμαργία.

Γιατί είδα το μεγάλωμα των παιδιών μου, το πρώτο τους ψέλλισμα, περπάτημα, παιχνίδι, ερώτημα, γέλιο και ερωτικό σκίρτημα.

Γιατί διατήρησα ακέραιη την ευαισθησία μου για την άνοιξη και το ελαφρό αεράκι της, για το μουρμούρισμα του ρυακιού πλάι στο σπίτι, για το τραγούδι των πουλιών στο δάσος.
Γιατί δεν συμμετείχα στα κουτσομπολιά του κακοήθη γείτονα.

Γιατί ήμουν ευτυχισμένος στην αγκαλιά του συντρόφου μου και γιατί ένιωσα το ρεύμα της ζωής μέσα μου.

Γιατί στους δύσκολους καιρούς, δεν έχασα τον προσανατολισμό μου και γιατί η ζωή μου είχε νόημα.


Κι αυτό, επειδή πάντα άκουγα τη φωνή μέσα μου που έλεγε: "Μόνο ένα πράγμα έχει σημασία: να περάσεις τη ζωή σου με υγεία και ευτυχία.


 Ακολούθησε τη φωνή της καρδιάς σου, ακόμα κι αν σε οδηγεί έξω απ΄το μονοπάτι των άτολμων ψυχών.
Να μη γίνεσαι σκληρός και να μην πικραίνεσαι, όταν η ζωή καμιά φορά σε βασανίζει".

Και στη σιγαλιά του δειλινού, μετά τη δουλειά της ημέρας, όταν κάθομαι στο λιβάδι μπροστά στο σπίτι, με το παιδί μου και τη γυναίκα μου ακούγοντας την ανάσα της φύσης, φτάνει στ΄αυτιά μου μια μελωδία, η μελωδία του μέλλοντος:"Εκατομμύρια άνθρωποι εσείς, σας αγκαλιάζω, μ΄ένα φιλί για όλο τον κόσμο".

Τότε νιώθω τη φλογερή επιθυμία να μάθει κάποτε αυτή η ζωή να διεκδικεί τα δικαιώματά της και να αλλάξει τη νοοτροπία των σκληρών και δειλών ψυχών που κάνουν τα κανόνια να βροντούν.

 Το κάνουν αυτό, μόνο και μόνο επειδή η ζωή τους ξέφυγε μέσα απ΄τα χέρια.

Και αγκαλιάζω τον γιό μου που με ρωτάει: "Πατέρα ο ήλιος έφυγε. Που πήγε; Θα ξαναγυρίσει γρήγορα;"
 Και του απαντώ: "Ναι γιέ μου! Θα ξανάρθει γρήγορα να μας ζεστάνει".
Απ΄το βιβλίο του Βίλχελμ Ράιχ: Ακου Ανθρωπάκο.

Ο Βίλχελμ Ράιχ (1897 – 1957) ήταν Αυστριακός ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και ερευνητής. Υπήρξε ένας από τους πλέον αμφιλεγόμενους διανοητές της σύγχρονης εποχής. Πέθανε στιγματισμένος και περιθωριοποιημένος στη φυλακή. Το βιβλίο ‘’άκου ανθρωπάκο’’, γράφηκε το 1948